Η Θεοτόκος Μαρία

mm(+) Καθηγητή Παναγιώτη Νέλλα

Στην ορθόδοξη προοπτική η Αγία Γραφή είναι ο πυρήνας και ταυτόχρονα η πρώτη ανάπτυξη της Παραδόσεως της Εκκλησίας. Η Αποκάλυψη, που είναι ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, δόθηκε βέβαια μια για πάντα στην ανθρωπότητα επί «Καίσαρος Αυγούστου» (Λουκ. 2,1) «εν ημέραις Ηρώδου του Βασιλέως» (Ματθ. 2,1) και εκείνοι που την είδαν «τοις οφθαλμοίς αυτών» και την άκουσαν και «εψηλάφησαν ταίς χερσίν αυτών» (Α´ Ιω. 1,1) την κατέγραψαν στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. O Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως γράφει ότι «έστι και άλλα πολλά, ά εποίησεν ο Ιησούς, άτινα, εάν γράφηται καθ’ έν ουδ’ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (21, 25). Και ο Ευαγγελιστής Λουκάς βεβαιώνει ότι η Παρθένος -και μαζί μ’αυτή η πρώτη κοινότης, η Εκκλησία– «συνετήρει … ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδίᾳ αυτής» (2, 19· 2,51)… Έτσι στην Ορθοδοξία η Αγία Γραφή και η Παράδοση είναι στενότατα ενωμένες και κατανοούνται και οι δυο μαζί στη θεία Λειτουργία, όπου γίνεται η «ανάμνηση» όπου ο σαρκωθείς Λόγος γίνεται στην κάθε εποχή σύγχρονος.

Έτσι η ορθόδοξη καθολική Εκκλησία «παρέλαβε» και «διατηρεί» (Λουκ. 2, 51) την Παρθένο στο κέντρο της λατρείας της, όπως ακριβώς ο «ηγαπημένος», την «παρέλαβε» σαν ό,τι πιο πολύτιμο υπήρχε μετά τον Ιησού «εις τα ίδια» (Ιω. 19, 27) -που είναι αντίστοιχο με το «εν τοις κόλποις» (Ιωαν. 13, 23)- και όπως οι Μαθηταί «προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή» την είχαν στο κέντρο της συνάξεώς τους (Πράξ. 1, 14). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το «μυστήριο» της Παρθένου είναι στην Ορθοδοξία «μυστήριο» λειτουργικό και γι’ αυτό μόνο μέσῳ της λατρείας είναι δυνατόν να διακρίνουμε το πλήθος των χωρίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται σ’ Αυτή.

