Μεγάλη Εβδομάδα : προσεγγίσεις

ponoiΚυριακὴ τῶν Βαΐων – Οἱ ζητωκραυγές

Εἰκόνα ἐντυπωσιακή. Καθαρὸ πρωινό. Στὴν μεγάλη πόλη ὅλοι ἔχουν βγεῖ νὰ ἀπολαύσουν τὴ λιακάδα τῆς ἄνοιξης. Ἄλλοι ἀμέριμνοι περπατοῦν, ἄλλοι συζητοῦν γιὰ τὰ τρέχοντα καὶ τὰ αἰώνια, μητέρες χαίρονται τὴν ὀμορφιὰ τῆς φύσης, παιδιὰ παίζουν εὐχαριστημένα. Τίποτε δὲν φαίνεται ἱκανὸ νὰ διαταράξει τὴν ἀμεριμνησία τοῦ κόσμου. Ὅμως, σὰν ἀπὸ κάπου μακριά, μὰ καὶ ταυτόχρονα τόσο κοντά, ἀρχίζει νὰ ἀκούγεται μία ὑπόκωφη βοή. Στὴν ἀρχὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τί λέγεται, ὅμως ὅταν οἱ ἦχοι πλησιάζουν, μαζὶ καὶ οἱ πρῶτοι δρομεῖς, τότε τὰ λόγια ἀκούγονται πιὰ ξεκάθαρα.

Εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλιὰς τοῦ κόσμου, ποὺ ἔρχεται στὴν πόλη του θριαμβευτής, καθισμένος ἐπὶ πώλου ὄνου. Τὸν συντροφεύουν οἱ ἐπιτελεῖς του, ἐκεῖνοι οἱ φτωχοὶ καὶ καταφρονεμένοι, ὅλοι ὅσοι ἄκουσαν τὸ «μακάριοι» στὸ Ὄρος, ὅλοι ὅσοι Τὸν ἀκολούθησαν στὴν πορεία τῶν θαυμάτων, ὅλοι ὅσοι μαγεύτηκαν ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν λόγων Του, ὅλοι ὅσοι τὸν εἶδαν νὰ ἀνασταίνει τὸ Λάζαρο. Ἦταν σίγουροι, ὅτι εἶχαν βρεῖ Αὐτὸν ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, Αὐτὸν ποὺ θὰ τοὺς ἔδινε τὴν ἐλευθερία, Αὐτὸν ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ξαναφέρουν τὴ δύναμη τῆς Ζωῆς στὸν Κόσμο.

Καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλης, ποὺ ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ ἀπολάμβαναν τὶς ἀκτίνες τῆς ἄνοιξης, δὲν ἔμεινε ἀσυγκίνητος μπροστὰ στοὺς ἤχους τοῦ «Ὡσαννά», μπροστὰ στὸ θέαμα ἕνας βασιλιὰς νὰ συντροφεύεται ὄχι ἀπὸ πάνοπλους ὑπηρέτες, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ μόνο τοὺς ὅπλο ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, ἀπὸ κόσμο ἀδικίας, ἐπιβολῆς τῶν συμφερόντων τῶν ἰσχυρῶν, ἐκμετάλλευσης, σὲ κόσμο ἀληθινῆς κοινωνίας, ἐλευθερίας ἀπὸ τὶς ἀνάγκες, κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος συμφιλιωμένοι, ξανὰ θὰ πορεύονταν μαζὶ μέχρις ἐσχάτων της γῆς!

Αὐθόρμητη ἡ ζητωκραυγή, αὐθόρμητο τὸ κόψιμο τῶν κλαδιῶν τῶν φοινίκων, ὅπλα πιὰ γίνονταν τὰ βάγια, ὅπλα εἰρήνης, ὅπλα καινούριας ζωῆς, ὅπλα πιὸ ἰσχυρὰ καὶ ἀπὸ τὴ δυνατότερη πολεμικὴ μηχανή, γιατὶ ἦταν ὅπλα τοῦ μέσα ἀνθρώπου, τὰ ὅπλα τῆς δίψας τῆς ἀνθρώπινης φύσης γιὰ τὴν ἀφθαρσία, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ νέο κόσμο, ὅλοι στρώνουν τὰ ἱμάτιά τους, μοιράζονται μὲ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς ὅ,τι πιὸ πολύτιμο ἔχουν, τοῦ προσφέρουν τὴν καρδιά τους!

Δὲν θὰ κρατήσει γιὰ πολὺ αὐτὸ τὸ ἀνοιξιάτικο ὄνειρο. Γρήγορα οἱ ζητωκραυγὲς θὰ γίνουν ἀρές. Γρήγορα οἱ ἄρχοντες τοῦ ἄλλου κόσμου, ἐκείνου ποὺ ἡ προπαγάνδα βαφτίζεται «ἀλήθεια», ἐκείνου ποὺ ἡ δύναμη τοῦ ἰσχυροῦ βαφτίζεται «δικαιοσύνη», ἐκείνου ποὺ ἡ τυραννία βαφτίζεται «φιλελευθερισμός», ἐκείνου ποὺ τὸ χρῆμα βαφτίζεται «ἀνθρώπινο δικαίωμα», ἐκείνου ποὺ τὰ ὅπλα τοῦ πολέμου βαφτίζονται «ἀνθρωπιστικὴ παρέμβαση», θὰ κρίνουν πὼς «συμφέρει ἕναν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἀπολέσαι». Καὶ θὰ τὸ πετύχουν, θὰ ἐπιβάλουν τὴ δική τους τάξη. Καὶ ὅπως θὰ πεῖ ὁ ποιητῆς «Ὅπου ἀκούω γιὰ τάξη, ἀνθρώπινο κρέας μου μυρίζει».

