Τί μάς λέει ο Σταυρός, σε τί μάς καλεί;

st1Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ, εἶναι αὐτό τό ἀποφασιστικό ὄργανο μὲ τό ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καί διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνός φοβεροῦ καί τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ᾿ Αὐτόν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καί ποὺ ὁλόκληρο τό κήρυγμα Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στό ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ ρωμαῖος κυβερνήτης στόν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τόν συνέλαβαν, Τόν ἐκτύπησαν καί Τόν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτό ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τό πλῆθος.

Ἔτσι, ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στό βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλοσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλά καί μίσος; Γιατί ἡ καλοσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο;

Συνήθως ἀποφεύγουμε νά δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτό τό ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲν θά εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιά στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτό δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καί μίσησαν τόν Χριστό δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπό κάποιο ἰδιαίτερο καί μοναδικό κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καί νά ὑπερασπιστεῖ τόν Ἰησοῦ, νά μεταπείσει τό πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καί νά ἀπελευθερώσει τόν Χριστό ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτό ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστά στό πλῆθος καί ἔνιψε τά χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ᾿ αὐτό τό φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τό εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νά ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του. Δὲν συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τό ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καί στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιό κοινότυπη, ἡ πιό τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μᾶς κάποιος Πιλάτος;

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νά ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο «ὄχι» στό ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στό κακό καί στό μίσος, ἐνδίδουμε στόν πειρασμό νά «νίψουμε τάς χείρας μας»; Πίσω ἀπό τόν Πιλάτο ἦταν οἱ ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τόν ἑαυτό τους θά μποροῦσαν νά ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νά «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιό ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καί ἀταξία, γιά ποιό πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπό τόν Πιλάτο, πίσω ἀπό τοὺς στρατιῶτες ἦταν τό πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρίν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικά τόν Χριστό, κατά τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγή τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καί γι᾿ αὐτό μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καί οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοί ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καί τίς συνήθειες, καί γι᾿ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τό ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νά πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ᾿ αὐτό τό τρομακτικό γεγονός εἶχε δίκαιο «ἀπό τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζί ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στόν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μέσα στόν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τό κακό, καί ὁ ὁποῖος προωθεῖ τόν τρομακτικό θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτό μᾶς μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετά τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καί ἀκολουθείτω μοί» (Λουκ. 9, 23). Αὐτό σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νά κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τό πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στό πλῆθος– εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καί σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νά κάνει μὲ κάτι φαινομενικά ἀσήμαντο γιά μᾶς, ἢ δευτερεῦον. Γιά τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο, ἀλλά τό καθετί μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινό ἢ ψεύτικο, καλό ἢ κακό. Τό νά σηκώνεις λοιπόν τό σταυρό σου καθημερινά δὲν εἶναι ἁπλῶς τό νά ἀντέχεις τά φορτία καί τίς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλά πάνω ἀπ᾿ ὅλα τό νά ζεῖς ἁρμονικά μὲ τὴ συνείδησή σου, τό νά ζεῖς μέσα στό φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.

Ἀκόμη καί σήμερα, μὲ ὅλο τόν κόσμο νά κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στόν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νά συλλαμβάνεται, νά βασανίζεται, νά κτυπιέται, νά φυλακίζεται ἢ νά ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτά δὲ «ἐπί τῇ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καί πειθαρχίας, ὅλα στό ὄνομα τῆς τάξεως, γιά τό καλό ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τά χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νά ἐκτελέσουν τίς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἢ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλά τό κακό πού θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τό σταυρό, καθὼς τόν προσκυνοῦμε, καθὼς τόν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τό σταυρό ὡς ἐπιλογὴ ἀπό τὴν ὁποία κρέμονται τά πάντα στόν κόσμο, καί ποὺ χωρίς αὐτόν ὅλα στόν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καί τοῦ σκότους. Ὁ Χριστός εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τόν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστά στό δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καί τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.

 

π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν
Ἀπό τό βιβλίο «Ἑορτολόγιο – Ἑτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος», Ἀκρίτας