Οι Ευαγγελισταί γράφουν πράγματι στα ιερά βιβλία ό,τι είναι απαραίτητο για την «ασφάλεια των λόγων» της κατηχήσεως (Λουκ. 1, 4) και αφήνουν τα υπόλοιπα να τα ζει η Εκκλησία στη Λειτουργία της. Εκείνο που τους απασχολεί είναι να παρουσιάσουν τον Χριστό, να καταστήσουν δηλαδή σαφή την Οικονομία της Σωτηρίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ό,τι σχετικό με τη Οικονομία της Σωτηρίας αναφέρεται στην Παρθένο, το σημειώνουν με ιδιαίτερη επιμονή. Έτσι υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η Μαρία κατάγεται «εξ οίκου Δαυΐδ» (Λουκ. 1, 27), ότι ανακεφαλαιώνει δηλαδή στο πρόσωπό της την Π. Διαθήκη, ότι είναι Παρθένος και γεννά κατά τρόπο παρθενικό «εκ Πνεύματος Αγίου» (Λουκ. 1, 28 -35), ότι είναι παρούσα όχι μόνο στην αρχή της δημοσίας δράσεως του Ιησού, όπου λαμβάνει μάλιστα ενεργό μέρος (Ιω. 2, 1 -11), αλλά και στο τέλος (Ιω. 19, 25 -28), και ότι παρευρίσκεται στην Πεντηκοστή, που είναι η σύσταση και η φανέρωση της Εκκλησίας (Πράξ. 1, 14 · 2, 1). Πέρα όμως από αυτούς τους κεντρικούς σταθμούς υπάρχουν χίλιες δύο άλλες λιγώτερο ή περισσότερο σαφείς εκφράσεις που προσφέρουν μία, αν όχι πλήρη, πάντως όμως επαρκή βιβλική εικόνα της Θεομήτορος. Αρκεί να υπενθυμίσουμε την Ωδή της «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο» (Λουκ. 1, 46 -55), που είναι η εφαρμογή στο πρόσωπο της Παρθένου των βασικωτέρων προφητειών της Π. Διαθήκης και -για να περιορισθούμε στην αρχή και στο τέλος- το ιδιαίτερα εκφραστικό ΙΒ´ κεφ. της Αποκαλύψεως, όπως το «μέγα σημείον εν τω ουρανώ», η «περιβεβλημένη τον ήλιον γυνή», είναι ακριβώς Εκείνη η οποία «έτεκεν υιόν άρρενα, ός μέλλει ποιμαίνειν πάντα τα έθνη εν ῥάβδω σιδηρά», στ. (1 6). Στην ίδια γραμμή εύκολα ο ορθόδοξος μελετητής καταλαβαίνει ότι η Μαρία είναι η γυνή εκείνη, το σπέρμα της οποίας συνέτριψε την κεφαλήν του «αρχεκάκου όφεως» της Γενέσεως (3, 15), ότι Αυτή είναι η αληθινή «Κιβωτός της Διαθήκης» (Εξ. 25, 9 κ. εξ), η «Πύλη η κατά ανατολάς η κεκλεισμένη» , (Ιεζ. 44, 1), η «Ράβδος Ααρών η βλαστήσασα» (Αριθμ. 17, 23), με μια λέξη η ανακεφαλαίωση της Ιεράς Ιστορίας, η πραγμάτωση των «τύπων» και των «σκιών» της Π. Διαθήκης.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι Ορθόδοξοι δεν δέχονται πως δεν υπάρχουν επαρκή περί Παρθένου βιβλικά δεδομένα,πράγμα που όπως ομολογεί ο αντικειμενικώτερος μελετητής της θεομητορικής θεολογίας στη Δύση Rene Laurentin, δέχθηκαν με υπερβολική ευκολία Προτεστάντες και Καθολικοί στον ΙΣΤ´ αιώνα και οι μεν αρνήθηκαν κάθε ευλάβεια προς την Παρθένο, οι δε δημιούργησαν μια περί Παρθένου Θεολογία «παραβιβλική».

Στη συνέχεια θα δούμε πώς η Εκκλησία υπογράμμιζε τις ποικίλες απόψεις της σημασίας της Θεομήτορος και πώς έπλεκε, πλουσιώτερο καθε φορά, τον ύμνο της.

Πρώτος σταθμός είναι αναμφισβήτητα ο Αγ. Ειρηναίος († 202; μ.Χ.), του οποίου η μαρτυρία είναι πολύτιμη όχι μόνο γιατί επικυρώνει τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας και τον Ιουστίνο ή γιατί γνώρισε προσωπικά τον Πολύκαρπο Σμύρνης, σύγχρονο του Ευαγγελιστού Ιωάννη, αλλά κυρίως για τη θεολογική σημασία της.

O Άγιος Ειρηναίος είναι πράγματι ο πρώτο ο οποίος ανέπτυξε σε βάθος την αντίθεση Εύα – Μαρία και ετόνισε ότι, όπως η ανυπακοή της μιάς έφερε στον κόσμο το θάνατο, έτσι η υπακοή της άλλης χάρισε στην ανθρωπότητα τη ζωή. O ίδιος άνοιξε επίσης το δρόμο στον κεφαλαιώδη παραλληλισμό Μαρία – Εκκλησία με τη διατύπωση ότι η Μαρία είναι η Παρθένος γη από την οποία ο Θεός πήρε το σώμα του Νέου Αδάμ («ἵνα μή ἄλλη πλάσις γένηται μηδέ άλλο το σῳζόμενον, αλλ’ αυτός εκείνος ανακεφαλαιωθῇ, τηρουμένης της ομοιότητος») και με την έκφραση ότι η Παρθένος είναι «η αιτία της σωτηρίας για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος».

O τρίτος αιώνας χαρακτηρίζεται από τις μαρτυρίες του Κλήμεντος Αλεξανδρείας († 215), Τερυλιανού (μετά το 220) και Ωριγένους († 253), οι οποίοι, είναι κατηγορηματικοί στο χαρακτηρισμό της Μαρίας σαν Παρθένου μητέρας του Ιησού, αειπαρθένου και παναρέτου.

Ακολουθούν οι Πατέρες του Δ´ αιώνος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ιδιαίτερα ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που τονίζουν με επιμονή τόσο την αγιότητα της Παρθένου, όσο και κυρίως τον κεντρικό ρόλο της στην Οικονομία της Σωτηρίας.

Το θεμέλιο όμως της θεομητορικής θεολογίας τοποθετήθηκε το 431 στην Γ´ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία επικυρώνοντας τις απόψεις του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας ονόμασε τη Μαρία «Θεοτόκο». Είναι γνωστό ότι ο περιεκτικώτατος αυτός όρος υψώθηκε σε δόγμα τον καιρό της διαμάχης της Ορθοδοξίας, με την αίρεση του Νεστοριανισμού. Η Καθολική Εκκλησία, που ένοιωσε να διακυβεύεται με την διδασκαλία του Νεστορίου η ίδια η σωτηρία (αν πράγματι δεν ενώθηκε πλήρως ο Θεός με τον άνθρωπο, πώς είναι δυνατόν να τον σώση;) επέμεινε στην πλήρη και ασύγχυτη εν Χριστώ ένωση Θεού και ανθρώπου τόσο, ώστε να ονομάση τη Μητέρα του Ιησού όχι απλώς «χριστοτόκο», όπως ήθελε ο Νεστόριος, αλλά αληθινά και πραγματικά «Θ ε ο τ ό κ ο». «Το παιδίον Θεός και πώς ου θεοτόκος η τίκτουσα;» Και: «Ει τις ου Θεοτόκον ομολογεί την αγίαν Παρθένον, χωρίς εστιν της Θεότητος». Αυτή είναι η βάση στην οποία θα στηριχθούν αργότερα οι βυζαντινοί και, θεμελιώνοντας ολόκληρο σχεδόν τον πολιτισμό τους πάνω στην προς την Θεομήτορα ευλάβεια, θα την ανακηρύξουν όχι απλώς «Υπέρμαχον Στρατηγόν» και «Σκέπην» της Βασιλεύουσας, αλλά και σταθεράν «της πίστεως άγκυραν». Γιατί ακριβώς «τούτο το όνομα -θα γράψη στο εγκόλπιο της «Ορθοδόξου Πίστεως» ο Δαμασκηνός- άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησιν»!

O σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ρίγος, όταν μέσα στην Εκκλησία συνειδητοποιεί ότι η Αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο δεν είναι απλός οίκτος ή ελεημοσύνη, αλλά «φιλανθρωπία», αληθινή δηλαδή και πραγματική «φ ι λ ί α» (Ιωάν. 15,14). O Θεός έδωσε πράγματι στην Παρθένο -καρπό των κτισμάτων, φανέρωση της ανθρωπίνης φύσεως- να γίνη, Αυτή προσωπικά και μέσα σ’ Αυτή η ανθρώπινη φύση, «θ ε ο τ ό κ ο ς» ! Καμμιά αίρεση δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο τολμηρή, όσο η Αλήθεια. Και καμμιά καταδίκη του αιρετικού ανθρωποκεντρικού «ουμανισμού» του ΙΔ´ και Κ´ αιώνα δεν μπορεί να είναι τόσο ριζική και απόλυτη, όσο αυτή η περί ανθρώπου και εικόνος του Θεού ανθρωπίνης φύσεως «θεοτόκου», βιβλική και πατερική αλήθεια!

 

(Απόσπασμα από την εισαγωγή στο βιβλίο Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Ιερόν Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου, Αθήναι 1968)