2000 χρόνια τώρα οἱ ἑκάστοτε ἐκφραστὲς τῆς παγκόσμιας τάξης πνίγουν τέτοια ἀνοιξιάτικα πρωινὰ στὴ δική τους δύναμη. Ὅμως, ὅπως τίποτα τελικὰ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει στὸν τάφο τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ζωῆς, ἔτσι καὶ ἡ κάθε νέα τάξη πραγμάτων, πιστὸ ἀντίγραφο κάθε παλαιᾶς, θὰ βρίσκει τὴν ἀνατροπὴ τῆς σ᾿ ἐκείνη τὴν μυριόστομη ζητωκραυγὴ «Ὡσαννά». Γιατὶ ἡ ἀντίσταση καὶ ἡ ἐλπίδα εἶναι ἐσωτερικὴ ὑπόθεση τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Ὅσων ἐπιμένουν νὰ ἀντιστέκονται. Κι εἶναι πολλοὶ αὐτοί! Καὶ θὰ κρατοῦν πάντοτε. Γιατὶ τὰ βάγια καὶ ἡ ἄνοιξη, ὅσο κι ἂν ἀργοῦν, πάντοτε θὰ ἔρχονται. Ἀρκεῖ ἡ κάθε τάξη, νὰ μὴν μπορέσει νὰ διαλύσει τὸ μέσα μας. Ἡ ἐπιλογὴ δική μας!

Μεγάλη Δευτέρα – Ὁ Νυμφίος

Ὁ ἔρωτας εἶναι τὸ σῆμα κατατεθὲν τῆς ἐποχῆς μας. Ὅπου κι ἂν σταθεῖ κανείς, ὅπου κι ἂν βρεθεῖ, γι᾿ αὐτὸν θ᾿ ἀκούσει νὰ μιλᾶνε. Τραγούδια, ταινίες, θέατρο, λογοτεχνία, διαφημίσεις, μικροί, μεγάλοι, ζωγραφικὴ καὶ μαγειρική, τὸν ἔρωτα ὑμνοῦν, τὰ πάθη τοῦ ἔρωτα περιγράφουν, τὴν μυστηριώδη δύναμη ποὺ ἕλκει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κάνει νὰ μὴν μποροῦν νὰ ζήσουν ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλο. Τόσο ποὺ νὰ ἀναρωτιέται κανείς, ἂν ὄντως ἡ ὕπαρξή μας δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ σταθεῖ, νὰ ζήσει. Γιατὶ ὁ ἔρωτας προβάλλεται ὡς ὁ μοναδικὸς τρόπος ζωῆς.

Ὁ ἄλλος εἶναι ἐκεῖνο τὸ ἰδιαίτερο στοιχεῖο ποὺ λείπει, τὸ συμπλήρωμα, τὸ μισό. Καὶ χωρὶς τὸ μισὸ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει ὁλόκληρος καὶ πληρωμένος βιωματικά. Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ μία διαρκῆ ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου, προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὸ κενὸ ποὺ αἰσθάνονται μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αὐτὴ ἡ δίψα γιὰ κοινωνία εἶναι τελικὰ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὑποδηλώνει τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἑτερότητα, μία ἑτερότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ, παρὰ μόνο σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου.

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἄλλου προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὲς τὶς μέρες, πέρα ἀπὸ ὁ,τιδήποτε. Ὁ Νυμφίος Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀλλιώτικος Ἄλλος, ὁ ὁποῖος πλησιάζει ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, στέκεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, κτυπᾶ καὶ περιμένει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε. Περιμένει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ μπεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ τὴν πληρώσει καὶ νὰ μᾶς δώσει ἐκείνη τὴ γνησιότητα καρδιᾶς, αἰσθημάτων καὶ αἰωνιότητας, νὰ μᾶς δώσει τὸ ἔπαθλο τοῦ ἔρωτά του, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴ σωτηρία!

Μακάριος ὅποιος τοῦ ἀνοίξει. Γιατὶ θὰ μάθει ὅτι κοινωνεῖ τὴ ζωή. Καὶ ἡ ζωὴ δὲν κοινωνεῖται μὲ τὰ πάθη, ἀλλὰ μὲ τὸ πάθος, δηλαδὴ μὲ τὴ θυσία γιὰ τὸν ἄλλο. Κι εἶναι ἐκεῖνος ὁ πρῶτος Ἄλλος, ὁ ὁποῖος ὑπέστη τὸ πάθος γιὰ τὴν ξεχωριστὴ ὕπαρξη τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Καὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο. Ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ κοινωνήσεις γνήσια μὲ τὸν ἄλλο, δὲν μπορεῖ ὁ ἄλλος νὰ γίνει τὸ συμπλήρωμά σου, οὔτε ἐσὺ τὸ δικό του, ἂν δὲν ὑποστεῖς τὸ πάθος.

Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴ θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς κακίας. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ συμφέρον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ ὑπερβαίνει τὸ συμφέρον. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν γαστριμαργία τοῦ καταναλωτισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ νηστεία. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ δουλεία στοὺς διαμορφωτὲς τοῦ νοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλευθερία νοῦ καὶ ψυχῆς. Κοινωνία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ λεκιασμένη συνείδηση, ἀλλὰ μὲ μετανοημένη πορεία.

Αὐτὸς ὁ Ἄλλος ἔρχεται ξανὰ καὶ ξανὰ στὴ ζωή μας. Δὲν εἶναι μόνο τὸ Πάσχα. Ξέρει ὅτι ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει καὶ πολλὰ περιθώρια ἀνοίγματος, ἀλλὰ ἐπιμένει. Ἐπιμένει μὲ τὴ φλόγα τοῦ ἐρωτευμένου, ὁ ὁποῖος ὑπερνικᾶ κάθε ἐμπόδιο προκειμένου νὰ φτάσει στὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ. Καὶ ἀφιερώνει «ὄττω ἔραται» τὸ πάθος Του καὶ περιμένει τὴ δική μας δίψα γιὰ γνήσια κοινωνία. Κι ὅπως ὁ ἐρωτευμένος ξεκινᾶ ἔστω ἀπὸ μία ἁπλὴ ματιὰ ἢ ἕνα χαμόγελο τοῦ προσώπου ποὺ ἀγαπᾶ, ἔτσι κι ὁ Νυμφίος θέλει ἕνα μικρὸ τόπο στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ τὴν κάνει νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ μία γεύση διαφορετική. Τὴ γεύση τῆς Βασιλείας Του.

Μεγάλη Τρίτη – Ὁ Χρήσιμος

Χαρίσματα ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἄλλος πολλά, ἄλλος λίγα. Ὁ κόσμος σήμερα τὰ λέει προσόντα. Εἶναι τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς αὐτὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργαστεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει μία ἐπιτυχημένη οἰκογένεια, νὰ εἶναι εὐυπόληπτος πολίτης στὴν κοινωνία. Καὶ εἶναι αὐτὰ τὰ χαρίσματα – προσόντα ἐνδεικτικὰ μόρφωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνδεικτικὰ χαρακτήρα καὶ συναισθηματικοῦ κόσμου, ἐνδεικτικὰ νοημοσύνης, ἐνδεικτικὰ ἐξωτερικῆς ἐμφάνισης.

Ἡ πραγματικότητα σήμερα συνηγορεῖ ὑπὲρ ἑνὸς χαρίσματος, αὐτοῦ τοῦ φαίνεσθαι. Ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ὄμορφος, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὁ ἄνθρωπος δημαγωγός, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται τίμιος, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι κάτι. «Ὅ,τι δηλώσεις, εἶσαι», ἔλεγαν κάποτε. Ἡ κοινωνία τοῦ ἔχειν ὅμως σήμερα ἔχει παραφράσει τὸ ἀξίωμα καὶ τὸ ἔχει κάνει «Εἶμαι ὅ,τι φαίνομαι». Δὲν ἔχει σημασία ἂν κανεὶς εἶναι καὶ πραγματικὰ ὅ,τι φαίνεται. Ἀρκεῖ νὰ φαίνεται.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα θριαμβεύει ὁ χρήσιμος ἄνθρωπος. Ἂν κανεὶς μπορεῖ νὰ προσφέρει ὑπηρεσίες στοὺς ἰσχυρούς της κοινωνίας, ἂν κανεὶς μπορεῖ νὰ ὑποκρίνεται τόσο θαυμάσια ὥστε νὰ μὴν ἀποκαλύπτει τὰ πραγματικά του χαρίσματα, ἂν κανεὶς δημιουργεῖ ἄλλη εἰκόνα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅ,τι εἶναι, ἀλλὰ κυρίως ἂν κανεὶς δὲν θίγει τὰ κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας, ἂν προβάλλει τὴν συντήρηση καὶ τὴν ὑποταγὴ ὡς ἀξίωμα ζωῆς καὶ πρότυπο στάσης, τότε εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ προχωρήσει στὴν κοινωνία.

Ὁ χρήσιμος εἶναι τὸ ἰδανικὸ τοῦ σήμερα. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἐκκλησία τὸ χρήσιμο Χριστὸ προτιμᾶμε. Αὐτὸν ποὺ μᾶς βολεύει. Αὐτὸν ποὺ μᾶς ὑπόσχεται χαρὰ καὶ εὐτυχία, ἔστω καὶ στὴν ἄλλη ζωή, αὐτὸν ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ ἀποφασίζουμε μόνοι μας, ἀλλὰ ἀποφασίζει πρὶν ἀπὸ μᾶς γιὰ μᾶς. Αὐτὸν ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐνδιαφερόμαστε μονάχα γιὰ ὅ,τι μᾶς συμφέρει.

