Μαθήματα αρχιτεκτονικής από το Βυζάντιο

imagesΟι σύγχρονοι αρχιτέκτονες, παραδομένοι στην παντοδυναμία του τσιμέντου, θα είχαν πολλά να διδαχθούν από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπου τα κτίρια ανθούν θαρρείς από τη γη και δεν χάνουν στιγμή το ανθρώπινο μέτρο
(Α. ΓΑΛΔΑΔΑΣ )

«Κιονόκρανα από χυμένο τσιμέντο είναι εκτός κάθε λογικής. Τρούλοι και τρουλάκια που επαναλαμβάνονται κακοχυμένα σε μπετόν είναι τεχνολογικά κάτι απαίσιο ως και αστείο. Χωρίς να υποβάλλουν και την ιδέα κάποιας εξέλιξη ώστε να πεις χαλάλι. Όταν χτίζει ο Βυζαντινός και χρησιμοποιεί κάποια διακοσμητικά στοιχεία, αυτά είναι η δομή του σώματός του. Αποκτά τέτοιον πλούτο και ομορφιά ο ναός γιατί, κατ’ αναλογίαν του σώματος αυτού που τον χτίζει, πλουτίζεται, δεν διακοσμείται. Ο Βυζαντινός χτίζει τον ναό ως σώμα. Δηλαδή ως σκελετό και σάρκα ταυτόχρονα (καθώς αυτά συναυξάνονται). Ανυψώνει τον ναό χωρίς βιασύνη και έχει συλλάβει εξ αρχής πώς θα είναι. Τρία πράγματα καθορίζουν σε κάθε πολιτιστικό περιβάλλον τη δημιουργία του κτιστού χώρου: η ιδεολογία είναι το ένα, που εδώ έχει να κάνει με τη θεολογία, το άλλο είναι η τεχνική, που συνδέεται και με τη γεωγραφία, και το τρίτο είναι τα υλικά. Αυτά τα τρία λοιπόν, συνδεόμενα, δημιουργούν συγκεκριμένες μορφές στον χώρο. Όταν ένα από αυτά αλλάξει, αλλάζει και η μορφή. Διότι αλλιώς είναι σαν να βιάζεις το υλικό να μπει σε μία μορφή η οποία δημιουργήθηκε μέσα από άλλες μορφές και υλικά».
Αυτά μου είχε πει κάποτε ο Ιωσήφ Ροϊλίδης, ένας άνθρωπος που ξέρει τι λέει αφού σπούδασε θεολογία αλλά και αρχιτεκτονική, μετά έγινε ακαδημαϊκός δάσκαλος σε πολυτεχνεία της Φινλανδίας, μιας χώρας πρωτοπόρου και με παγκόσμια φήμη στη δόμηση του χώρου, και έχει φτιάξει ο ίδιος μια εξαιρετικά αξιοθέατη εκκλησία με βάση τους παραπάνω κανόνες στο γυναικείο μοναστήρι Μήτηρ του Ηγαπημένου, στο βοιωτικό χωριό Κλειδί. Και να που πριν από μερικές ημέρες όλα όσα αναφέρθηκαν στην αρχή για το πώς χτίζεται και πώς δεν χτίζεται ένας βυζαντινός ναός τα είδαμε μπροστά μας να γίνονται πραγματικότητα από κάποιους αποφασισμένους εκεί στη Βόρεια Ελλάδα. Στα χαρτιά αυτό φαινόταν απίστευτο, αλλά όντως άρχισε να υλοποιείται.

