Το μεγάλο θαύμα της Αναστάσεως

9525ce2Χαίρετε! Ο Χριστός αναστήθηκε. Κανένας ας μην κλαίγη. Κανένας ας μη χάση την ελπίδα του. Γιατί μαζί Του όλοι αναστηθήκαμε.

Ο ίδιος μας φωνάζει «Χαίρετε!», όπως το έκραξε στις Μυροφόρες με την αθάνατη φωνή του. Εκείνος σκούπισε τα δάκρυα της απελπισίας από τα μάτια εκείνων, που πιστεύουνε στην ανάστασή του. Μα για να πιστέψη κανένας στην Ανάσταση του Χριστού, είναι ανάγκη να αναστηθή μαζί Του. Όποιος πιστεύει στην Ανάσταση του Κυρίου, ναι, αναστήνεται ο ίδιος, νοιώθοντας ν’ αντιλαλή ο ναός της ψυχής του από την ελπιδοφόρα φωνή του Χριστού που φωνάζει «Χαίρετε!».

Σήμερα, η ελπίδα της αθανασίας γεμίζει τη ψυχή μας από χαρά, από χαρά αληθινή. Για τούτο κράζει δακρυσμένος ο υμνωδός, ακούγοντας τη χαροποιά φωνή του Κυρίου που βγήκε από τον τάφο σαν τον λαμπερό τον ήλιο: «Ω θείας, ω φίλης, ω γλυκυτάτης Σου φωνής!».

Εκ νεκρών ανάστασις! Για πρώτη φορά ακούστηκε στον κόσμο αυτός ο παράδοξος και παράλογος λόγος. Ο σκοτεινός τάφος να γίνει πηγή αθανασίας! Οι ίδιοι οι μαθητές του Χριστού δεν πιστέψανε στις μυροφόρες που τρέξανε λαχανιασμένες και τους είπανε «Ανέστη ο Κύριος!»

Από τον αιώνα, το στόμα του ανθρώπου, που είπε όλα τα λόγια, τέτοιον λόγο δεν είχε πει, πως αναστήθηκε μόνος του ένας νεκρός!

Πώς μπορούσανε λοιπόν οι απόστολοι να πιστέψουνε τ’ απίστευτο αυτό πράγμα;

Και μ’ όλα ταύτα, ο Χριστός τους είπε πει πολλές φορές πριν να σταυρωθή, πώς θα νικήση τον θάνατο και θα βγη ολοζώντανος από το μνήμα, πιο ζωντανός απ’ ό,τι ήτανε με το σώμα, εν αφθαρσία.

Ύστερα από τη Μεταμόρφωση, εκεί που κατεβαίνανε από το βουνό, γράφει ο Ματθαίος πώς είπε στους τρεις μαθητάδες του πού τον είδανε να μεταμορφώνεται: «Σε κανέναν να μην πήτε το όραμα ως που να αναστηθή από τους νεκρούς ο υιός του ανθρώπου».

Και σε άλλο μέρος γράφει ο Ματθαίος πώς είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους που του ζητούσανε να τους κάνη κανένα θαύμα: «Η γενεά η πονηρή και άπιστη ζητά να δη θαύμα, μα δε θα της φανερωθή άλλο θαύμα, από το θαύμα του Ιωνά του προφήτη. Γιατί, όπως ο Ιωνάς ήτανε μέσα στην κοιλιά του θεριόψαρου τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι θα είναι κι’ ο υιός του ανθρώπου στην καρδιά της γης τρεις μέρες και τρεις νύχτες».

Και πάλι, ο ίδιος ο Ματθαίος γράφει παρακάτω, πώς τον καιρό που ανεβαίνανε στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσουνε το Πάσχα, πήρε τους δώδεκα μαθητές του παράμερα (κατ’ ιδίαν), για να μην τον ακούση κανένας άλλος, και τους είπε: «Να αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, κι’ ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουνε σε θάνατο, και θα τον παραδώσουνε στους εθνικούς να τον εμπαίξουνε και να τον δείρουνε και να τον σταυρώσουνε, και την Τρίτη μέρα θ’ αναστηθή».

Τα ίδια λέγει ο Μάρκος, και μάλιστα γράφει πως σαν ακούσανε οι μαθητές από το στόμα του Χριστού αυτά τα παράξενα λόγια, πώς δηλαδή θ’ αναστηθή, πιάσανε και συζητούσανε τι είναι αυτή η ανάσταση από τους νεκρούς, «τι έστι το εκ νεκρών αναστήναι».

Και παρακάτω ο Μάρκος γράφει πάλι πως είπε στους μαθητές του ο Κύριος τα ίδια λόγια, για τα πάθος και την ανάστασή του και πώς δεν καταλάβανε τι ήθελε να πη, και φοβόντανε να τον ρωτήσουνε. «Οι δε ηγνόουν το ρήμα, και εφοβούντο αυτόν επερωτήσαι».

Κι’ ο ευαγγελιστής Λουκάς, κ’ εκείνος τα ίδια γράφει, και πώς οι μαθητές δεν καταλάβανε τα λόγια του Χριστού, «και αυτοί ουδέν τούτων συνήκαν, και ην το ρήμα τούτο κεκρυμμένον απ’ αυτών, και ουκ εγίνωσκον τα λεγόμενα».

Ύστερα λοιπόν από τόσες φορές που είπε ο Κύριος στους μαθητές του πώς θ’ αναστηθή, εκείνα τα λόγια του δεν μπορέσαν ένα τρυπήσουνε την άπιστη σάρκα και να πάνε στην καρδιά τους. Αφού ο ίδιος ο Ιωάννης, ο αγαπημένος του κι’ ο πιο πνευματικός από τους μαθητές του, ύστερ’ από τόσα που άκουσε από τον δάσκαλό του για την ανάσταση, δεν πίστευε πως αναστήθηκε. Το γράφει ο ίδιος, λέγοντας πώς σαν έτρεξε μαζί με τον Πέτρο να πάνε στο μνήμα, και μπήκε μέσα πρώτα ο Πέτρος, κι’ ύστερα ο ίδιος ο Ιωάννης, είδε τα σάβανα, και πίστεψε. «Γιατί λέγει, δεν είχανε μάθει ποτέ τους, πως οι προφητείες λέγανε πως πρέπει ν’ αναστηθή ο Χριστός από τους νεκρούς». «Ουδέπω γρα ήδεισαν την γραφήν ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστήναι».

 

 ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 107-112)