Ἀπέναντι στὸν χρήσιμο ἄνθρωπο τοῦ σήμερα, ἀποστεωμένο ἀπὸ ἀγάπη καὶ προσφορὰ καὶ ἐνταγμένο μέσα σ᾿ ἕνα ἀτέλειωτο παιχνίδι δημόσιων σχέσεων, ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει προσόντα, ἀλλὰ χαρίσματα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τάλαντα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὰ προσφέρει ἀπὸ ἀγάπη στοὺς ἄλλους. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄχρηστος γιὰ τὴν νοοτροπία τῶν πολλῶν, γιατὶ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἀνελευθερία, μὲ τὴν μιζέρια τοῦ καταναλωτισμοῦ, ποὺ δὲν μπαίνει στὸ παιχνίδι τοῦ συμβιβασμοῦ ἀξιῶν, ἰδεῶν, τρόπου ζωῆς. Αὐτὸς ποὺ ξέρει μὲ τί τὸν ἔχει προικίσει ὁ Θεὸς καὶ δὲν τὰ κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε τὰ θάβει στὸ χῶμα τῆς κακίας, τῶν παθῶν, τῆς μὲ κάθε μέσο ἐπιβίωσης, ἀλλὰ τὰ καρποφορεῖ μὲ ταπείνωση, μὲ ἐπίγνωση καὶ μὲ πνεῦμα διακονίας.

Στὸν χρήσιμο Χριστὸ τοῦ κόσμου, αὐτὸν ποὺ βολεύει γιατὶ δὲν ἔχει τὴ μάχαιρα τῆς ἀγάπης, τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θυσίας, αὐτὸν ποὺ δὲν θίγει τὰ συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν, ἡ Ἐκκλησία ἀντιπαραθέτει τὸν «ἄχρηστο» Χριστό. Αὐτὸν ποὺ γονιμοποιεῖ τὰ χαρίσματα τοῦ καθενός, χαρίζει τὴν ἐλευθερία καί, κυρίως, δὲν βολεύεται μὲ τὴν ἁμαρτία, τὴν κάθε λογῆς. Αὐτὸν ποὺ δὲν ζητᾶ τυπικότητα, συμβιβασμό, ὑπηρεσίες, ἀλλὰ γνησιότητα, ἀγάπη καὶ θυσία. Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ, ὡς πράξη ἔσχατης ταπείνωσης καὶ προσφορᾶς ὅλων Του τῶν χαρισμάτων, Αὐτὸν ποὺ ἔρχεται νὰ βάλει μάχαιρα καὶ ὄχι νὰ βολευτεῖ. Τὸν δικό της, ἀληθινὸ Χριστό!

Μεγάλη Τετάρτη – Ἡ ἁμαρτωλός

Παίρνει καὶ ἡ ψυχὴ αὐτὴ μέρος στὸ θεῖο δράμα. Ἐκεῖ, στὸ περιθώριο τοῦ Πάθους, παίζει κι αὐτὴ τὸ ρόλο της, τὸν τόσο διδακτικὸ παρ᾿ ὅλη τὴν ἄφρονη ζωή της, τὸν τόσο τίμιο παρ᾿ ὅλη τήν, μέχρι τότε, ἀτιμωτικὴ διαγωγή της.

Ὁ Κύριος, λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ Πάθους, κάθεται προσκεκλημένος στὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου Σίμωνος. Δὲν εἶναι φάγος καὶ πότης. Μὰ ἐδῶ πρόκειται νὰ γίνη κάτι ποὺ «ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον… ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη» (Ματθ. 26, 13). Πρόκειται μία ψυχὴ ν᾿ ἀποδείξη μὲ τρόπο χειροπιαστὸ τὴ συντριβή της ποὺ συντρίβει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Μία ψυχὴ πού, γιὰ τὸν Χριστό, ἔχει ἀξία ἀνείπωτη, περισσότερη ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχουν ὅλα μαζὶ τ᾿ ἀγαθά του Σίμωνος. Πρὸς χάριν τῆς ψυχῆς αὐτῆς ὁ Κύριος γίνεται συνδαιτημῶν στὸ δεῖπνο τοῦ Φαρισαίου.