Μεγαλώνει σαν το λουλούδι
Μέσα στο δάσος πήγαιναν ψάχνοντας όχι για καρπούς αλλά για πέτρες. Και όχι πέτρες μικρές που να μπορούν να τις κρατήσουν μέσα στις παλάμες τους. Αλλά πέτρες ασήκωτες, αν ήταν δυνατό να ζυγίζουν τόνους ολόκληρους η καθεμία. Γνεύσιοι και αμφιβολίτες, με δείκτη 9, κοντά στο απόλυτο δηλαδή της σκληρότητας στην κλίμακα του Mosch ήταν το αποτέλεσμα της αναζήτησης. Πετρώματα με μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο που γι’ αυτό σχηματίζουν και πολύ βαρείς βράχους. Έξω όμως από τα όρια του δάσους υπήρχαν και άλλα, άχρηστα για τους πολλούς, πολύτιμα όμως για εκείνους πράγματα, που τα μάζεψαν με ευγνωμοσύνη: από δέντρα ως παλιές ράγες τρένου, καθώς και ένας πρόχειρα επισκευασμένος γερανός για την τοποθέτηση των βράχων στη θέση τους στη διάρκεια του χτισίματος. Είχαν αποφασίσει να χτίσουν ναό τουλάχιστον για χίλιους ανθρώπους, οποίος δεν θα ήταν σαν τους άλλους. Θα φτιαχνόταν χωρίς τρούλους και τρουλάκια τσιμεντένια κι απέξω λίγη «φλούδα» πέτρας για… συγκάλυψη. Δύσκολη απόφαση και ευτυχώς σε αυτή την ατελείωτη περιπέτεια είχαν από την αρχή την καθοδήγηση και συμπαράσταση του Αρχιμανδρίτη Αλεξίου, καθηγουμένου της αγιορείτικης Ιεράς Μονής Ξενοφώντος, την ακάματη συμβολή των μοναζουσών αδελφών στο Ιερό Ησυχαστήριο Τιμίου Προδρόμου και της γερόντισσας Ιακώβης. Ξεκίνησαν οι τρεις τους. Ο ιερομόναχος πατήρ Σεραφείμ Ξενοφοντινός, ο χημικός μηχανικός Γιάννης Γκίλης και ο πολιτικός μηχανικός ΤΕ Γιάννης Μεϊχανετζόγλου. Κοντά τους ακούραστη μια μοναχή πεπειραμένη στις κατασκευές, πρωτεργάτρια στο κτίσιμο του μοναστηριακού συγκροτήματος.
Πριν από ενάμιση χρόνο λοιπόν, εκεί πάνω από τη λίμνη Κερκίνη, στην πλαγιά του βουνού Μπέλες, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, άρχισε να φυτρώνει κατευθείαν από το χώμα σαν ένα δυνατό φυτό ο ναός. Δεν πρόκειται για σχήμα λογοτεχνικό αλλά για κυριολεξία. Αυτό το καταλαβαίνεις σήμερα στον μισοπροχωρημένο ναό και από μια σκάλα, της οποίας ανεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια και η συνέχειά τους είναι στον… ουρανό προς το παρόν. Αφάνταστο αλλά πραγματικό. Η σκάλα προχωρεί και ανεβαίνει σκαλοπάτι σκαλοπάτι όσο προχωρεί και ανεβαίνει το υπόλοιπο κτίριο. Γιατί θέλουν, όπως λέει ο μηχανικός, συναρμογή όλων των κομματιών που ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, άρα όλα τοποθετούνται την ίδια στιγμή σε κάθε επίπεδο και δεν προσκολλώνται μετά, σαν χαρτάκια σε πίνακα ανακοινώσεων.
