ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΑ, Η ΑΣΦΑΛΕΣΤΕΡΗ ΟΔΟΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ

1. Ἡ ἀνθρωπιά τοῦ Κάντ

Ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου τούτου, πιό φημισμένος, ἀπό μεγάλους βασιλεῖς καί αὐτοκράτορες καί ὅσο ζοῦσε πιό σεβαστός, ἦταν ὁ μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Ἐμμανουήλ Κάντ. Δέν ἦταν μόνο φιλόσοφος, ἀλλά ἦταν καί καλός ἄνθρωπος. Ἀληθινά πνευματικός ἄνθρωπος. Ἀλλά φυσικά, ὅπως συμβαίνει μέ ὅλους μας ἐγήρασε. Ἔφτασε στήν ἡλικία ὀγδοήκοντα τεσσάρων ἐτῶν. Καί ἀρρώστησε. Καί πῆγε ὁ γιατρός νά τόν δεῖ. Καί καθώς εἶδε τόν γιατρό νά μπαίνει μέσα στό δωμάτιό του, ἐνῶ ἦταν ἄρρωστος, ξαπλωμένος στό κρεββάτι, κατέβηκε, σηκώθηκε ὄρθιος γιά νά τόν χαιρετήσει, νά τόν ὑποδεχθεῖ, κάνοντάς του καί μιά ὑπόκλιση.

—Καλωσόρισες γιατρέ μου. Τοῦ εἶπε.

Ἔκπληκτος ὁ γιατρός τοῦ ἀπαντᾶ:

—Τί εἶναι αὐτά πού κάνεις καί σηκώνεσαι ἀπάνω, ἄρρωστος ἄνθρωπος;

Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε μέ ἁπλότητα:

—Ἀνθρωπιά εἶναι γιατρέ μου, ἀνθρωπιά. Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀνθρωπιά. Ἀλλοίμονό μου ἄν σ’ αὐτή τήν ἡλικία χάσω τώρα τήν ἀνθρωπιά μου.

Ἀνθρωπιά εἶναι ἀδελφοί νά πονᾶς, τόν φτωχό. Νά πονᾶς, τόν δυστυχισμένο. Ἀλλά καί νά τιμᾶς τόν κάθε ἄνθρωπο, ὅπως πρέπει καί ὅπως τοῦ ἀξίζει. Αὐτή εἶναι ἀνθρωπιά.

Τό περιστατικό αὐτό ἀναφέρεται σάν ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα πνευματικά μεγαλεῖα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φιλοσόφου. Καί ἴσως ἀπό ὅλες τίς φιλοσοφίες πού ἔγραψε, καί εἶπε καί τόν κατέστησαν παγκόσμια προσωπικότητα, αὐτά τά λόγια του εἶχαν πιό μεγάλη ἀξία. Γιατί ἔδειχναν τό βάθος μιᾶς καρδιᾶς, ἡ ὁποία δέν ἤθελε ποτέ καί γιά καμιά ἀφορμή, ὅσο καί ἄν φαινόταν δικαιολογημένη, νά τοῦ ἐπιτρέψει νά μήν τιμήσει ὅσο ἔπρεπε ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο καί νά μήν ἐκδηλώσει τήν καλωσύνη του ὅπως ἔπρεπε στόν κάθε ἄνθρωπο πού εὑρίσκετο ἀπέναντί του.

Καί πραγματικά ἔχει δίκιο ὁ κόσμος πού τόν θαυμάζει γι’ αὐτό τό γεγονός.

2. Ἡ ἀνθρωπιά τῶν ἀποστόλων

Ἀλλά τί εἶναι αὐτό τό γεγονός μπροστά σέ κεῖνο πού ἑορτάζομε σήμερα;

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Κατά τήν ὁποία τιμοῦμε, τήν μνήμη τῶν ἁγίων γυναικῶν πού πῆγαν νά ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μέ μύρα. Καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας, καί τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖοι ἐκήδευσαν τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν.