Καὶ νὰ ὅτι μέσα στὴ λαμπρὴ ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἐπιφάνεια, κρύβει βαθειὰ ὑποκρισία καὶ κακότητα, διασκελίζει τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μία γυναίκα. Δὲν εἶναι ἄγνωστη. Ὄχι. Εἶναι ἡ παραστρατημένη τῆς γειτονιᾶς… Γνωστὴ σὲ ὅλους πού, σὰν τὶς λευκὲς κι ἀμόλυντες περιστερές, περιτριγυρίζουν τώρα τὴν ἐνσάρκωση τῆς ἁγιότητας, τὸν Κύριο. Ἡ ὑποκριτικὴ ψυχή τους, τοὺς ἀναγκάζει νὰ τῆς ρίξουν βλέμματα περιφρονητικά. Καὶ ταυτόχρονα νὰ διερωτηθοῦν, σὰν τί ἄραγε νὰ ζητοῦσε στὸ σπίτι αὐτό, ἡ διεφθαρμένη…

Τὸ βάδισμά της εἶναι διστακτικό. Καμμιὰ προκλητικότητα στὶς βαρειές της κινήσεις. Τὰ μάτια της πού, ἄλλοτε, ἔπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο, στὴν ἄγρα τῶν θυμάτων, τώρα κατεβασμένα, χαμηλωμένα, ταπεινά, βλέπουν τὴ γῆ μέσα ἀπὸ φακοὺς βρεγμένους. Τὰ μαλλιά της ποὺ χύνονται στοὺς ὤμους της, τούτη τὴ βραδιὰ φαίνεται πὼς κάποιον ἄλλο ρόλο ἑτοιμάζονται νὰ παίξουν. Τὸ φέρσιμό της, συσταλτικό, εἶναι τόσο δαφορετικό, τόσο ἐπιβλητικὸ ἀπόψε, λὲς κι ἀπότομα ἄλλαξε σκοποὺς ἡ γυναίκα, κι ἔχει κάτι τὸ βαρυσήμαντο νὰ πεῖ καὶ νὰ κάνει.

Καὶ νά! Μὲ βῆμα ἤρεμο, σιγαλὸ μὰ καὶ σταθερό, πλησιάζει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ τιμώμενος τῆς βραδιᾶς. Κι Ἐκεῖνος τὴν παρακολουθεῖ. Καὶ τὴν ἀφήνει.

Νοιώθοντας, μὲ τὸ ἀλάθητο αἰσθητήριό της, τὴ μεγαλοσύνη Του, πλησιάζει κοντά. Κι ἐνῷ τὰ μάτια στυλώνονται στὴ γῆ, τὰ γόνατα λυγίζουν καὶ τὰ δάκρυα χύνονται μ᾿ ἀναφιλητὰ καὶ στεναγμούς. Κι ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἕνα πλάσμα πεσμένο στὰ πόδια τοῦ Πλάστη καὶ Θεοῦ του, ζητᾶ τὴν ἐξιλέωση καὶ βρίσκει τὴ γαλήνη, ἡ ἀνθρώπινη κακία, ξεκινώντας ἀπὸ διαφορετικὲς σκοπιές, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Φαρισαίου, εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἰούδα, σπεύδει νὰ βυθιστεῖ στὴν ἄβυσσο τοῦ Θανάτου.

Ὁ Κύριος εὐσπλαχνίζεται. Δέχεται τὴ μετάνοια. Παραχωρεῖ τὴν ἄφεση. Γιατὶ ἂν ὁ Κύριος μισεῖ θανάσιμα τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποστρέφεται μὲ ὀργή, ὅμως ἀγαπᾶ στοργικά, πατρικά, ἀνέφελα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν συναναστρέφεται.

Γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν μία ἀποκάλυψη αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου. Γιατὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπαν νὰ ἐγκαινιάζεται μία νέα τάξις πραγμάτων, τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἡ τυπικότης καὶ αὐστηρότητα τοῦ Νόμου εἶχεν ἐγκαθιδρύσει. Ἔπαιρναν σὰν προσωπική τους ἐμπειρία ὁ καθένας τὸ νόημα τῆς Χάριτος πού, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Νόμο, ἐρχόταν πλέον νὰ σφραγίση τὴ νέα Διαθήκη τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἡ πράξη τῆς γυναίκας ἐκείνης ἔμεινε στὴν ἱστορία. Γιατὶ ὄχι μόνον ἦταν μία παραφωνία γιὰ τὴν ἐποχή της, ἀλλὰ ἀκόμα γιατὶ προδίκαζε τὴ στάση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας.

Δυὸ θαυμάσια διδάγματα ξεπηδοῦν ἀπ᾿ τὴν ἱστορία. Τὸ ἕνα ἀπὸ μέρους τοῦ πομποῦ -τῆς γυναίκας. Τὸ ἄλλο ἀπὸ μέρους τοῦ δέκτου -τοῦ Ἰησοῦ.

Ἡ γυναίκα στὴ μορφὴ τῆς κρύβει ὅλους μας. Ἂς μὴ παραξενευθεῖ κανεὶς ὅτι δῆθεν τὸν παρομοιάζουμε μὲ μία τέτοια βδελυρὴ προσωπικότητα. Γιατὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔμαθε νὰ κάνη διακρίσεις καὶ νὰ κατατάσσει σὲ ποιότητες τὶς ἁμαρτίες του, δὲν συμβαίνει βέβαια τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτίες μεγάλες κι ἁμαρτίες μικρές, βδελυρὲς ἢ ἐλαφρές, σοβαρὲς ἢ ἐπιπόλαιες. Ἀπέναντί Του ὅλοι μας βρισκόμαστε στὸν ἴδιο παρονομαστή. Ἀφοῦ ὁ «πταίσας ἐν ἐνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος». Ἔτσι τὴ συντριβὴ ποὺ ἡ γυναίκα ἐκείνη αἰσθάνθηκε, θὰ πρέπη ὅλοι μας νὰ αἰσθανθοῦμε στὸν ἴδιο, ἂν ὄχι σὲ μεγαλύτερο, βαθμό. Κι αὐτὸ ἀδιάφορο, ἄν, κατὰ τὴν ὑποκειμενική μας κρίσι, ἐμεῖς ἀπέχομε πολὺ ἀπ᾿ τὸ βάραθρο ὅπου ἐκείνη εἶχε καταπέσει.

