Ορθοδοξία και ευρωπαϊκή ενοποίηση

euΗ Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί μια μη εκκοσμικευμένη θεώρηση της χριστιανικής παραδόσεως. Αυτή είναι πολύτιμη όχι μόνο για την Ανατολή, αλλά και για τη Δύση, όπου η εκκοσμίκευση συνυφάνθηκε με τη θεολογική και την εκκλησιαστική παράδοση. Στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί να βρει η Δύση τη γνήσια εκκλησιαστική παράδοση και την αυθεντική θεολογία.
Η οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας έγκειται πρωτίστως στην καταλληλότητά της να υπενθυμίσει στο χριστιανικό κόσμο την κοινή πνευματική κληρονομιά του. Όπου υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτή, η σπουδαιότητα της παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγνωρίζεται εύκολα. Η έλλειψη όμως του ενδιαφέροντος αυτού δημιουργεί εμπλοκές. Και συνήθως ούτε οι Ορθόδοξοι ενδιαφέρονται να προβάλουν την παράδοσή τους ούτε οι μη Ορθόδοξοι να τη γνωρίσουν.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως άλλωστε από γενικότερη άποψη και ολόκληρος ο κόσμος, είναι κρίσιμη. Με τα δεδομένα πού υπάρχουν για την Ορθόδοξη Εκκλησία, και ιδιαίτερα για την Ελλαδική, οι εναλλακτικές δυνατότητες πού προσφέρονται είναι δύο:
α) να προσαρμοστεί στην εκκοσμίκευση, οπότε συνδέεται ευκολότερα με τον εκκοσμικευμένο χριστιανικό κόσμο της Ευρώπης αλλά και ευρύτερα της Δύσεως.
β) Να μείνει σταθερή στην παράδοσή της, οπότε διατρέχει τον κίνδυνο να παραμείνει μόνη στη χριστιανική Ευρώπη, αλλά και ξένη προς το δυτικό χριστιανικό κόσμο.
Η πρώτη δυνατότητα προωθείται κυρίως πρακτικά με την τακτική που ακολουθούν συνήθως οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι. Αυτοί εγκωμιάζουν την Ορθοδοξία και την παρουσιάζουν ως ανεκτίμητο θρησκευτικό και πολιτιστικό θησαυρό. Στην πράξη όμως την εντάσσουν στους δικούς τους στόχους και προωθούν την προσαρμογή της προς τα δυτικά πρότυπα. Ενόψει μάλιστα του ενδεχομένου να δημιουργηθεί μία χριστιανική Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, που θα συνιστούσε φραγμό και στις επεκτατικές διαθέσεις του μουσουλμανικού κόσμου, θεωρούν τις οποιεσδήποτε παραχωρήσεις από την πλευρά της Ορθοδοξίας όχι μόνο θεμιτές, αλλά και απαραίτητες.
Η τακτική αυτή δημιουργεί ασφαλώς σοβαρούς κινδύνους για τη διατήρηση της ταυτότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και διατυπώνονται ζωηρότατες αντιρρήσεις από θρησκευτικούς κυρίως παράγοντες. Οι αντιρρήσεις αυτές κορυφώνονται με τις θέσεις και διαμαρτυρίες ζηλωτικών κύκλων, που χαρακτηρίζουν τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους διαχριστιανικούς διαλόγους ως προδότες της Ορθοδοξίας. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι οι κύκλοι αυτοί δεν είναι θετικά τοποθετημένοι στην πολιτική ένωση της Ελλάδος με την Ευρώπη.
Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που είναι και ο μοναδικός εκπρόσωπος της Ορθοδοξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμφωνεί με την ακολουθούμενη πολιτική. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι υιοθετεί και τη θρησκευτική παράδοση της Ευρώπης. Τα κίνητρα για τη συμφωνία του είναι οικονομικά και πολιτικά. Επειδή όμως αυτά εκφράζουν και το κύριο ενδιαφέρον του, οι θρησκευτικές διαφορές τοποθετούνται σε δεύτερη μοίρα. Εδώ οι αντιδράσεις θα ήταν ίσως εντονότερες, αν υπήρχε καλύτερη ενημέρωση. Είναι, νομίζουμε, φανερό ότι η προσχώρηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην εκκοσμίκευση της Δύσεως δεν θα προσβάλει μόνο την ταυτότητα της Ορθοδοξίας, αλλά θα βλάψει και ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, γιατί θα ματαιώσει το ενδεχόμενο μιας αληθινά οικουμενικής επανατοποθετήσεώς του.