«Όταν οι χριστιανοί άρχισαν να κτίζουν, το κριτήριό τους για να κτίσουν μία εκκλησία δεν ήταν μορφολογικό, όπως τώρα που λέμε: Α, θα χτίσουμε μία βυζαντινή εκκλησία. Διότι και το Βυζάντιο δεν είχε κάποιον τύπο ναού. Δημιούργησε πολλούς τύπους σε σχέση με την περιοχή και τα υλικά, μεταξύ άλλων. Άρα έχουμε τώρα ένα ιδεολόγημα με όλους αυτούς τους τρούλους και τα τόξα που να μας θυμίζει (τάχα) μία βυζαντινή εκκλησία. Όταν οι πρώτοι χριστιανοί ήθελαν να κτίσουν κάποια κτίρια για ναούς, το κριτήριό τους δεν ήταν μορφολογικό αλλά λειτουργικό. Ήθελαν να φτιάξουν ένα κτίριο που να διευκολύνει τις συνάξεις τους. Και έτσι χρησιμοποιούσαν τις μορφές της εποχής στην οποία ζούσαν, οπότε παρουσιάζεται ένα πλήθος μορφών. Περίκεντρα κτίρια, με εγκάρσια κλίτη, χωρίς κλίτη, κ.λπ. Με σεβασμό πάντα στα υλικά» θυμάμαι ότι μου είχε πει τότε ο Ιωσήφ Ροϊλίδης. Και όλα αυτά είναι εδώ τώρα, μπροστά μου.

Τα παράξενα της κατασκευής
Περιγράφοντας την κατασκευή θα μπορούσαμε να αρχίσουμε με το τι δεν θα έχει όταν τελειώσει ο ναός, σε σχέση με αυτά που έχουν οι άλλοι. Από τα πιο απρόβλεπτα λοιπόν είναι το ότι δεν θα έχει υπόγεια, δεν θα έχει σκαλοπάτια στην είσοδο που θα τα ανεβαίνεις για να μπεις μέσα, δεν θα έχει συμμετρίες και δεν θα έχει φτιαχτεί από υλικά φερμένα από περιοχές μακρινές. Υπόγεια δεν θα έχει γιατί τα θεμέλιά του είναι επιφανειακά, λαμπρή κλίμακα στην είσοδο δεν θα διαθέτει γιατί θέλουν να μην ανυψώνεται και να ξεκόβει από το περιβάλλον του, συμμετρίες δεν θα έχει γιατί θέλουν στο χτίσιμο τα πράγματα να προκύπτουν αυθόρμητα, τα υλικά με βάση έναν χρυσό κανόνα της αρχιτεκτονικής θα είναι από αυτά που βρίσκονται εκεί γύρω, όσο γίνεται πιο κοντά. Ακόμη και τα μάρμαρα έρχονται από μέρη μέσα στον νομό.
Οι πρωτοτυπίες ξεκίνησαν από την αρχή, όταν ισοπεδώθηκε ο χώρος χωρίς να γίνει εκσκαφή σε βάθος. Επάνω στην καθαρή και λεία επιφάνεια απλώθηκε ένα οριζόντιο πλέγμα από τσιμεντένιες δοκούς, που διασταυρώνονται μεταξύ τους σε ορθή γωνία και είναι το μόνο σημείο όπου χρησιμοποιήθηκε οπλισμένο σκυρόδεμα. Στα σημεία διασταύρωσης υψώνονται κάθετα άλλες μεταλλικές δοκοί δημιουργώντας έναν σκελετό. Κάθε τέτοια κάθετη δοκός εγκιβωτίζεται μέσα σε μιαν άλλη, πολύ πιο χοντρή και συμπαγή, πέτρινη τετράγωνη κολόνα, αλλά η προσοχή στη λεπτομέρεια επέβαλε και την απομόνωση του μετάλλου στο κέντρο από τις γύρω πέτρες. Με ένα στρώμα τσιμέντου ώστε ο ασβέστης του κονιάματος, που λειτουργεί διαβρωτικά για το σίδερο όπως και για το ξύλο, να μην έρχεται σε επαφή μαζί του!