Ἂς ἀφήσουμε τὶς ὑποκειμενικότητες καὶ τὶς συμβατικότητες τῆς ζωῆς. Κι ἂς διδαχθοῦμε τὸ μάθημα τῆς συντριβῆς μπρὸς στὸν ὕψιστο Θεό. Ἡ γυναίκα ποὺ τὴ βραδιὰ ἐκείνη «ἤπλωσε τὰς τρίχας» πρὸς τὸν Δεσπότη, καὶ μὲ τὸ μύρο ἄλειψε τοὺς παναχράντους Του πόδας, ἂς γίνη χειραγωγός μας -καὶ αὐτὴ ἡ παραστρατημένη- πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Μέγαν Εὐεργέτη. Κι ἂς κινήσει καὶ στὶς δικές μας ψυχές, τὶς εὐαίσθητες χορδὲς ποὺ ἡ συνείδησή μας φέρει, προκειμένου νὰ ὁδοποιήση τὴν πορεία τῆς ἐπιστροφῆς μας πρὸς τὸν Χριστό.

Καὶ κάτι ἄλλο. Στὴν ἀγαθὴ πρόκλησή της, ὁ Κύριος ἀπαντᾶ καταφατικά. Δέχεται τὴ μετάνοια, ἀκούει τοὺς στεναγμούς, ὑπολογίζει τὰ δάκρυα, αἰσθάνεται τὸ θρῆνο, δὲν ἀγνοεῖ τὴν συντριβή. Ἡ στάση Τοῦ ξαφνιάζει. Κανεὶς δὲν τὴν περιμένει. Γιατὶ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε μάθει μέχρι τότε πὼς σκέπτεται ὁ Θεός.

Τώρα γλυκοχαράζει στὸν ὁρίζοντα ἡ αὐγὴ τῆς Νέας Διαθήκης. Ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος μαζί με τὴν ἁμαρτωλό, ὅλοι ἐμεῖς οἱ κατάδικοι, οἱ ἐξόριστοί του Παραδείσου, οἱ αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν, προσμένουμε μὲ ἐλπίδα. Κι ἐκεῖ, πάνω ἀπ᾿ τὴν κορφὴ τοῦ βουνοῦ, ἀνατέλλει ὁ λαμπρὸς ἥλιος τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ διαλύσει τὴν παγωνιὰ καὶ θὰ θερμάνει τὶς ψυχρὲς καρδιές. Ὅπως ἀνεβαίνει στὸ στερέωμα σιγὰ-σιγά, στέλνει τὶς ἀκτίνες τοῦ πρὸς ὅλους. Ὅλοι πρέπει νὰ μάθουν τί ἀξίζει ἡ γλυκιά του θαλπωρή. Κι ὅλοι πρέπει νὰ τρέξουν ν᾿ ἀποθέσουν, στοῦ ἥλιου αὐτοῦ τὴ θέα, τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ τοὺς πιέζει.

Σήμερα, ἔπειτα ἀπὸ 20 αἰῶνες, ἡ πράξη τῆς ἁμαρτωλοῦ μᾶς συγκινεῖ. Καὶ μᾶς διδάσκει πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ κόσμος καὶ πόσον διαφορετικὰ κρίνει ὁ Θεός. Κι εἶναι αὐτὸ τὸ πιὸ ἐλπιδοφόρο, τὸ πιὸ σημαντικὸ δίδαγμα γιὰ ὅλους μας.

Μεγάλη Πέμπτη – Ὁ Μυστικός

Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία διαρκῆ λογοδιάρροια. Ὅπου καὶ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ κανεὶς λόγο ἀκούει, λόγο στὰ ΜΜΕ, λόγο στὴν πολιτική, λόγο στὸν ἀθλητισμό, λόγο στὴν τέχνη, λόγο καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ἡ ποιότητα τοῦ ἐκφερόμενου λόγου εἶναι συνήθως προβληματικὴ καὶ ἀμφίβολη, ἀναφέρεται στὴν καθημερινότητα καὶ τὸ τελικὸ βεληνεκὲς τοῦ λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τὴν μιζέρια τοῦ σήμερα.