Θά ρωτοῦσε κάποιος. Γιατί ἔχει τόσο μεγάλη σημασία αὐτή ἡ ἑορτή; Ἄς τό ἐξηγήσομε. Ὁ Χριστός δέν πέθανε σάν τόν Κάντιο ἥσυχα στό σπιτάκι του. Ἐσταυρώθη. Καί ὁ νόμος ἔλεγε: «Σταυρώνονται κακοῦργοι. Κεῖνος πού σταυρώνεται εἶναι καταραμένος. Καί δέν ἐπιτρέπεται νά ταφεῖ. Δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν θρησκεία. Δέν εἶναι ἄξιος εὐσπλαγχνίας. Τό σῶμα του πρέπει νά τό πετᾶνε στό σκουπιδότοπο. Νά τό φᾶνε τά σκυλιά καί τά κοράκια».

Μέσα σέ τέτοιες συνθῆκες, ὁ ἀπόστολος Ἰωσήφ καί ὁ ἀπόστολος Νικόδημος, ἀπό τήν ἀνώτερη τάξη τῶν Ἑβραίων, κρυφοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ, στά κρυφά πίστευαν, φανερά δέν τό ἔδειχναν, «γιά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», εἶδαν αὐτόν τόν κίνδυνο, νά πεταχτεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό σκουπιδότοπο, ὅταν θά τό κατέβαζαν ἀπό τόν Σταυρό. Γιατί δέν ἔπρεπε νά μείνουν τά σώματα πάνω στό Σταυρό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, πού ἀκολουθοῦσε ἡ μεγάλη ἑορτή τῶν Ἑβραίων.

Δηλαδή, μόλις ἔδυε ὁ ἥλιος τῆς Παρασκευῆς, θά τά κατέβαζαν ἀπό τόν Σταυρό καί θά τά πετοῦσαν στό σκουπιδότοπο. Γι’ αὐτό ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, πῆγαν στόν Πιλάτο καί τόν παρακάλεσαν νά τούς χαρίσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος τούς τό χάρισε. «Κάνετέ το ὅ,τι θέλετε».

Καί αὐτοί τό πῆραν νά τό κηδεύσουν μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ποῦ τό κήδευσε ὁ Ἰωσήφ; Στό μνημεῖο πού εἶχε φτιάξει γιά τόν ἑαυτό του. Λαξευμένο σέ βράχο. Πράγμα πού σημαίνει δουλειά. Καί ὅτι ὁ Ἰωσήφ εἶχε διαθέσει χρῆμα γιά νά φτιάξει τόν τάφο του. Ἀλλά γιατί ἔφτειαξε τόν τάφο του πρίν ἀκόμη πεθάνει; Καί δέν τήν ἄφησε τήν φροντίδα στά παιδιά του;

Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει ὅτι ἔχει ψυχή, ὅτι ὑπάρχει Θεός, τήν φροντίδα γιά τήν ψυχή του καί γιά τήν πορεία του πρός τόν Θεό, δέν τήν ἀφήνει στά παιδιά του καί στούς συγγενεῖς του. Ἀλλά φροντίζει ὁ ἴδιος. Καί ἡ καλύτερη φροντίδα πού κάνει ἕνας ἄνθρωπος γιά τήν ψυχή του, εἶναι νά ἔχει «μνήμη θανάτου». Νά θυμᾶται ὅτι θά πεθάνει. Καί μνήμη τῆς κρίσεως. Μνήμη τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀλλά καί μνήμη τοῦ κινδύνου, ἀντί νά πάει στήν αἰώνια ζωή νά πάει εἰς τήν αἰώνια κόλαση. «Ὅπου ἐκεῖ ἔσται ὁ τριγμός καί βρυγμός τῶν ὀδόντων». Καί πολλά ἄλλα πολύ θλιβερά.

Ὁ Ἰωσήφ λοιπόν θυμόταν ὅτι θά πεθάνει. Καί ὅτι μετά τόν θάνατο ὑπάρχει ζωή αἰώνια. Καλή, κοντά στό Θεό. Ταλαίπωρη μακρυά ἀπό τόν Θεό. Καί ἀγωνιζόταν νά εἶναι εὐάρεστος στόν Κύριο. Καί σύμβολο τῆς μνήμης τοῦ θανάτου καί τῆς αἰώνιας ζωῆς ἔφτειαχνε καί στόλιζε τόν τάφο του, περιμένοντας νά μεταβεῖ στήν ἀληθινή ζωή. Ἀπό τά «ψεύτικα» στά ἀληθινά. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἔδειχναν μιά ἀνθρωπιά χίλιες φορές μεγαλύτερη ἀπό τόν Κάντ πού σηκώθηκε ἄρρωστος ἄνθρωπος γιά νά χαιρετήσει μέ ὑπόκλιση τόν γιατρό του.