Όσο και να ψάξεις λοιπόν, δεν θα βρεις τις γνωστές κάθετες συμβατικές κολόνες από μπετόν και τις οριζόντιες τσιμεντένιες στέγες ακουμπισμένες επάνω τους, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε κάθε κτίριο, ακόμη και στα δήθεν βυζαντινά. Έτσι από το σημείο μηδέν του εδάφους οι τοίχοι αρχίζουν και υψώνονται με τη βοήθεια σχεδόν κυκλώπειων βράχων βάρους τουλάχιστον 2,5 τόνων και πάχους ενός μέτρου, που τοποθετούνται στη βάση. Όσο θα ανεβαίνει ο τοίχος, ενώ το πάχος του δεν θα μειώνεται, οι πέτρες που θα τοποθετούνται θα είναι όλο και μικρότερες για να ελαφραίνει αισθητικά η κατασκευή. Όλο αυτό το βραχο-υλικό προέρχεται από το γειτονικό δάσος αλλά και ό,τι κρατήθηκε από την εκσκαφή, αφού οι πάντες εκεί ήταν αποφασισμένοι τα υλικά της δόμησης να είναι τοπικά και τίποτε να μην πηγαίνει χαμένο. «Μας τα στέλνει ο Θεός τα υλικά» λένε οι τρεις πρωτεργάτες και κατά κάποιον τρόπο δεν έχουν άδικο…
Πώς όμως χρησιμοποιήθηκαν εκείνες οι σιδερένιες ράγες του τρένου που εξασφαλίστηκαν ως δώρο από τον ΟΣΕ; Τις βλέπω μπροστά μου τοποθετημένες στη θέση τους και αγνώριστες. Έχουν φτιαχτεί με αυτές τεράστια, σιδερένια, μακρόστενα πλέγματα σε διπλή σειρά. Παράλληλα τοποθετημένες η μία ράγα σαν συνέχεια της άλλης (όπως οι παλιοί έβαζαν στη θέση τους ξύλα), βιδώνονται στέρεα κατά μήκος των τοίχων και αγκαλιάζουν το κτίσμα σε όλη του την περιφέρεια. Αυτό επαναλαμβάνεται σε διάφορα ύψη και έτσι «δένεται» πολύ στέρεα το κτίριο. Μερικές από τις ράγες βέβαια μπορεί να είναι και από το 1920, έχουν όμως υποστεί ειδική επεξεργασία και έγιναν σαν καινούργιες αφού έχουν τριφτεί και περαστεί με ένα επίχρισμα από αντισκωρικό χρώμα θαλάσσης, που χρησιμοποιείται για μέταλλα πλοίων όταν αυτά πρέπει να αντισταθούν στη διαβρωτική επίθεση του αλμυρού νερού. Και για όποιον σκέφτεται την εμφάνισή τους, να πούμε ότι δεν θα φαίνονται, διότι είναι πιο στενές από το πάχος του τοίχου και έτσι στην εξωτερική και εσωτερική πλευρά θα καλυφθούν σε όλο τους το μήκος με πλίνθους. Έτσι ο τοίχος, εκτός από τον όγκο και τη μάζα που θα έχει, θα είναι καλά δεμένος και σε διάφορα στρώματα, κάτι που θα του δίνει την επιθυμητή αντοχή σε περίπτωση σεισμού.

Τεχνογνωσία του Αγίου Όρους
Το Ιερό Ησυχαστήριο, που άρχισε να χτίζεται στη σημερινή θέση του το 1981 και σήμερα είναι σε πλήρη λειτουργία με 35 μοναχές, υπάγεται στην αγιορείτικη Μονή Ξενοφώντος. Ο πατήρ Σεραφείμ, μοναχός της αγιορείτικης αυτής μονής, συχνά πλέον βρίσκεται στον δρόμο από το Άγιον Όρος προς το Ακριτοχώρι και δίνει επί τόπου τη γνώμη του σε σχέση με τη θρησκευτικά ορθή εμφάνιση των διαφόρων στοιχείων του ναού, αφού εκείνος άλλωστε οραματίστηκε το σχέδιο και την τελική μορφή του. Ουσιαστικός, λιγόλογος, χωρίς έπαρση και περιττά λόγια, καταφέρνει λόγω της πολυμάθειάς και της πείρας του σε κατασκευές να γίνεται ένας υπέροχος αγωγός γνώσεων που έχουν αποκτηθεί μέσα στο Άγιον Όρος και αυτή τη στιγμή μετακενώνονται έξω από αυτό γονιμοποιώντας μιαν αντίστοιχη προσπάθεια δόμησης.
Οι διάφορες παλιές κατασκευές και η ανάγκη επισκευών που υπάρχει πλέον στο Άγιον Όρος έχουν προικίσει τους ανθρώπους που διακονούν εκεί με πολύτιμες γνώσεις γύρω από την ξυλουργική, το χτίσιμο της πέτρας και του πηλού, τη σύνθεση ανθεκτικών κονιαμάτων, τη θέρμανση και τον αερισμό των κτιρίων ή τη χρήση του χάλυβα σε μεικτές κατασκευές, που ήταν γνωστή από τους Ρώσους ήδη τη δεκαετία μετά το 1880. Έτσι, για παράδειγμα, στον νέο αυτόν ναό για να αισθάνονται καλά οι πιστοί και να μην παγώνουν τα πόδια τους, καθώς θα στέκονται κατά τις μακρές κατανυκτικές ακολουθίες τις κρύες ημέρες και νύχτες που θα έρχονται κατά καιρούς, θα δημιουργηθεί ένα γνωστό από άλλους, πολύ παλαιότερους ναούς, κλειστό σύστημα κυκλοφορίας θερμού αέρα στο δάπεδο, μέσα σε κανάλια, στηριγμένο σε παμπάλαιες αρχές λειτουργίας, με ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας από καυσόξυλα και υποβοήθηση από σημερινά μηχανήματα. Στη θέρμανση και στο δροσισμό του κτιρίου σημαντική θα είναι και η συνεισφορά των τοίχων, τεράστιων σε πάχος και κυρίως σε μάζα, που θα γίνονται όποτε χρειάζεται «ηλιακοί τοίχοι» (τύπου Trompe – Michel), δηλαδή τον χειμώνα χάρη στην τεράστια θερμοχωρητικότητά τους θα ζεσταίνονται στη διάρκεια της ημέρας και θα αποδίδουν θερμότητα στον ναό όταν ο ήλιος θα έχει πλέον κρυφτεί, ενώ το καλοκαίρι οι ίδιοι αυτοί τοίχοι θα αργούν αρκετά να ζεσταθούν.
Το δημιουργικό χάος
Και αν όλα αυτά είναι παλιά κατακτημένη γνώση, που απλώς δεν χρησιμοποιείται στα δικά μας χτισίματα γιατί έτσι συμφέρει τον εργολάβο-δυνάστη της νεοελληνικής κατοικίας, στο δημιουργικά χαοτικό εργοτάξιο του Ακριτοχωρίου βρίσκουν την ευλογημένη και δικαιολογημένη υλοποίησή τους, ενώ εκεί γίνονται επί τόπου ακόμη και πειράματα. Ο μηχανικός του έργου, εκτός του ότι πρέπει να έχει στο μυαλό του τα πάντα γύρω από αυτό, διοικεί ένα πολυμορφικό εργοτάξιο που κάποιες φορές λειτουργεί σχεδόν σαν σχολή παραδοσιακών τεχνών και άλλες φορές σαν πειραματικό εργαστήριο, ενώ κάποια χαρακτηριστικά του θυμίζουν και αντρικό μοναστήρι.