Τὸ δικαίωμα λόγου καὶ ἔκφρασης εἶναι αὐτονόητο στὴν δημοκρατικὴ καὶ πλουραλιστικὴ κοινωνία μας καὶ θεωρεῖται ἀναφαίρετο ἀνθρώπινο δικαίωμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ περιορίσει καὶ οὔτε θὰ ἦταν σωστό. Ἐδῶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει τὸ ἀπόφθεγμα πνευματικῆς ἀνεκτικότητας τοῦ Βολτέρου: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τίποτα ἀπὸ ὅσα λές, θὰ ὑπερασπίζω ὅμως, καὶ μὲ τὸ τίμημα τῆς ζωῆς μου ἀκόμη, τὸ δικαίωμά σου ἐλεύθερα νὰ λὲς ὅσα πρεσβεύεις».

Εἶναι αὐτονόητο πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν θεωρεῖ πὼς πρέπει νὰ ὑπάρχει περιορισμὸς στὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφέρει λόγο καὶ νὰ ἔχει σκέψη. Ἐνίοτε ὅμως ἡ Ἐκκλησία κάνει λόγο γιὰ μία ἐκούσια παραχώρηση τοῦ δικαιώματος τοῦ λόγου, ἐνίοτε ἡ Ἐκκλησία συστήνει στὸν ἄνθρωπο τὴ σιωπὴ ὡς μέσο γνήσιας ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπο, ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἀφουγκραστεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ νὰ πιαστεῖ ἀπὸ τὶς ἄκρες τῶν αἰσθημάτων του, τὰ ὁποῖα συνήθως ἡ ἄκρατη λογοδιάρροια καταπνίγει.

Ὁ Χριστὸς καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας δράσης Τοῦ κήρυττε, χρησιμοποιοῦσε τὸ λόγο ὡς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Στὸ κρισιμότερο σημεῖο τῆς παρουσίας του στὸν κόσμο ὅμως ἀπέφυγε νὰ μιλήσει. Στὴ Γεθσημανὴ ἄφησε τοὺς μαθητὲς μόνους τους καὶ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ – Πατέρα Του. Στὴν ἀνάκριση τοῦ Πιλάτου ἦταν σιωπηλός, «οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν». Καὶ τὸ αὐτὸ στὸ Σταυρό, στοὺς ὀνειδισμοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ στὶς προτροπές τους νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ Σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν, ἡ σιωπὴ ἦταν ἡ ἀπάντησή Του.

Εἶναι μία προτροπὴ ἡ στάση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐπιδοκιμάζει καὶ ἐφαρμόζει στὴν νηπτικὴ ἄσκηση τῆς ἱστορίας της. Ὅταν μιλᾶ κανεὶς διαρκῶς, δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σταθεῖ καὶ ν᾿ ἀκούσει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ὁ λόγος παίρνει συνήθως τὸ χαρακτήρα τῆς αὐτο-δικαίωσης, μίας διαρκοῦς ἀπολογίας ἀπόψεων, ἰδεῶν, κινήτρων πράξεων. Βέβαια ὁ λόγος εἶναι ἡ κατεξοχὴν λειτουργία τῆς ἐπικοινωνίας καὶ κοινωνίας, ὡστόσο ἡ κατάχρησή του ἀναιρεῖ αὐτὴ τὴ δυνατότητα, γιατὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια νὰ ἀκούσει κανεὶς τὸν Ἄλλο, εἴτε αὐτὸς εἶναι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε ὁ συνάνθρωπος, εἴτε ἡ κοινωνία.

Χρειάζεται ἐκείνη ἡ μυστικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων, ποὺ βασίζεται στὴν λαλοῦσα σιωπή. Στὴν κακία τοῦ κόσμου, στὴν ὕβρη καὶ τὴν περιφρόνηση, στὸν ἀκατάσχετο ἀκτιβισμό, ἡ σιωπὴ τῆς προσευχῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ὑπομονῆς, ἡ σιωπὴ τῆς ἀγάπης δίνει τὸ μυστικὸ ἐκεῖνο νόημα τοῦ Οὐρανοῦ. Ἰδίως στὶς μέρες μας, τὶς τόσο πολύβουες καὶ ἐλάχιστα νηπτικές.

 

 Μεγάλη Παρασκευὴ – Ὁ Ἱεροεξεταστής

Γιατί ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιατί τελικὰ σταυρώθηκε; Εἶναι Θεὸς ἢ δὲν εἶναι; Μήπως ἦταν ἁπλῶς ἕνας πολὺ καλὸς ἄνθρωπος, ποὺ δημιούργησε ἕνα ὡραῖο φιλοσοφικὸ καὶ ἰδεολογικὸ σύστημα, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔγιναν τελικὰ ὁ μεγαλύτερες ἀδικίες τοῦ κόσμου;