Η δεύτερη δυνατότητα, που προωθείται από τους ευρύτερους κύκλους των πιστών, όπως και από το σύνολο σχεδόν των κληρικών και των μοναχών, έχει ισχυρή θεολογική στήριξη, αλλά μειονεκτεί σε πρακτική απήχηση και εφαρμογή. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες ανθρώπων: τους συντηρητικούς και τους παραδοσιακούς. Οι πρώτοι βλέπουν τη ζωή της Εκκλησίας στατικά και αδιαφορούν για την απήχησή της στο σύγχρονο κόσμο. Το κύριο ενδιαφέρον τους στρέφεται προς την ακρίβεια του γράμματος και όχι προς την αλήθεια του πνεύματος. Οι δεύτεροι βλέπουν τη ζωή της Εκκλησίας δυναμικά και ενδιαφέρονται για τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο. Η κύρια φροντίδα τους συγκεντρώνεται στο περιεχόμενο και όχι στον τύπο της παραδόσεως.
Οι συντηρητικοί αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής στο σύγχρονο κόσμο, έστω και αν αυτή είναι εξωτερική και απαραίτητη για τη διαχρονική διατήρησή της. Περιορίζουν την ορθόδοξη παράδοση στα σχήματα του παρελθόντος και αρνούνται κάθε άνοιγμα προς το παρόν και το μέλλον. Η στάση τους απέναντι στον κόσμο, και κυρίως απέναντι σε μια ενωμένη Ευρώπη είναι αρνητική. Συνήθως βλέπουν στη Δύση το σταθερό εχθρό της Ορθοδοξίας, πράγμα που στηρίζουν όχι μόνο σε πικρές ιστορικές αναμνήσεις, αλλά και σε σύγχρονες εμπειρίες από τη συμπεριφορά των δυτικών προς τους Ορθοδόξους και από τη συνεχιζόμενη προώθηση της Ουνίας.
Οι παραδοσιακοί αποδέχονται τις προσαρμογές που απαιτεί η βίωση και προβολή της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο. Βλέπουν την Ορθόδοξη παράδοση στη διαχρονική της ενότητα και θεωρούν φυσική και απαραίτητη την οργανική ανάπτυξή της. Είναι ανοικτοί προς το παρόν και το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα πιστεύουν στον οικουμενικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας, όπως αυτός παρουσιάζεται και στο Συνοδικόν της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Ορθοδοξία είναι η πίστη που στήριξε την οικουμένη και αποτελεί τη μόνη ελπίδα γι’ αυτήν. Η εκκοσμικευμένη χριστιανική κοινωνία της Δύσεως μπορεί να βρει στην Ορθοδοξία τον πλούτο που έχασε.
Οι παραδοσιακοί, που ευνοούν γενικά το διαχριστιανικό διάλογο επί ίσοις όροις, αισιοδοξούν ότι παρά τη μικρή ποσοστιαία εκπροσώπηση της Ορθοδοξίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί να υπάρξει κάποια γόνιμη επικοινωνία. Ειδικότερα ελπίζουν ότι η Ευρώπη μπορεί να ανακαλύψει στην Ορθοδοξία τις βαθύτερες πνευματικές ρίζες της και να βοηθηθεί σε μια πνευματική αναγέννηση. Οι σχετικές ελπίδες έχουν και συγκεκριμένα ερείσματα όχι μόνο σε κάποιο θεωρητικό ενδιαφέρον πού υπάρχει σήμερα στη Δύση για τη γνωριμία της Ορθοδοξίας, αλλά και σε πρακτικά παραδείγματα προσλήψεως στοιχείων της ορθόδοξης παραδόσεως στην εκκλησιαστική ζωή της Δύσης (συνοδικότητα, σεβασμός εθνικής ιδιαιτερότητας κ.ά.) ή και προσελεύσεων στην Ορθοδοξία. Βέβαια δεν αγνοούν και τους σοβαρούς κινδύνους της αλλοτριώσεως ή της πλήρους αφομοιώσεως των Ορθοδόξων μέσα στη συντριπτική πλειοψηφία των ετεροδόξων Ευρωπαίων. Οι κίνδυνοι όμως αυτοί δεν καταστρέφουν τις ελπίδες τους.
Συχνά γίνεται λόγος για ορθόδοξο και ειδικότερα για ελληνικό αντιδυτικισμό ή ακόμα και αντιευρωπαϊσμό. Το πρώτο είναι οπωσδήποτε σωστό, ενώ το δεύτερο σοβαρά αμφισβητήσιμο. Η κοιτίδα της Ευρώπης δεν μπορεί εύκολα να είναι ούτε να χαρακτηρίζεται αντιευρωπαϊκή. Αν υπάρχει μια αποξένωση των Ελλήνων από την Ευρώπη, αυτή αφορά τη Δυτική Ευρώπη, που από την εποχή του Καρόλου του Μεγάλου άρχισε να διαμορφώνει μια ξεχωριστή ταυτότητα με σαφώς ανθελληνικό χαρακτήρα. Έτσι π.χ. οι φράσεις «πηγαίνω στην Ευρώπη», «αυτά συμβαίνουν στην Ευρώπη», που ακούονται καθημερινά, αναφέρονται πάντοτε σε περιοχές της Δυτικής Ευρώπης. Ποτέ δε λέγονται για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ή πολύ περισσότερο για περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης.