Για παράδειγμα, η σύσταση του κονιάματος που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, ψάχτηκε αρκετά. Γιατί δεν ήταν δεδομένη. Σίγουρα δεν θα έπρεπε να έχει μέσα τσιμέντο, ένα υλικό κόντρα σε κάθε ιδέα οικολογικής μέριμνας, αφού και μόνο η παραγωγή του απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας εκλύοντας ταυτόχρονα μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα. Τελικά, ύστερα από δοκιμές, επελέγη ένα μείγμα από 9 μέρη θηραϊκής γης, ένα ηφαιστειογενές παραδοσιακό υλικό μεγάλης αντοχής, 4 ή 5 μέρη υδρασβέστου (που παρασκευάζεται έναν χρόνο πριν και έχει αφεθεί για ωρίμανση) και 20 – 22 μέρη αδρανή υλικά όπως είναι η άμμος και το χαλίκι, αλλά σε δύο μεγέθη, από 4 ως 8 χιλιοστά και από 8 ως 12 χιλιοστά, μοιρασμένα μισά μισά. Όσο για τη συσσωρευμένη αγιορείτικη πείρα που αναφέραμε πριν, ανάμεσα στα άλλα θα φανεί χρήσιμη και όταν χρειαστεί οι κορμοί των δέντρων, πελεκημένοι κατάλληλα, να γίνουν πλέον δοκάρια στήριξης σε ορισμένα σημεία. Επειδή ο ασβέστης κυριολεκτικά καταβροχθίζει με τον καιρό το ξύλο, θα είναι βουτηγμένοι, χωρίς αυτό να φαίνεται, σε πίσσα, ένα από παλιά εξαίρετο μέσο προστασίας των ξύλινων κατασκευών.

Κοινωνία κτιστών
Όταν το εργοτάξιο ανεβάζει όλες τις στροφές του μετά την υποχρεωτική χειμερία νάρκη λόγω καιρικών συνθηκών, έχει περισσότερους από σαράντα εργάτες. Μένουν όλοι σε ένα οίκημα παλιού σταθμού λίγο πιο κάτω, μαζί τους και ο μηχανικός Γιάννης Μεϊχανετζόγλου, αν και έχει την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να μην έχουν να νοιάζονται για το μαγείρεμα αφού το μοναστήρι φροντίζει γι’ αυτό, όμως στις ώρες της αντρικής ξεκούρασης όχι μόνο δένονται μεταξύ τους αλλά γίνονται και διάφορα μαθήματα σχετικά με τις δουλειές του εργοταξίου και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται.
«Οι Ρωμαίοι, εντελώς ωφελιμιστικά» κατά την άποψη του Ιωσήφ Ροϊλίδη «φτιάχνουν μία ωραία τοιχοποιία με διπλούς τοίχους τούβλων, όπως έχει γίνει με το Πάνθεον, όπου μέσα χύνουν ένα ρευστό υλικό σαν τσιμέντο. Έχουν χιλιάδες εργάτες φθηνούς, που μπορούν να δουλεύουν ατελείωτες ώρες φτιάχνοντας αυτό το μείγμα από κονίαμα και μικρές πέτρες, που γεμίζει τα κενά. Οι Βυζαντινοί εγκαταλείπουν συνειδητά αυτό το χυτό κτίριο. Και αυτό είναι μία μετάβαση σε μία κοινωνία που έχει υιοθετήσει στην καθημερινή πράξη ζωής μια χριστιανική κοσμολογία».
Όταν πλησιάζεις ή όταν απομακρύνεσαι από τον μισοτελειωμένο αυτόν ναό στο Ακριτοχώρι, καθώς τα χρώματα των υλικών δένουν τόσο αρμονικά με το περιβάλλον, αν δεν ξέρεις τα σχετικά, μπορεί να φθάσεις να αμφιβάλεις κάποια στιγμή αν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή για κάτι παλιό που βρέθηκε τώρα και προσπαθούν να το αποκαταστήσουν! Όπως είπε ο μηχανικός στο τέλος: «Προσπαθούμε να φτιάξουμε κάτι αυθεντικό και όχι έναν καθεδρικό ναό».

Από το “Βήμα της Κυριακής”, 27/4/2008