Γιατί ἡ ἀνθρωπιά τους, σκοπό εἶχε νά γλυτώσει ἀπό τήν βεβήλωση τό σῶμα ὄχι ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει εὐλάβεια στό Θεό, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀγάπη στό Θεό, ἀποκτᾶ καί ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Πατέρα, ἀγαπάει καί τά παιδιά του. Καί καθένας πού πιστεύει στό Θεό Πατέρα, ξέρει ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ζεῖ δίπλα του ἔστω καί ἄν τόν στενοχωρεῖ, ἔστω καί ἄν τόν πικραίνει, ἔστω καί ἄν φαίνεται βαρύς καί ἡ παρουσία του βαρειά, εἶναι ἀδελφός του. Καί ὅπως ἀνέχεται μέ καλωσύνη ἐκεῖνον πού γέννησε ὁ ἴδιος πατέρας καί ἡ ἴδια μητέρα, ἔστω καί ἄν τσακώνεται καμιά φορά μαζί του, ἔτσι ἀκριβῶς ἔχει τήν διάθεση νά ἀγαπάει, νά τιμάει, νά σέβεται, νά προστατεύει, νά βοηθεῖ, καί νά ἐκδηλώνει καλωσύνη στά τέκνα τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας καί τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Ὅταν θά προσεύχεσθε νά λέτε: «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας, ὅλων μας. Κάθε ἄνθρωπος λοιπόν πού βάζει μέσα στήν καρδιά του, αὐτό τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ Πατέρας ὁ οὐράνιος εἶναι Πατέρας ὅλων μας, καί ὅτι ἐντολή του εἶναι «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», μέ ὅλη σας τήν καρδιά, ὅσο μπορεῖτε περισσότερο, ἀγωνίζεται νά σέβεται τόν κάθε ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἐκδηλώνει καλωσύνη. Καί ὅποιος ἐκδηλώνει καλωσύνη, γιά τόν ἄλλο, δέν χάνει τόν μισθό του ποτέ.

3. Εὐσπλαγχνία. Ἀσφαλής ὁδός θεογνωσίας

Διαβάζομε στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος εἰδωλολάτρης. Ἀλλά ἔκανε πολλές καλωσύνες. Γιατί; Γιατί παρότι δέν πίστευε στόν ἀληθινό Θεό, εἶχε καταλάβει ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι εἶναι ἀδέλφια. Καί ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλους νά τούς ἀγαπάει καί νά τούς βοηθάει. Καί προσευχόταν στό Θεό, γιατί χωρίς τήν πίστη στό Θεό δέν ἀγαπάει ὁ ἄνθρωπος κανένα καί τίποτε. Μόνο τόν ἑαυτό του ἀγαπάει ὅποιος δέν πιστεύει. Καί σιγά-σιγά ἔστω καί ἄν λέει ὑποκριτικά ὅτι ἀγωνίζεται γιά ἄλλους, καταντάει ἕνα ἐγωκεντρικό παχύδερμο.

Αὐτός λοιπόν ὁ εἰδωλολάτρης, ὁ Κορνήλιος, μιά ἡμέρα πού προσευχόταν, εἶδε ἕναν ἄγγελο ὁ ὁποῖος τοῦ λέγει:

—Κορνήλιε, εἰσακούστηκαν οἱ προσευχές σου καί οἱ δεήσεις σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τά καλά σου ἔργα ἔγιναν δεκτά. Καί νά. Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ἐδῶ στόν τόπο σας, ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Θά σέ ἀναζητήσει, γιατί τοῦ φανέρωσε ὁ Θεός τό ὄνομά σου καί τήν πολιτεία σου. Ὅ,τι σοῦ πεῖ νά τό κάνεις.

Πραγματικά πῆγε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τόν ἐβάπτισε καί ἔγινε χριστιανός.

Δεύτερο παράδειγμα. Μᾶς μιλᾶ τό Εὐαγγέλιο γιά ἕνα ἑκατόνταρχο, ρωμαῖο, εἰδωλολάτρη, ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν καλόψυχος ἄνθρωπος καί πονοῦσε στόν πόνο τοῦ ἄλλου. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν καταθλιμένος γιατί ἕνας δοῦλος του, ἦταν κατάκοιτος. Ἐκείνη τήν ἐποχή, τούς δούλους, τούς εἶχαν ὅπως ἔχουν τίς ἀγελάδες τους καί τά σκυλιά. Ἔπεσε ἡ ἀγελάδα κατάκοιτη; Σκότωσέ τη καί κάφτην. Καί οἱ ἐνέσεις εὐθανασίας τῆς σημερινῆς προκομένης ἐποχῆς κάτι τέτοιο εἶναι: «ἀρρώστησε ὁ πατέρας, ἔπεσε κατάκοιτος, ἔπαθε ἐγκεφαλικό… μιά ἔνεση εὐθανασίας, οὔτε σύ φασαρίες, οὔτε ἐκεῖνος».

Αὐτός λοιπόν ὁ ἑκατόνταρχος δέν ἔλεγε «θέλει ἔνεση εὐθανασίας ὁ δοῦλος μου». Ἀλλά ἔτρεξε στόν Χριστό καί ἔπεσε γονατιστός στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσε νά τοῦ θεραπεύσει, τόν δοῦλο του, πού τόν ἀγόραζαν καί τόν πουλοῦσαν. Καί τόν πετοῦσαν ὅποτε θέλανε. Ἔκρυβε βλέπετε καλά αἰσθήματα. Καί οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι ἔλεγαν τοῦ Χριστοῦ: «Εἶναι καλός ἄνθρωπος καί μᾶς βοηθάει. Ἔχουμε ὅλοι εὐχαρίστηση ἀπό αὐτόν».

Ὁ Χριστός τί εἶπε;

—Τέτοια πίστη δέν τήν βρῆκα οὔτε σέ καλούς καί εὐσεβεῖς ἀνθρώπους. Πήγαινε, τοῦ λέει, πήγαινε καί ἔγινε ὑγιής ὁ δοῦλος σου ἀπό αὐτή τήν στιγμή.

Τόσο εὐχαριστήθηκε ὁ Χριστός ἀπό τόν ἄνθρωπο αὐτό.

4. Μάζεψες. Λοιπόν;

Ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι στήν τσέπη. Δέν εἶναι στίς καταθέσεις. Δέν εἶναι στό ἄν ἔχει μεγάλο σπίτι, ἄν ἔχει αὐτοκίνητο πολυτελείας. Καί ἄν ἔχει πολλές ἰδιοκτησίες. Ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μέσα στήν καρδιά του. Καί μεγαλύτερος πλοῦτος ἀπό αὐτόν πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά, οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε θά ὑπάρξει, οὔτε θά βρεθεῖ πουθενά. Κάθε ἄλλος πλοῦτος, θά ρθεῖ μία ἡμέρα πού θά μᾶς κοροϊδέψει.

Κάποτε ὁ Δαυΐδ πρότεινε σέ ἕνα γέροντα, φίλο του καί ἐκλεκτό ἄνθρωπο, τόν Βεεζερλί:

—Ἔλα νά σέ πάρω στά ἀνάκτορα.

Τοῦ ἀπάντησε κεῖνος:

—Τί θά κάνω βασιλιά μου ἐγώ στά ἀνάκτορα; Νά φάω καλό φαγητό; Γέρασα. Δέν τήν καταλαβαίνω πιά τήν νοστιμάδα τοῦ φαγητοῦ. Ἡ γλώσσα «δέν ἀκούει τίποτα». Νά ἀκούσω μήπως μουσική, πού ἔχετε σεῖς κεῖ πέρα; Δέν ἀκούω τίποτε. Νά διασκεδάσω; Δέν εἶμαι πιά γιά διασκέδαση.

Ξέρεις τί θέλω ἐγώ; Θέλω νά μείνω μέ αὐτή τήν γαλήνη πού ἔχω τώρα καί νά πεθάνω μέ εἰρήνη, ὅπως πέθανε ὁ πατέρας μου. Καί νά μέ θάψουν δίπλα στό μνήμα του, γιά νά βρίσκομαι κοντά του.

Τί εἶχε γίνει μέ αὐτό τόν ἄνθρωπο;

Ἁπλούστατα. Εἶχε δέν εἶχε, τοῦ ἦταν ἄχρηστα. Μοναδική περίπτωση; Ὄχι, ἀλλά πολύ συνηθισμένη. Καί τότε τί γίνεται; Τότε ξυπνάει περισσότερο ἀπό ὅτι ἄλλες φορές ἡ φωνή τῆς συνείδησης πού λέει: «Καί τί κατάφερες ταλαίπωρε στή ζωή σου, πού σκοτώθηκες νά φᾶς, νά πιεῖς, νά διασκεδάσεις, νά γλεντήσεις καί νά ἀποκτήσεις; Ποῦ εἶναι, τά καζάντια σου; Μηδέν ἀπό μηδέν, μηδέν». Θυμᾶστε ἕνα τροπάριο πού ψάλλομε στίς κηδεῖες; «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Γιατί τότε, τήν ὥρα τοῦ θανάτου, τά ἀφήνεις καί σέ ἀφήνουν. Ἀλλά ζεῖς χωρίς ἐκεῖνα. Ὄχι ὅμως χωρίς τίποτα. Ζεῖς μέ ἕνα πλοῦτο, τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης, τῶν καλῶν ἔργων, τῆς καλωσύνης, τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς πίστης, τῆς εὐλάβειας καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Αὐτά εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου.

Γι’ αὐτό βλέπουν μερικές φορές οἱ ἄνθρωποι ἕναν εὐλαβή γέροντα ἤ μιά γερόντισσα μέ σεμνότητα καί μέ εὐσέβεια καί δέν ξέρουν πῶς νά τούς καμαρώσουν, γιατί εἶναι γεμάτοι ἀπό καλωσύνη. Καί λένε: «αὐτός εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ». Ἄν μάλιστα εἶναι καί νέος καί ἔχει αὐτές τίς ἀρετές, ἔ τότε ἀδελφοί μου «πετάει κι’ ὅλας, φτερουγίζει». Ὄχι μόνο τόν λές «ἄγγελος τοῦ Θεοῦ», ἀλλά καί τόν πιστεύεις, ὅτι φτερουγίζει.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀρετῆς.

5. Πέταξε τή μάσκα

Ὅμως τί συμβαίνει; Ὅλοι ξέρομε, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού δέν θέλει νά εἶναι καλός καί κανένας δέν θέλει τόν φίλο του, τό γείτονά του, τά παιδιά του, νά εἶναι παλιάνθρωποι. Ἀλλά παρότι ὅλοι θέλομε τό καλό, ἀντί νά φροντίζομε νά γινόμαστε «μέσα» καλοί, κάνομε κάτι ἄλλο, ποῦ εἶναι τό πιό στραβό πράγμα τοῦ κόσμου. Μή θέλοντας δηλαδή νά μποῦμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλωσύνης, φορᾶμε ἕνα προσωπεῖο, μία μάσκα καλωσύνης καί εὐσεβείας καί ἀνθρωπιᾶς καί σεμνότητος.

Γράφει ἡ Κρίσταλ Βάλ, μία περίφημη σύγχρονη Γερμανίδα συγγραφέας: «Ἐδῶ καί μερικά χρόνια, ὅπου καί νά πάω, ὅτι καί νά κάνω, φοράω μιά μάσκα, ἕνα προσωπεῖο. Εἶναι γιά μένα ἕνα δεύτερο πρόσωπο. Διαφορετικό ἀπό τό ἀληθινό μου πρόσωπο. Ἔμαθα νά κρύβω τίς ἀδυναμίες μου. Καί νά παρουσιάζω ἀλλιῶς τά συναισθήματά μου. Γελάω. Μά τό γέλιο μου, δέν εἶναι γνήσιο. Δείχνω ὅτι ἔχω αἰσιοδοξία καί σιγουριά. Μά στήν πραγματικότητα παίζω θέατρο. Κάνω σάν τάχα νά τά εἶχα ὅλα ἐκεῖνα πού κάνουν τόν ἄνθρωπο χαρούμενο, εὐχαριστημένο καί εὐτυχή.

