Άγιος Βασίλειος ο Μέγας ο Καππαδόκης

st-basil-the-greatΟ Μέγας Βασίλειος είναι τόσο γνωστός όσο λίγοι Άγιοι της Εκκλησίας μας, αλλά και τόσο παρεξηγημένος όσο ελάχιστοι. Ενώ ήταν ένας ασκητής Επίσκοπος, ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία μόλις 49 ετών, τον παρουσιάζουν σαν ασπρομάλλη γέροντα, καλοζωϊσμένο, ντυμένο με τα κόκκινα και άσπρα χρώματα μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας. Ο άγιος Βασίλειος είναι ένας από τους μεγαλύτερους αστέρες του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας, που έλαμψε τον 4ο αιώνα μ. Χ. και εξακολουθεί να λάμπει, να φωτίζει και να μιλά στις καρδιές όλων εκείνων που ζητούν τις πρεσβείες του και μελετούν τα συγγράμματά του.

 

Ο πραγματικός Αη Βασίλης

Πώς ήταν; Ας δούμε τι μας λένε οι αρχαίοι συγγραφείς μας. Ήταν πολύ ψηλός και πολύ αδύνατος, είχε σκούρο δέρμα και χλωμό, είχε επίσης κοντά μαλλιά και μακριά μαύρα γενιά που πέρα διέκρινες λευκές τρίχες, είχε μακριά μύτη και τα φρύδια του ήταν τοξοειδή, τα μάτια του ήταν σκούρα και η ματιά του βαθειά και ερευνητική, το μέτωπό του ήταν μεγάλο και ήταν μονίμως ζαρωμένο έμοιαζε δηλαδή με άνθρωπο που συνεχώς σκεπτόταν, είχε προβλήματα με την υγεία του και υπέφερε από το πραγματικά ανυπόφορο κρύο και γενικά βαρύ χειμώνα της Καππαδοκίας. Ας δούμε όμως πότε και που έζησε και ποιά ήταν η οικογένειά του.

Ο Μέγας ανάμεσα στους Αγίους Βασίλειος, γεννήθηκε περί το 329 μ.Χ. στην Νεοκαισάρεια του Πόντου. Η οικογένεια του ήταν στ’ αλήθεια μια οικογένεια Αγίων, είχε παππού μάρτυρα, τα αδέλφια του Γρηγόριος ήταν επίσκοπος Νύσσης και Πέτρος επίσκοπος Σεβαστείας και ο ίδιος επίσκοπος Καισαρείας, οι αδελφές του ήταν όλες αφιερωμένες στον Θεό, με πρώτη την αγία και σοφή Μακρίνα, που ήταν αυτή που επηρέασε τον άγιο να στραφεί στην χριστιανική πίστη. Ο Ναυκράτιος ένας άλλος αδελφός του ασκήτευε στην έρημο του Πόντου και πέθανε μόλις 27 χρόνων. Τον πατέρα του τον έλεγαν και αυτόν Βασίλειο και ήταν ρήτορας, δηλαδή δικηγόρος, ενώ τη μητέρα του την έλεγαν Εμμέλεια και ήταν πολύ σοφή και αγία γυναίκα. Η οικογένεια του Αγίου Βασιλείου είχε 11 παιδιά (5 αγόρια – 6 κορίτσια) και όλοι διακρίθηκαν στου Χριστού την πίστη.

 

Σπουδές και διακονία στην Εκκλησία

Ο μικρός Βασίλειος έμαθε τα χριστιανικά γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του τον Βασίλειο, αλλά ζήτησε να σπουδάσει και την αρχαία ελληνική παιδεία. Έτσι ο Άγιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, διότι εκεί ήταν τότε πολλοί σοφοί, αλλά κάτι περισσότερο αναζητώντας ο Βασίλειος, έφτασε τελικά στην Αθήνα, όπου βρίσκονταν οι κορυφαίοι. Τότε μάλιστα σπούδαζαν στην Αθήνα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιουλιανός ο παραβάτης, ο σοφιστής Λιβάνιος και άλλοι. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Υπόδειγμα αρετής εκεί ο Βασίλειος, όσο έμεινε, περνώντας με σωφροσύνη και εγκράτεια τόση, ώστε και αυτός ο σπουδαίος δάσκαλός στην αρχαία φιλοσοφία, ο Εύβουλος, λέγεται ότι έγινε μαζί του Χριστιανός! Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.

Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356 μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους. Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην ορθόδοξη πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία.

Στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε Διάκονος από τον εκεί Πατριάρχη. Στην πατρίδα του την Καισαρεία χειροτονήθηκε Ιερέας το 364 μ.Χ. και όταν εκοιμήθη ο Μητροπολίτης Ευσέβιος, συνάχθηκαν οι επίσκοποι της επαρχίας και χειροτόνησαν τον Άγιο Βασίλειο Αρχιερέα και ποιμένα τους! Ήταν το 370 μ.Χ., ο Βασίλειος βρισκόταν σε ηλικία 41 ετών.

Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού). Σττην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών. Από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών , καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.

Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.

 

Το έργο του

Ας δούμε όμως γιατί ο Αγιος Βασίλειος έμεινε ως Μέγας στην ιστορία. Πρώτα πρώτα μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του. Από πολύ νέος γύμναζε τον εαυτό του στο πνεύμα και τον έβαζε σε σκληραγωγίες, και όπως λένε, άλλο δρόμο δεν γνώριζε εκτός αυτόν που οδηγούσε στο πανεπιστήμιο και στην εκκλησία. Σε μεγάλες επιδημίες που ταλαιπωρούσαν τον λαό αυτός ήταν παρών και βοηθούσε σωματικά και ψυχικά διδάσκοντας την πίστη του Χριστού. Ο Αγιος Βασίλειος ήταν πολύ αυστηρός με αυτούς που ξέφευγαν από την σωστή πίστη, έλεγε και έγραφε την αλήθεια θαρραλέα και μάλιστα δεν δίστασε να ελέγξει ακόμη και αυτοκράτορες. Με το κύρος που τον διέκρινε αγωνίσθηκε με σθένος εναντίον των αιρέσεων και συνέβαλε τα μέγιστα στο να διαφυλαχθή ανόθευτη η πίστη και αναλλοίωτη η μέθοδος θεραπείας και ο τρόπος σωτηρίας του ανθρώπου.

Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων θαυμάσιων και θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας Λειτουργίας του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, τη Μεγ. Πέμπτη και το Μέγ. Σάββατο.

Ο Άγιος έγραψε πολλά για την καθοδήγηση των χριστιανών, ίδρυσε μοναστήρια, όπου αρκετοί μαθητές του αφιερώθηκαν στον Θεό. Είναι δε γνωστός στους πολλούς κυρίως για την κοινωνική του δράση, η οποία όμως αποτελεί καρπό της νηπτικής του ζωής.

Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Ίδρυσε και καθιέρωσε τη διανομή αγαθών -τρόφιμα ρούχα, χρήματα και κάθε είδους βοήθεια σε φτωχές οικογένειες άπορους κ.λπ. Το πιο σπουδαίο του έργο ήταν η οργάνωση της ελεημοσύνης και φιλανθρωπίας στην επαρχία του, έφτιαξε κοντά στην Καισάρεια μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ξενοδοχεία, ορφανοτροφεία κ.α. Η πόλη αυτή ονομάσθηκε «Βασιλειάδα». Φανταστείτε τι ανακούφιση θα ένιωθαν τότε οι φτωχοί, τα ορφανά, οι γέροι, οι ταξιδιώτες, η Καισάρεια είχε γίνει μια μεγάλη οικογένεια με πατέρα τον Αγιο Βασίλειο τον επίσκοπό της. Η “Βασιλειάδα”, που αποτελεί, δια μέσου των αιώνων, πρότυπο έργο ανθρωπιάς και κοινωνικής προσφοράς, είναι δημιούργημα της γλυκύτατης καρδιάς του, της πεπληρωμένης από την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, καρπός του οποίου είναι η αγάπη. Η ανιδιοτελής αγάπη, που τον “εξανάγκαζε” να φθάνη μέχρι το σημείο να περιθάλπη και τους λεπρούς, μάλιστα δε να τους περιποιείται ο ίδιος προσωπικά και το πιο παράδοξο, να ασπάζεται και τις πληγές τους με την ίδια ευλάβεια που ασπαζόταν την εικόνα του Χριστού και των Αγίων. Για να κατανοηθή το μέγεθος της αγάπης και της θυσίας του πρέπει να σημειωθή ότι η λέπρα την εποχή εκείνη ήταν ανίατη και μεταδοτική ασθένεια και ότι οι λεπροί ζούσαν μακριά από τις πόλεις, διωγμένοι και απομονωμένοι χωρίς την φροντίδα κανενός. Τον αγαπούσαν τόσο πολύ που στην κηδεία του σημειώθηκαν λιποθυμίες!