Εκείνο όμως που υπάρχει ευρύτερα, αλλά συνήθως δεν αναφέρεται, είναι ο αντιανατολισμός, και ειδικότερα ο ανθελληνισμός των Δυτικών. Ο ανθελληνισμός αυτός, που είναι πολύ ευρύτερος από τον περιορισμένο σε τελική ανάλυση φιλελληνισμό, παρουσιάζεται σε διάφορα επίπεδα, και οπωσδήποτε στο εκκλησιαστικό και το θεολογικό. Ανάμεσα στις συνοδικές καταδίκες που άρχισαν ήδη από τον 9ο αιώνα και τα πολεμικά θεολογικά συγγράμματα εναντίον των Ελλήνων και της θεολογίας τους από τη μια μεριά (βλ. Ανσέλμου Καντερβουρίας, Contra Graecos, Θωμά Ακινάτη, Contra Graecos, Contra errores Graecorum) και στις νεώτερες προσπάθειες αφελληνισμού του Χριστιανισμού και εξευτελισμού του βυζαντινού πολιτισμού από την άλλη (βλ. Ch. Lebeau, Histoire du Base – Empire, Paris 1757-86, E. Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, London 1776-88), παρεμβάλλεται ένα πλήθος ανθελληνικών ενεργειών, αλλά και ατυχών ιστορικών συγκυριών, που καλλιέργησαν τον ανθελληνισμό στη Δύση.
Ιδιαίτερα η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους (1204), η προσηλυτιστική δραστηριότητα των μισσιοναρίων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο ρόλος των δυτικών δυνάμεων στη Μικρασιατική καταστροφή και την Κυπριακή τραγωδία αποτυπώνουν στο ιστορικό σκηνικό μια σαφώς ανθελληνική στάση της Δυτικής Ευρώπης. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολικό να διαπίστωνε κάποιος εδώ τον απόηχο ενός είδους πνευματικής πατροκτονίας, που πραγματοποιήθηκε για τη θεμελίωση μιας δυτικοευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας.
Χαρακτηριστικά είναι όσα σημειώνει ο αγωνιστής της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις της πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων. Τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα διά να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνη την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους, κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς -κι όποιος τους φάγη από τους τέσσερους» (Απομνημονεύματα 2,3, Αθήνα 1971, σ. 253). Πρόσφατο παράδειγμα ενταφιασμού του Ελληνισμού ως πνευματικού και πολιτιστικού τροφέα της Ευρώπης μπορεί να θεωρηθεί η Ιστορία της Ευρώπης του Ζαν Μπατίστ Ντυροζέλ.
Η πραγματική όμως Ευρώπη δεν έχει τις ρίζες της στο Μεσαίωνα. Το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως σηματοδότησε τη διαμόρφωση μιας λογοκρατικής και στη συνέχεια τεχνοκρατικής Δυτικής Ευρώπης, που έχασε την επικοινωνία με τις βαθύτερες ρίζες της. Η διάσπαση που κυριάρχησε από τότε στο δυτικό χριστιανικό κόσμο με το θεολογικό μονισμό του sola Scriptura, sola Gratia, sola Fides και με την αδυναμία συνθέσεως του κτιστού με το άκτιστο ή του υλικού με το πνευματικό από τη μια μεριά, και με την αντιπαράθεση ατόμου και κοινωνίας, ανθρώπου και κτίσεως από την άλλη, φανερώνει την ανεπάρκεια του βάθρου της δυτικοευρωπαϊκής χριστιανικής παραδόσεως.
Η αρμονική σύνθεση προσώπου και κοινωνίας με την καλλιέργεια του κοινοβιακού πνεύματος και η μεταμόρφωση του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου με την παρουσία της άκτιστης ανακαινιστικής ενέργειας του Θεού, πού ζούσε εξαρχής η Εκκλησία, παρέμειναν ως ιδιαίτερη παράδοση της Ορθοδοξίας. Και η παράδοση αυτή αποκλείστηκε από την παράδοση της Δυτικής Ευρώπης. Η Ορθοδοξία δεν επινόησε κάτι που δεν υπήρχε. Η Δύση όμως λησμόνησε κάτι που υπήρχε και είχε.
