Ἦχος γ’
Τὴν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου, καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου, ὁ Γαβριὴλ καταπλαγείς, ἐβόα σοι Θεοτόκε· Ποῖόν σοι ἐγκώμιον, προσαγάγω ἐπάξιον, τὶ δὲ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη.
Θεοτόκε, ο (αρχάγγελος) Γαβριήλ, επειδή έμεινε έκπληκτος από την ωραιότητα της παρθενίας Σου, κι από την υπερβολική λάμψη της αγνότητάς Σου, Σου φώναξε δυνατά:
“Ποιον ύμνο αντάξιο να Σού προσφέρω; Πώς να Σε ονομάσω; Βρίσκομαι σε αμηχανία και μένω εκστατικός μπροστά Σου. Γι’ αυτό Σού φωνάζω, όπως με διέταξε ο Θεός:
Χαίρε Συ, που έχεις όλες τις Χάρες”