Μά δυστυχῶς εἶμαι γεμάτη πόνο καί φόβους. Γιατί δέν δείχνω στόν κόσμο αὐτό πού εἶμαι πράγματι.

Μά γιατί δέν τόν δείχνω τόν ἑαυτό μου στόν κόσμο, ὅπως εἶναι πράγματι; Δέν ξέρω.

Μά ὅταν εἶμαι μόνη μου, αὐτό τό προσωπεῖο, αὐτή ἡ μάσκα πέφτει. Ὤ, νά ἐρχόταν κάποιος τότε καί νά μοῦ ἔλεγε: «Ἔτσι σέ θέλω, ἔτσι μοῦ ἀρέσεις ὅπως εἶσαι. Ἔτσι σέ θέλω, πέταξε τήν μάσκα ἀπό πάνω σου. Μήν ξαναφορᾶς μάσκα πιά». Θά μοῦ ἔδινε τήν μεγαλύτερη χαρά καί τήν μεγαλύτερη ἐλευθερία».

Τί θέλει νά πεῖ ἡ σοφή αὐτή γυναίκα τοῦ κόσμου τούτου;

Θέλει νά πεῖ ὅτι ἡ μάσκα τῆς ὑποκρισίας πού φορᾶμε καί ἐνῶ δέν εἴμαστε καλοί μέσα μας, δέν ἔχομε καρδιά καλή, οὔτε σεμνή, οὔτε ἀγαπᾶμε τίς ἀρετές, θέλομε νά δειχνόμαστε ὅτι τάχα τίς ἀγαπᾶμε, εἶναι προσωπεῖο καί καταδίκη. Γιατί;

Γιατί μᾶς φέρνει τήν χειρότερη ἐσωτερική ἀντίθεση.

Νά φέρομε ἕνα παράδειγμα. Θυμᾶστε τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Ἦταν μέσα στόν Παράδεισο εὐτυχισμένοι. Θά πεῖτε ποῦ τόν θυμήθηκες τώρα τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα; Τούς θυμηθήκαμε, γιατί παρότι ἀπέχουν χιλιάδες χρόνια, ἔχουν ὡραῖα διδάγματα γιά μᾶς. Καί εἶναι πολύ σύγχρονα. Σάν νά ἦταν σήμερα, μαζί μας.

Ὁ Ἀδάμ ἁμάρτησε. Ἔκανε παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ ἁμάρτησε, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Θεοῦ πού περπατοῦσε στόν Παράδεισο καί κρύφτηκε αὐτός καί ἡ Εὔα μαζί του. Φωνάζει ὁ Θεός:

—Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ.

Καί κεῖνος κρύβεται πίσω ἀπό τούς θάμνους. Τί κάνει; Κρύβει τόν ἑαυτό του. Ἔβαλε μπροστά του τό προσωπεῖο. Τόν φωνάζει ὁ Θεός:

—Ἔλα ἔξω Ἀδάμ ἀπό τό βάτο, πού κρύφτηκες, ἔλα ἐδῶ, σέ εἶδα. Βγαίνει Ἀδάμ καί τοῦ λέει ὁ Θεός:

—Γιατί τὄ κανες Ἀδάμ;

Ἀλλά ὁ Ἀδάμ δέν θέλει νά βγάλει τό προσωπεῖο, θέλει νά ἐξακολουθήσει νά δείχνει ὅτι εἶναι καλός, χωρίς νά εἶναι πιά καλός.

—Δέν φταίω ἐγώ, Θεέ μου. Τό δῶρο σου φταίει. Σύ μοῦ τήν ἔδωσες. Ἐτούτη φταίει.

—Γιατί τό ἔκανες Εὔα;

—Δέν φταίω ἐγώ.

Οὔτε ἐκείνη τό βγάζει τό προσωπεῖο.