Η παρουσία ενός ορθόδοξου λαού 10 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 325 εκατομμυρίων, όπου 220 περίπου εκατομμύρια είναι Ρωμαιοκαθολικοί και οι λοιποί Προτεστάντες, συνεπάγεται την ευκαιρία για μια καλύτερη γνωριμία της Ορθοδοξίας από τους ετερόδοξους λαούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως βέβαια και των λαών αυτών από τους Ορθοδόξους, αλλά πολύ περισσότερο συνεπάγεται τον κίνδυνο μιας πλήρους αφομοιώσεως των Ορθοδόξων με αυτούς.
Βέβαια η Ελλάδα βρίσκεται σε κάποια απόσταση από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και δεν έχει άμεση οδική σύνδεση με αυτές. Μερικές μόνο εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που βρίσκονται διάσπαρτοι σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, έχουν άμεση σχέση με τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Από την άποψη αυτή η παρουσία των Μουσουλμάνων με τα 6 και πλέον εκατομμύρια πιστών και τα 2000 περίπου τζαμιά που διαθέτουν στα σημαντικά αστικά κέντρα της Ευρώπης είναι πολύ εντονότερη. Οπωσδήποτε όμως η παρουσία της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως κανονικού μέλους της συνιστά μια πρόκληση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πληρέστερη συνειδητοποίηση της θρησκευτικής ταυτότητάς της ή σε πλήρη αλλοτρίωση.
Ευρώπη όμως δεν είναι μόνο η Δυτική Ευρώπη. Και ευρωπαϊκός δεν είναι μόνο ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός. Ευρώπη είναι και η Ανατολική Ευρώπη. Και ευρωπαϊκή είναι η Ορθοδοξία: η Ελληνική Ορθοδοξία, η Ρωσική, η Ρουμανική, η Βουλγαρική, η Σερβική. Οι νεώτερες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο με την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και τη μετατόπιση του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος από τα στενά όρια της Δυτικής Ευρώπης προς ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο ανοίγουν και για την Ορθοδοξία νέες προοπτικές. Η προσέγγιση των δυτικοευρωπαϊκών χωρών με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα με τη Ρωσία, φέρνει στο προσκήνιο καινούργιους θρησκευτικούς συσχετισμούς, μέσα στους οποίους η παρουσία της Ορθοδοξίας αποκτά ευρύτερες διαστάσεις.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η ένωση της Ευρώπης, παρά τις οποιεσδήποτε επιπτώσεις που μπορεί να έχει για τη διατήρηση των Ορθοδόξων και ιδιαιτέρως του ελληνορθόδοξου λαού, δεν παύει να προσφέρει στο Ρωμαιοκαθολικό και Προτεσταντικό πληθυσμό της την ευκαιρία μιας καλύτερης γνωριμίας με την Ορθοδοξία, και ειδικότερα με την ελληνική Ορθοδοξία. Όπως κοινώς αναγνωρίζεται, η κληρονομία της Ελλάδος ανήκει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και η κληρονομία αυτή δεν είναι μόνο η αρχαία ελληνική, αλλά και η ελληνορθόδοξη.
Όπως και η Ελλάδα που εντάσσεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο η κλασική, αλλά και η χριστιανική. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα των σοφιστών και των φιλοσόφων, αλλά και η Ελλάδα των Αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Μια κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση στο επίπεδο αυτό, που αποτελεί και βάθρο της ευρωπαϊκής κληρονομίας, θα μπορούσε να δώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την τρίτη διάστασή της, την πνευματική.
Είναι καιρός να σταματήσει μαζί με τον αντιδυτικισμό της Ανατολής και ο αντιανατολισμός και ανθελληνισμός της Δύσεως. Οι ρίζες της Ευρώπης βρίσκονται στον ελληνοχριστιανικό κόσμο. Και η ορθόδοξη ελληνοχριστιανική παράδοση είναι οικουμενική, επειδή ακριβώς δεν είναι εθνικά ελληνική. Ως εθνικά ελληνική κατανοείται μόνο από τους φανατικούς και μισαλλόδοξους υπερασπιστές της, όχι από αυτούς που τη σέβονται αληθινά και την ακολουθούν. Ο Ελληνισμός, όπως εύστοχα υπογράμμισε ο κορυφαίος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι, «is a standing category of the Christian existence» (Proces – Verbaux du Premier Congres de Theologie Orthodoxe a Athenes, Athenes 1930, σ. 242)
Για να μη κινδυνεύσει λοιπόν εξαρχής να μεταβληθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια μικρή ή μεγάλη αυταπάτη (βλ. A. Minc, La grande illusion, Paris 1989), χρειάζεται ν’ ανασυνδεθεί με τις βαθύτερες πνευματικές ρίζες της. Η ορθόδοξη παράδοση με την ιστορική ευαισθησία, τη διαχρονική ενότητα και τον οικουμενικό χαρακτήρα μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση αυτή.

Γεώργιος Ι. Ματζαρίδης,
Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης