Xαρμολύπη

arate_ton_stavro

Ἡ Μ. Ἑβδομάδα ἀλλά καί ὁλόκληρος ἡ Σαρακοστὴ δὲν εἶναι ἡ περίοδος πού ἔχει μόνον πρόσθετες καί ἐμπλουτισμένες ἀκολουθίες καὶ τυπικές διατάξεις, ἀλλὰ καί «κάτι τί ἄλλο», χωρὶς τὸ ὁποῖο ὅλος αὐτὸς ὁ Λειτουργικὸς πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας χάνει πολὺ ἀπὸ τὸ νόημά του. Αὐτὸ τὸ «κάτι ἄλλο» εἶναι σὰν μιὰ «ἀτμόσφαιρα», σὰν ἕνα «κλίμα», μιὰ κατάσταση τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία μὲ τὴ λατρεία, μὲ τὴ νηστεία, μὲ τὶς μετάνοιες, τὶς ἰδιαίτερες προσωπικὲς προσευχὲς, δημιουργοῦν αὐτήν τήν ἰδιαίτερη «ἀτμόσφαιρα» πού διαπερνᾶ ὄχι στιγμιαία, ἀλλὰ διαχρονικὰ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας.

Αἰσθανόμεθα κάτι ἄλλο ποὺ μοιάζει μὲ μιὰ περίεργη χαρά, ποὺ ἔχει ὅμως μιὰ σοβαρότητα, ποὺ μοιάζει καὶ μὲ λύπη καὶ ποὺ οἱ Πατέρες ἔτσι τὴν ὀνομάζουν «χαρμολύπη». Καὶ ὅταν κάποιος, ἔστω καὶ ἂν ἔχει περιορισμένες γνώσεις γιὰ τὴ λατρεία, μπεῖ στὴν Ἐκκλησία ὅσο διαρκοῦν οἱ ἀκολουθίες, ἰδιαίτερα τῆς Μ. Ἑβδομάδος, σχεδὸν ἀμέσως θὰ αἰσθανθεῖ αὐτὴ τὴν κάπως ἀντιφατικὴ ἔκφραση.

Σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε, ἢ μᾶλλον νὰ αἰσθανόμαστε, ὅτι αὐτὴ ἡ θλίψη στὴν πραγματικότητα εἶναι «εὐθυμία» καὶ ὅτι μιὰ μυστηριώδης μεταμόρφωση συμβαίνει μέσα μας.

Οἱ θόρυβοι καὶ οἱ ἀναστατώσεις τῆς ζωῆς, ποὺ συνήθως γεμίζουν τὶς μέρες, ἐάν δέν ἀλλάζουν καὶ τὶς νύχτες μας, δὲν ἔχουν δικαίωμα εἰσόδου σ’ αυτό τό «κλίμα», σ’ αὐτή τήν «ἀτμόσφαιρα», δὲν ἔχουν καμία ὑπερδύναμη, δὲν εἶναι ἀξεπέραστες. Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀγωνίας, ποὺ μᾶς ἔγινε οὐσιαστικὰ δεύτερη φύση, ἐξασθενεῖ καὶ ἀρχίζουμε νὰ νιώθουμε ἐλεύθεροι, ἀνάλαφροι καὶ εὐτυχισμένοι.

Αὐτό τό ἀνάλαφρο, αὐτή ἡ εὐτυχία ἔρχεται ἀπὸ τὴν ψυχή μας, ποὺ ἔχει, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ντοστογιέφσκυ, «ἀγγίξει ἕναν ἄλλο κόσμο».

Ὅσο βιώνουμε αὐτὴ τὴ μυστηριώδη ἐλευθερία, ὅσο γινόμαστε «ἀνάλαφροι καὶ εἰρηνικοί», μιὰ ἐσωτερικὴ ὀμορφιὰ ἀγγίζει τήν ψυχή μας σὰν τὴν πρωινὴ ἡλιαχτίδα, πού φωτίζει στὶς βουνοκορφὲς, ἐνῷ ἀκόμα στὴν κοιλάδα εἶναι σκοτάδι. Ζοῦμε μία ἄλλη κατάσταση, μία κατάσταση «χαρᾶς καὶ λύπης» ἀνάμεικτα.

«Χαρμολύπη» λοιπὸν εἶναι: ἡ θλίψη ἀπό τήν συναίσθηση γιὰ τὴν ἐξορία μας, γιὰ τό χάσιμο τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴ ζωή μας· εἶναι ὅμως καί χαρὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συγκατάβαση Του, πού φανερώνεται ἀπό τὴν ξαναγεννημένη ἐπιθυμία μας καί γιὰ τὸ Θεό καί γιά τὴν ἐπιστροφή μας στὸ «πατρικό σπίτι».

Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ «ἀτμόσφαιρα» ποὺ γεννιέται στὶς ἀκολουθίες τῆς Μ. Ἑβδομάδος, ἀλλὰ καὶ γενικότερα ἐκ τῆς λατρείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μετέχοντες τῆς λατρείας πρέπει νά ἀγωνιζόμεθα μ’ ὅλη μας τή δύναμη νά διατηρήσουμε τήν προσήλωση τοῦ νοῦ μας καί τῆς καρδιᾶς στόν Κύριο.

Ἀμέσως μετά τήν ἐκκλησία, ἄς τρέχουμε στό «δωμάτιό» μας -στό μάζεμα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας- ζητώντας εὐλαβικά ἀπό τόν Θεό νά μας βοηθήσει, ὥστε νά ἀξιοποιήσουμε τό χρόνο τῆς παραμονῆς μας κοντά στόν Θεό καί ἐκτός τῆς λατρείας, καθ’ ὅσον αὐτό πρέπει νά εἶναι σκοπός τῆς ζωῆς μας: «ζητεῖται πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα προστεθήσονται», ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ, ἐπαναλαμβάνοντας νοερά τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!», καί εἰ δυνατόν σέ συνδυασμό καί μέ τίς ἐργασιακές, τίς οἰκογενειακές ἤ ἄλλες ὑποχρεώσεις μας.

Εἶναι ἀνάγκη ἀξιοποιήσεως τοῦ χρόνου -νά μήν καταντᾶ σέ ἀπραξία, πού εἶναι πάντα ὁλέθρια- καί κατά τό δυνατόν περιορισμοῦ τῶν κοσμικῶν φροντίδων.

Ἐπιπλέον ἀπό τοῦ νά διαβάζουμε τὶς καθιερωμένες καθημερινὲς προσευχές ἀπό τό Προσευχητάρι, εἶναι καλό ν’ αὐξήσουμε καί τή διάρκεια τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας μας μέ τόν Κύριο, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τόν φύλακα ἀγγελό μας, εὐχαριστώντας τους γιά τήν προστασία τους καί παρακαλώντας τους γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν μας ἀναγκῶν.

Ζητᾶμε νά μᾶς βοηθήσουν, ὥστε, πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἀποκτήσουμε αὐτογνωσία, νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας, τόν τόσο ἄγνωστο καί νά μᾶς χαρίσουν ζῆλο καί δύναμη, ὥστε νά θεραπεύσουμε τίς πληγές τῆς ψυχῆς μας, τὰ πάθη μας.

Μετά τήν προσευχή ἄς διαβάζουμε, ἔστω καί λίγο, μέ αὐτοσυγκέντρωση. Ἡ μελέτη ἄς μήν ἀποσκοπεῖ στό φόρτωμα τοῦ μυαλοῦ μας μέ διάφορες πληροφορίες καί γνώσεις, ἀλλά στήν ψυχική μας ὡφέλεια καί ἐποικοδομή.

Προσεκτική ἀνάγνωση πνευματικῶν βιβλίων ἐμπνέει ζῆλο στήν ψυχή περισσότερο ἀπ’ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἄν πάντως στή διάρκεια τῆς μελέτης γεννιέται ὁ πόθος τῆς προσευχῆς, ν’ ἀφήνουμε τό βιβλίο καί νά προσευχόμεθα.

Ἄς μειώσουμε καί τήν ποσότητα τοῦ καθημερινοῦ μας φαγητοῦ καὶ τό χρόνο τοῦ ὕπνου καί τῆς ἀναπαύσεώς μας, καθ᾿ ὅσον κάθε λογῆς θυσία εἶναι εὐάρεστος στό Θεό, καὶ γιατί τό σῶμα, γιά τίς παρεκτροπές μας, ὁφείλει νά καταβάλλει τούς μόχθους πού τοῦ ἀναλογοῦν˙ καί ὁ κόπος τοῦ σώματος εἶναι ὡφέλιμος, διότι ἔτσι τό σῶμα δουλαγωγεῖται, ὁ νοῦς καθαρίζεται, ἡ καρδιά μαλακώνει, τά πάθη νεκρώνονται. Ἀκόμη καί οἱ συζητήσεις μέ τούς ἄλλους ἄς περιοριστοῦν σέ πνευματικά θέματα, καί μάλιστα μέ κοινές πνευματικές ἀναγνώσεις, πού δίνουν ἀφορμές γιά τήν ἀνταλλαγή ἐποικοδομητικῶν σκέψεων καί γιά τήν ἐξαγωγή ὡφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αὐτόν τό σκοπό εἶναι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων.

Ζητᾶμε, ἀκόμα, νά γεμίσουμε τήν καρδιά μας μέ τό αἴσθημα τῆς ταπεινώσεως καί τῆς συντριβῆς. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πιό εὐάρεστη στόν Θεό θυσία. Ἔτσι νά προσευχόμεθα.

 

Ἐπιμέλεια κειμένων: Πρωτοπρ. Γεώργιος Καλαντζῆς

www.agios-gerasimos.gr

Ἀπρίλιος 2016