Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μην κρίνουμε κανένα

Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμμωνά και είπε: «Θα προκόψεις στον φόβο του Θεού». Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και κτύπησέ την». Και το έκανε.

Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι» απάντησε εκείνος. «Και συ -του είπε ο αββάς Αντώνιος- πρόκειται να φθάσεις σ’ αυτό το μέτρο» όπως και έγινε. Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ, ώστε από πολύ αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής: Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ την». Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και παρήγγειλε να της δώσουν δύο σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το έκανες αυτό; Βάλε της κανόνα». Κι εκείνος είπε : «Αδελφοί, βλέπετε ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τι μπορώ εγώ να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει άνθρωπο.

Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Κατέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελλί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ». Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.

Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς, τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για να απομακρύνουν τον νου από τις αμαρτίες μας και από τον Θεό».

Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’ αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου -απαντά ο Γέροντας- που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν.

Μέγα Γεροντικό