 

Η θεολογική προσφορά του

Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Χριστιανισμού, με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδος ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται υπό του Πατρός.

Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο “είναι” οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.

Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά τον Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.

Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στον Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης έθεσε την πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.

Το συγγραφικό έργο του

Τα έργα του κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες:

Δογματικά συγγράμματα.

α) “Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου”. Αποτελείται από τρία βιβλία και καταφέρεται ενάντια του αρχηγού των Ανομοίων Ευνομίου.

β) “Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος”. Επιστολική πραγματεία προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.

Ασκητικά συγγράμματα.

α) “Τα Ηθικά”. Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.

β) “Όροι κατά πλάτος”. Περιέχει 55 κεφάλαια με θέμα γενικές αρχές του μοναχισμού.

γ) “Όροι κατ’ επιτομήν”. Περιέχει 313 κεφάλαια που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών.

δ) “Περί πίστεως”.

ε) “Περί κρίματος”.

στ) “Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας”. Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.

Ομιλίες.

Ορισμένες από τις ομιλίες του είναι:

α) “Εις την Εξαήμερον”. Συλλογή 9 ομιλιών με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.

β) “Εις του Ψαλμούς”. Συλλογή 18 ομιλιών με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.

γ) “Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός”.

δ) “Περί πίστεως”.

ε) “Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων”.

στ) “Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων”. Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφύρωσης μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.

ζ) “Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα”.

η) “Εις το πρόσεχε σεαυτώ”.

θ) “Προς Πλουτούντας”.

ι) “Εν λιμώ και αυχμώ”.

ια) “Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας”.

Επιστολές.

Σώζονται 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα έως και το θάνατό του.

 

Η κοίμησή του

Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου.

Από το 1081 μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.

Ο Άγιος στα 48 χρόνια που έζησε, έκαμε τόσα πολλά για τους ανθρώπους που η ιστορία τον ονόμασε ΜΕΓΑ όσο ακόμα ζούσε. Αυτός ήταν ο Αη Βασίλης από την Καισαρεία που πάντα θα ζει μέσα στις καρδιές μας και θα μας θυμίζει με το έργο του ότι πρέπει να είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποι μικροί και μεγάλοι αγαπημένοι.

 

Το έθιμο της βασιλόπιτας

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς του Βυζαντίου που ήταν συμμαθητής του Αγίου Βασιλείου και τον έλεγαν Ιουλιανό. Ο Ιουλιανός αγαπούσε την φιλοσοφία και τους ψεύτικους θεούς και μισούσε τον Χριστιανισμό, ο Αγιος Βασίλειος δεν του χαρίσθηκε γι αυτό και ο Βασιλιάς ζητούσε αφορμή να τον ταπεινώσει. Οταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισαρεία. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινουπολη. Ετσι, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας χρυσαφικά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες, έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Αγιος Βασίλης έδωσε εντολή και από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της Βασιλειάδος , και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.

 

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.

Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

 

Μεγαλυνάριον.

Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.