Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…

stavrosiΣήμερα είναι μέρα φοβερή, μέρα που κλαίνε και τ’ άψυχα τα κτίσματα, βλέποντας τον Χριστό να κρέμεται στο σταυρό. Κλαίγει σήμερα κι’ ο κάθε άνθρωπος, ας είναι και τρισευτυχισμένος. Μα ευτυχισμένοι πια δεν βρίσκουνται στον τόπο μας, γιατί το κάθε σπίτι είναι σαν νάχει κι’ από ένα λείψανο. Ποιος από μας δεν είναι χαροκαμένος; Τίνος τα φυλλοκάρδια δεν είναι φαρμακωμένα; Στερέψανε στα βουνά οι βρυσούλες, και γινήκανε βρύσες τα μάτια των μανάδων, και κρυφοκλαίνε δίχως να τις ακούγη κανένας. Περνάς έξω από τα σπίτια, και θαρρείς πώς είναι μνήματα.

Μέσα στην κάθε καλύβα και στην κάθε στρούγκα κάθουνται βασανισμένοι άνθρωποι, γρηές γυναίκες, κορίτσια δίχως αίμα στο κορμί τους, σαν μήλα μαραμένα από το φόβο, από την πείνα κι’ από το χάρο. Λίβας άσπλαχνος φύσηξε απάνω στον τόπο μας τον καϋμένον, και ξέρανε το λουλούδι της καρδιάς μας, το γέλοιο σβύστηκε πια από το στόμα μας. Τα μωρά γεράσανε κι’ οι περασμένοι απομωραθήκανε, και δεν ξέρουνε αν βρίσκουνται στον πάνω κόσμο ή στον κάτω κόσμο. Οργή αβάσταχτη μας χτύπησε, σαν το δέντρο που τόκαψε τα’ αστροπελέκι και στέρεψε τις φλέβες του, και δε μπορεί να βγάλη φύλλα. Έπεσε το στεφάνι από την κεφαλή μας.

Η πέρδικα σαν χάση τα πουλιά της, δεν πίνει πια καθαρό νερό, μόνο το θολώνει κ’ ύστερα πίνει. Έτσι είναι κ’ οι πικραμένοι, πάλι στην πίκρα βρίσκουνε ξαλάφρωση και παρηγοριά. Και δεν υπάρχουνε άλλα παρηγορητικά και γλυκύτερα δάκρυα από κείνα τα δάκρυα που χύνονται για το σταυρωμένο το Χριστό μας.

Γιατί όλοι οι πόνοι των ανθρώπων είναι κρεμασμένοι απάνω του, επειδής είναι ένας Θεός χιλοβασανισμένος. «Αυτός τα ασθενείας ημών ήνεγκε και τας νόσους εβάστασε, και περί ημών οδυνάται». Για τούτο, όποιος δεν πονά, δεν είναι Χριστιανός. Καλότυχος όποιος θλίβεται μαζί με το Χριστό γιατί θα χαρή μαζί με το Χριστό με εκείνο το χαροποιό πένθος, που δεν μπορεί να το νοιώσει όποιος δεν πέση σαν νήπιο στην αγκαλιά του, όπως ο αγαπημένος του Ιωάννης, «ος ανέπεσεν επί το στήθος αυτού». Γιατί εκείνος μονάχα μπορεί να μας γιατρέψη, που είπε απόψε στους μαθητές του «Ειρήνη σαν αφήνω, τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ, όπως δίνει ο κόσμος. Κ’ εσείς τώρα λύπη έχετε, αλλά πάλι θα σας ξαναδώ, και θα χαρή η καρδιά σας, και τη χαρά τη δική σας κανένας δε θα την πάρη από σας. Στον κόσμο θα ’χετε θλίψη, πλην πάρετε θάρρος, εγώ νίκησα τον κόσμο».

Απόψε θα θρηνήσουμε για το Χριστό και θα χύσουνε ποτάμια δάκρυα όλοι οι Έλληνες, πούναι οι πιο βασανισμένοι άνθρωποι στον κόσμο.

Γιατί όποιος κλαίγει τον Χριστό, κλαίγει για τον ευατό του, και για το παιδί του, και για τη γυναίκα του και για την πατρίδα του. Μέσα στον πόνο του Χριστού είναι ο κάθε πόνος. Η ορθοδοξία μας είναι πονεμένη, γιατί πήρε την αληθινή σφραγίδα του Χριστού. Η πετραδερή κι η φτωχή Ελλάδα μας είναι «ο κρανίου τόπος», που σκίσθηκαν οι ματωμένες πέτρες της από τα δάκρυα. Για τούτο και τα χαρούμενα τα τραγούδια μας είναι και κείνα παραπονεμένα, κ’ οι μανάδες μας κ’ οι αδερφάδες μας είναι σκεπασμένες με τα τσεμπέρια σαν τις καλογρηές.

Απόψε οι παπάδες θα βγάλουνε τον σταυρωμένον με χέρια τρεμάμενα, και θα βογκάνε τα βουνά σαν ζωντανά, και τα δέντρα θα κλαίνε, και τα πουλιά θα μοιρολογάνε, κ’ η θάλασσα θα πήξη σαν μολύβι, κ’ ο ουρανός θα καρβουνιάση κ’ οι πεθαμένοι θα αγκομαχήσουνε και θα μετατοπίσουνε τις ταφόπετρές τους. Και θα κλαίνε οι παπάδες, θα κλαίνε οι ψαλτάδες, θα κλαίνε οι δεσποτάδες, θα κλαίνε κ’ οι Χριστιανοί σαν νάναι βρύσες εφτακάνουλες θα τρέχουνε τα μάτια τους. Και θα ακούνε τα αγιασμένα τα τροπάρια, και θα τα ρουφά η ψυχή τους όπως ρουφά τη δροσιά τα’ ουρανού το σφουγγάρι το κατάξερο. Γιατί θα βλέπουνε μπροστά τους το Χριστό να βρίσκεται σε δεινή αγωνία, και να στάζη από το κορμί του σαν αίμα ο ιδρώτας, και να πηγαίνη γονατιστός κοντά στους μαθητές του, για να πάρη λίγη παρηγοριά, κι’ αυτοί να κοιμούνται τσακισμένοι από τη λύπη εκείνης της φριχτής νύχτας. Και πάλι να γυρίζη στον τόπο που έκανε την προσευχή του, ολομόναχος, και να λέγη στον Πατέρα του «Πατέρα, ας γίνει το θέλημα το δικό σου». Και σε λίγο, κείνη η σιωπή που τον έζωνε θα δη πώς χάθηκε μονομιάς, και ακουσθήκανε φωνές άγριες, και γίνηκε οχλοβοή μεγάλη, και χτυπούσανε από πάνω του κοντάρια και σπαθιά, κι’ ο Ιούδας πήδηξε μπροστά του σαν δαίμονας και τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο ματωμένο μάγουλό του, λέγοντάς του «Χαίρε ραββί». Κι’ άλλος από τους μαθητές του δεν απόμεινε κοντά του, αλλά σκορπίσανε από το φόβο τους, κι’ ο ένας που απόμεινε ήτανε αυτός που τον πρόδωσε. Και κει που τον τραβούσανε σαν ληστή, οι άνθρωποι κοιμόντανε στα σπίτια τους, και κανένας άλλος δεν αγρύπνησε για δαύτον, εξόν από την Παναγία κι’ από τις άγιες γυναίκες, κι’ από τους τρομαγμένους μαθητές του. Και σαν τον φέρανε στον Καϊάφα, γύρισε κ’ είδε τον αγαπημένο του τον Πέτρο, την ώρα που φώναξε ο πετεινός, σαν να του έλεγε «θυμήσου πώς μου είπες πώς θα σκοτωθής για μένα, πλην εγώ σου είπα πως θα μ’ αρνηθής τρεις φορές πριν να φωνάξη ο πετεινός. Λοιπόν, άκουσέ τον».

Και σαν ξημέρωσε η Παρασκευή, τον πήρανε ματοχωμένον, δαρμένον, κατασκοτωμένον, νησστικόν, διψασμένον, αγρυπνισμένον, με τα’ αγκάθια στο κεφάλι και τον πομέψανε μπροστά στον κόσμο, πηγαίνοντάς τον να τον σταυρώσουνε. Και κείνος τους κύτταζε με τα αθώα μάτια του, όπως κυττάζει το αρνί το χασάπη.

«Και σαν φτάξανε στον τόπο που τον λέγανε Κρανίο, εκεί τον σταυρώσανε, μαζί με τους κακούργους, τον έναν από τα δεξιά και τον άλλον από τα’ αριστερά. Κι’ ο Ιησούς έλεγε. Πατέρα, συγχώρα τους, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουνε. Και μοιράσανε τα ρούχα του και βάλανε κλήρο. Και καθότανε ο κόσμος κ’ έβλεπε».

«Κι’ από την έκτη ώρα σκοτάδι σκέπασε τη γη ως την ένατη την ώρα. Και κατά την ένατη ώρα, φώναξε ο Ιησού με φωνή μεγάλη κ’ είπε: Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί ήγουν Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με άφησες;» «Κι’ ο Ιησούς πάλι φώναξε με φωνή μεγάλη και παράδωσε το πνεύμα. Και να, το καταπέτασμα του ναού σχίσθηκε σε δύο, από πάνω ως κάτω και η γη σείσθηκε, κ’ οι πέτρες σχισθήκανε, και τα μνημεία ανοίξανε, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων αναστηθήκανε, και βγαίνοντας από τα μνήματα ύστερα από την ανάστασή του μπήκανε στην αγιασμένη Πολιτεία και φανερώθηκανε σε πολλούς».

Ποιος πικραμένος δεν ξεχνά την πίκρα τη δική του για να κλάψη το Χριστό; Ή, για να πω καλύτερα, ποιος δεν νοιώθει πως τώρα που θρηνεί για το Χριστό, θρηνεί για τον αγαπημένο του που πέθανε, είτε τέκνο του είναι, είτε πατέρας, είτε αδελφός, είτε μάνα, είτε φίλος, με κάποια δάκρυα, που τον ανακουφίζουνε πιο πολύ, παρά τις άλλες μέρες που έκλαιγε μονάχα για τον δικό του τον πόνο, δίχως να τον αδερφώση με τον πόνο του Χριστού; Όλα αγιάζουνε με τη χάρη του, καν η λύπη μας, καν η χαρά μας. Γιατί τα δάκρυα για το Χριστό είναι γλυκά δάκρυα, που παύουνε τον αγριεμό της ψυχής, και την ειρηνεύουνε, όπως το λάδι που κόβει τη φουρτούνα της θάλασσας. Για τούτο κι’ οι αγιογράφοι της ορθοδοξίας, από τούτα τα αγιασμένα αισθήματα εμπνευσμένοι, δεν ζωγραφίζανε τον Σταυρωμένον όπως σε άλλα μέρη, ήγουν με την αγριότητα και με τη φρίκη που βγαίνει από την όψη ενός πεθαμένου κορμιού με νεύρα και με φλέβες και με την αποτρόπαια απελπισία του θανάτου, ξεσηκώνοντας όλα τούτα τα καθέκαστα από ένα κουφάρι, αλλά τον ζωγραφρίζανε με τέχνη κατανυχτική, που κινά τον άνθρωπο να κλάψη και να πονέση, αλλά με κείνον τον πνευματικό τον πόνο που είναι κάποια τροφή αθάνατη για τη ψυχή μας, κι’ όχι που τον τρομάζει με το θέαμα της φθοράς. Και σε τούτο πηγαίνει η αγιογραφία μας σύμφωνα με τον ίδιο το Ευαγγέλιο, που δεν κατατρίβεται με το να εξιστορή λογής λογής καθέκαστα που καταπνίγουνε τον άνθρωπο και τον καταποντίζουνε στην απελπισία, γράφοντας για το πώς τον καρφώσανε, και πως τάχα πετάχθηκε το αίμα, είτε πως στριφογύριζε το κορμί του με αγωνία απάνω στο σταυρό, κι’ άλλα τέτοια, γιατί αυτά κάνουνε να υποφέρουνε τα νεύρα του κορμιού μας κι’ όχι να θλιβώμαστε πνευματικά. Αυτή είναι η αιτία που θέλουνε πολλοί, που δεν έχουνε θερμή πίστη, να βλέπουνε τα εικονίσματα φυσικά ζωγραφισμένα, και δε νοιώθει η ψυχή τους τη θρησκευτική ευωδία της βυζαντινής αγιογραφίας.

Στα χρόνια της σκλαβιάς η ψυχή του γένους μας καθαρίσθηκε με τα βάσανα, κι’ ένοιωθε τούτη την πνευματική θλίψη, που βρίσκεται αποτυπωμένη στις εικόνες που κάνανε κείνοι οι αγιασμένοι ζωγράφοι, με δάκρυα κατανυχτικά, με προσευχή και με αγάπη θερμή στον πολυβασανισμένο το Χριστό μας. Απ’ αυτά τα εικονίσματα φαίνεται πως είναι εμπνευσμένα και τα μοιρολόγια που λέγανε στα πάθη του Χριστού, και πού δεν μπορεί να τα συνθέση κανένας τεχνίτης της ποίησης και της λογοτεχνίας, με το να συνταιριάζη μαστορικά λόγια περίτεχνα, πλην κούφια και δίχως πνευματικό πόνο, και χωρίς χριστιανή κατάνυξη. Αυτά που φυτρώσανε από τη ματωμένη καρδιά του λαού μας, οπού έσμιξε τον πόνο του Χριστού με τον πόνο τον δικό του:

Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον εσταυρώσανε
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι’ η Παναγιά η δέσποινα
κ’ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε
μέσ’ στου ληστή την πόρτα.
τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
– Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιου μου
μην είδες τον υιγιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
– Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.

 

 ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,  ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 81-92)