22 Ioυλίου 1943

antistasiΤην παραμονή της μεγάλης μέρας κατά το βράδυ, αφού τελείωσαν ό,τι τους είχε οριστεί να κάνουν απ’ την ομάδα τους, είπαν να ξεκουραστούν λίγο.
«Ας πάμε στα δέντρα», είπε το κορίτσι. «Να πάρουμε λίγη δροσιά.»
Πήγαν στο πάρκο και κάθισαν σ’ έναν πάγκο. Τ’ άστρα πια είχαν βγει. Ήταν καθαρή νύχτα. Ήταν οι δυο τους εκεί μονάχοι. Κάμποση ώρα μείνανε σιωπηλοί.
«Μήπως… μήπως φοβάσαι τίποτα;» τη ρώτησε μια στιγμή. Του έπιασε το χέρι και τον έσφιξε.
«Όχι», είπε, και η φωνή της ήταν σταθερή και βέβαιη. «Δε φοβάμαι.» Έπειτ’ από λίγο. «Οι Γερμανοί θα χτυπήσουν σκληρά αύριο. Να ‘σαι σίγουρη», λέει το αγόρι.
«Είμαι σίγουρη.»
Πέρασε πάλι λίγη ώρα. «Θα ‘ρθουν και για μας καλές μέρες», είπε το αγόρι συγκινημένο. «Τότε θα μπορούμε να νοιαστούμε και για την ευτυχία μας, τη δική σου και τη δική μου…».
Μίλησαν τότε για τα όνειρά τους και για το μέλλον. Είχαν γνωριστεί πριν από λίγους μήνες, σε ώρα κρίσιμη, όταν είχαν βρεθεί πλάι – πλάι σε μια διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας. Εκείνη βάδιζε κορυφαία, τα μαύρα μαλλιά της ανεμίζονταν στον αγέρα, ανεμίζονταν κι οι δίπλες της σημαίας που κρατούσε στα χέρια της. Όταν από ένα ψηλό παράθυρο φάνηκε η σιδερένια κάννη του περιστρόφου που ένας Γερμανός σκόπευε ίσια στο στόχο: τη σημαιοφόρο με τα ανεμισμένα μαλλιά. Πρόφταξε και την τράβηξε πίσω μια ελάχιστη στιγμή πριν ακουστεί ο κρότος του πυροβολισμού. Η διαδήλωση χύθηκε σε μια πάροδο και τράβηξε προς το σκοπό της απ’ άλλο δρόμο, πάντα με κορυφαία την Ελληνίδα με τ’ ανεμισμένα μαλλιά.
Έτσι γνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε χημεία, κι εκείνος σπούδαζε στο Πολυτεχνείο. Φκιάνανε όνειρα, για το μέλλον. Όταν η ειρήνη θα ερχόταν πάλι στους τυραννισμένους ανθρώπους, όταν τη γυμνή γη του τόπου μας δε θα την πατούσε πόδι δυνάστη, όταν οι άνθρωποι θα είχαν πάλι δικαίωμα στη λευτεριά, τότε κι αυτοί, έχοντας κάνει το χρέος τους προς την πατρίδα τους, θα κάνανε το ταξίδι για την ατομική τους ευτυχία. Θα ήταν ωραία! Θα είχαν πάρει τότε το πτυχίο τους και θα μπορούσαν να παντρευτούν. Θα κάνανε ένα αγόρι που θα είχε τα μαύρα μαλλιά της μητέρας του. Θα το μαθαίνανε από μικρό ν’ αγαπά με πάθος την αξία του ανθρώπου και την αξία της λευτεριάς, αν ήταν ανάγκη θα το μαθαίνανε ακόμη να μισεί ό,τι θα ήταν ανάγκη να μισήσει. Γιατί θέλανε απ’ το παιδί αυτό να βγει ένας σωστός άντρας που να μπορούσε σε μια ώρα κρίσιμη να πει όχι, όταν θα έπρεπε να το πει. Όχι πια τυραννία του ανθρώπου, όχι αίμα χυμένο σπάταλα στους πολέμους, όχι πια άδικο που γέμισε και πλημμύρισε τη γη, όχι συλλογισμένα παιδάκια που γέρασαν πριν από την ώρα τους και λυπημένα κοιτάζουν τ’ άστρα.
Ναι, έτσι θα ήταν το αγόρι τους. Ένας σωστός άντρας. Της πήρε και της χάιδεψε πάλι το χέρι.
«Θα ‘ρθουν… Δεν μπορεί… Θα ‘ρθουν σύντομα οι καλές μέρες», της είπε.
Κι εκείνη τότε κάτου απ’ τ’ άστρα έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο, σα να ήθελε να τον σφραγίσει με τα χείλια της το μεγάλο λόγο: «Θα ‘ρθουν».

***

Στέναζε ο λαός των Ελλήνων απ’ την αβάσταχτη δουλεία των Ιταλών και των Γερμανών. Τα λεφούσια τους είχαν ξεχυθεί στη φτωχή γη του τόπου, ρήμαξαν, έκαψαν τις καλύβες των χωριών, σκότωσαν γυναίκες και παιδιά και γερόντους. Ύστερα ήρθε ο λιμός. Τα λεφούσια των δυναστών πήραν τον ελάχιστο καρπό της γης, πήραν το μαύρο ψωμί απ’ το στόμα των παιδιών και των μητέρων και ο λιμός ήρθε. Στις πολιτείες και στα χωριά οι άνθρωποι πέφτανε καταγής και πέθαιναν, τα μωρά πέθαιναν πάνω στο βυζί των μανάδων τους που είχε στερέψει, και τα ματάκια τους που έπρεπε να ονειρεύονται αγγέλους έκλειναν σιγά – σιγά, άσπρα, με παράπονα. Ωστόσο ο λαός δε γονάτιζε. Μάζευε τις λίγες δυνάμεις που του έμεναν, έβγαινε στους δρόμους και φώναζε.
Έτσι, ήρθε το μήνυμα πιο ψηλά, στα βορινά μέρη της Ελλάδας, νέος καταχτητής πατούσε τη γη. Οι Βούλγαροι σφάζανε, ρημάζανε. Ο πεινασμένος λαός έσφιξε τα δόντια του και είπε να βγει πάλι στους δρόμους και να φωνάξει για λευτεριά και για δικαιοσύνη.

***

Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ’ ανάψει.
Κι η σπίθα ανάβει.
Απ’ το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ’ ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ένα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Ύμνο στην Ελευθερία.
Την ίδια στιγμή ακούγονται απ’ την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.
Όλα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν.
«Όχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!».
Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν’ ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και  παιδιά.
«Όχι πια άλλο! Όχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!»
Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Ύμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του.
Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Ύμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Όχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο…

***

Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ’ την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία. Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ’ στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα.
Όλα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ’ τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ’ τις σπαραγμένες σάρκες του.
Με θολά τα μάτια την πήρε το αγόρι, ο φίλος της, στα χέρια του και τη σήκωσε. Ένας άλλος φοιτητής σήκωσε τη ματωμένη σημαία. Κι απ’ τη βαθιά σιωπή που είχε ξαπλωθεί με το δέος του θανάτου, σηκώθηκε άγρια σα σίφουνας η φοβερή κραυγή του πλήθους που καταριόταν τους φονιάδες και φώναζε για εκδίκηση και λευτεριά.

***

Έκανε όνειρα για το μέλλον… Κοιμήσου, μικρή Ελληνίδα. Τα όνειρα θα ‘ρθουν. Δε θα ‘ρθουν πια για σένα. Αλλά θα ‘ρθουν για τα άλλα τα κορίτσια και τα αγόρια του τόπου σου, για τα κορίτσια και τα αγόρια του κόσμου. Κι αυτά θα σε θυμούνται και θα σ’ ευλογούν, επειδή με το αίμα σου άγιασες τα όνειρά τους.

 

του Ηλία Βενέζη