—Ποιός φταίει Εὔα;

—Τό φίδι φταίει. Ἀπό δῶ, ἀπό δῶ. Σύ τὄ φτειαξες. Μέ τό δικό σου χέρι. Ἄλλος σοῦ φταίει. Ὄχι ἐγώ.

Εἶπε ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου: «Μή πλένετε τό ποτήρι ἀπ’ ἔξω, ἀπό μέσα νά τό πλένετε». Βγάλτε τήν μάσκα. Ἀπό μέσα νά πλένετε τό ποτήρι τοῦ ἑαυτοῦ σας, ἀπό τήν ψυχή.

6. Προφύλαξε τό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν βεβήλωση

Στό σπίτι μας ἔχομε τό λουτρό. Καί πλενόμαστε λίγο-πολύ ὅλοι. Ἄργότερα ἤ συχνότερα. Καί ἔτσι τό «ποτήρι», δηλαδή τό σῶμα, ἀπ’ ἔξω τό πλένεις καλά. Καί τό φροντίζεις καλά. Ἴσως τοῦ βάζεις καί ἀρώματα.

Ἀπό μέσα πῶς τό πλένεις ἀδελφέ μου τό «ποτήρι» σου;

Κάθε πόσο κάνεις ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ σου νά δεῖς «πῶς πηγαίνω»;

Κάθε πόσο ἐξομολογεῖσαι καί κοινωνεῖς, γιά νά καθαρίσει τό «ποτήρι» ἀπό μέσα; Πῶς θά μιμηθοῦμε τόν ἅγιο Νικόδημο καί τόν ἅγιο Ἰωσήφ, πού πῆγαν νά προφυλάξουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν βεβήλωση;

Αὐτό τό σκεῦος, τό ὁποῖο σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός, σῶμα καί ψυχή, πῶς θά τό προφυλάξεις ἐσύ ἀπό βεβήλωση; Καί ἀπό τό νά πεταχτεῖ στή γέεννα τοῦ πυρός;

Ἕνας ἀπό τούς πιό μορφωμένους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι. Ρῶσος συγγραφέας, τοῦ περασμένου αἰῶνος. Καί πολύ καλός χριστιανός. Γράφει: «Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὅσο βαθειά καί ἄν ἔχει πέσει, ἔχει τήν ἀξίωση νά σέβονται τήν τιμή του καί τήν ὑπόληψή του καί τήν προσωπικότητά του οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι».

Ὅταν ἔχεις τήν ἀξίωση νά σέβονται τήν τιμή σου καί τήν ὑπόληψή σου καί τήν προσωπικότητά σου οἱ ἄλλοι, ἀλλά δέν τήν σέβεσαι ἐσύ, φροντίζοντας νά καθαρίζεις τό «ποτήρι» τοῦ ἑαυτοῦ σου ἀπό μέσα, ἀλλά τό ἀφήνεις βρώμικο ἀπό μέσα, καθαρό ἀπ’ ἔξω, δέν φορᾶς μάσκα; Καί ἅμα εἶσαι, ἔτσι ἐσύ πρῶτος δέν σέβεσαι τόν ἑαυτό σου. Γιατί ἔχεις ἀξίωση νά σέ σέβονται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι;

Εἶναι πολύ ἁπλό νά τό καταλάβομε πόσο τραγική εἶναι ἡ θέση ἐκείνων πού δέν φροντίζουν γιά τόν ἔσω ἄνθρωπο, γιά τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους, γιά τήν καλωσύνη, γιά τήν εὐαρέστηση εἰς τόν Θεό. Γι’ αὐτό ὀφείλομε νά προσέχομε τά λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό φῶς μας, ὁ σωτήρας μας, ὁ λυτρωτής μας, ὁ εὐεργέτης μας. Πού εἶπε: «Μή πλένετε τό ποτήρι καί τό πιάτο ἀπ’ ἔξω. Ἀπό μέσα νά τά πλένετε». Καί ὅταν φύγει ἡ μάσκα καί τό ποτήρι πλυθεῖ ἀπό μέσα θά εἶναι καί ἀπ’ ἔξω γιά πάντα ἐντελῶς καθαρό. Ἀμήν.

 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)

ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του στό Ριζοβούνι στίς 21/4/1991