Αὐτὲς εἶναι ἀπόψεις ποὺ ἀκούγονται κατὰ καιροὺς γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ στὴν πράξη, γιὰ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς κοινωνίας ὁ Χριστὸς βιώνεται ὡς μία εὐχάριστη παρένθεση στὴν καθημερινότητα, ὡς μία φολκλορικὴ ἐπιβίωση παλαιῶν ἐθίμου καὶ ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ φαινομενικὰ συγκινεῖ, στὴν οὐσία δὲν ἀγγίζει ὅμως τὶς ζωές μας. Βιώνουμε ἕναν ἀκίνδυνο Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ μεταμορφώσει τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὰ πράγματα, γιατὶ στὴν οὐσία δὲν ἔχουμε τὴν τόλμη καὶ τὸ θάρρος νὰ ἐπιχειρήσουμε μεγάλες ἀλλαγὲς στὴ ζωή μας.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στὸ βιβλίο τοῦ Ἀδελφοὶ Καραμαζόφ, βάζει στὸ στόμα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτούς, τοῦ Ἰβάν, μία θαυμάσια ἱστορία ποὺ τὴ ἐπιγράφει «Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής». Ὁ Χριστὸς ξανακατεβαίνει στὴ γῆ, στὴ Σεβίλλη τῆς Ἱσπανίας, ὅταν ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση κυριαρχεῖ. Κάνει θαύματα πάλι, συγκλονίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μεγάλο Ἱεροεξεταστή, ἕναν γέρο καρδινάλιο, ὁ ὁποῖος τὸν συλλαμβάνει, τὸν κλείνει σ᾿ ἕνα κελί, πιὸ σκοτεινὸ ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ Πιλάτου, καὶ τὸν ἀνακρίνει, κάνοντας ἀναφορὰ στὰ κομβικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, τὰ ὁποῖα φοβοῦνται οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει τὴν ἐλευθερία, ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερική-πολιτικὴ ἐλευθερία, ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ἀποφασίζει κανεὶς καὶ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν ἐπιλογῶν του. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς τοῦ λέει ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσει ψωμὶ στοὺς ἀνθρώπους (μία κατηγορία ποὺ διατυπώνεται συχνὰ καὶ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησία, ὅτι δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, λὲς καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς παρουσίας της στὸν κόσμο), γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ὁμαδόν. Ὁ Χριστὸς ὅμως κάλεσε ἐλεύθερα τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν κι αὐτὸ προϋποθέτει μία ἀντίληψη γιὰ τὴν πίστη ποὺ εἶναι ζητούμενο στὴν ἐποχή μας.

Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ φέρει τὴν ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ σταυρώθηκε, ἀπὸ ἀγάπη. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς τοῦ λέει ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ στηρίζει τὴ διδασκαλία Του στὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριο, γιατὶ αὐτὰ ἐνδιαφέρουν τὸν ἄνθρωπο, ἡ μαγικὴ πλευρὰ τῆς πίστεως δηλαδή. Αὐτὴ τὴν μαγικὴ πίστη βιώνουμε ὅταν κοινωνοῦμε γιὰ τὸ καλό του χρόνου, ὅταν πηγαίνουμε στὴν Ἐκκλησία μόνο γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀνάγκη, ὅταν σπεύδουμε ἐκεῖ ποὺ γίνονται θαύματα καὶ θεωροῦμε πὼς αὐτὸ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ εἴμαστε καλὰ πνευματικά.

Ἡ ἀγάπη ὅμως προϋποθέτει θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ μᾶς νὰ πάψουμε νὰ προτάσσουμε τὸ ὑλικὸ συμφέρον, τὸ χρῆμα, τὸν καταναλωτισμό, τὴν ἀτομικότητα καὶ καλοπέραση καὶ νὰ δώσουμε τὴν καρδιά μας, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται. Ὁ Ἱεροεξεταστὴς λέει στὸ Χριστὸ ὅτι ἂν παραδινόταν στὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου καὶ στὴ νοοτροπία αὐτῆς τῆς ζωῆς, κανεὶς δὲν θὰ ἐνοχλοῦνταν ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ ἀκόμα περισσότεροι θὰ ἀκολουθοῦσαν, ἔστω καὶ τυπικὰ τὰ βήματά Του, γιατὶ θὰ βολεύονταν στὴν πίστη ποὺ Αὐτὸς δίδαξε.

Αὐτὲς τὶς μέρες κυριαρχεῖ ἕνα ρεῦμα θρησκευτικότητας στὴν μισὴ ζωή μας. Στὴν ὑπόλοιπη συνεχίζουμε ἀμέριμνα νὰ τραγουδοῦμε τὸ σκοπὸ τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ. «Προσμένουμε νὰ γίνει κάποιο θαῦμα», ὅπως λέει ὁ ποιητῆς, χωρὶς νὰ θέλουμε τελικὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς εὐθύνης, τὴ γνησιότητα τῆς ἀγάπης καὶ τὴ θυσία τῆς πίστης. Στὴν ἄλλη πλευρά, ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς περιμένει ὁ νεκρωμένος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας Χριστός. Θὰ τολμήσουμε τὸ μεγάλο βῆμα ἢ θὰ παραμείνει καὶ ἡ φετινὴ Ἀνάσταση μία ἀκόμη χαμένη εὐκαιρία; Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.

Πάσχα: Ἀναζητώντας τὸ χαμένο νόημα

Ἔφτασε ξανὰ τὸ Πάσχα, ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων, ὅπως μας λέει ἕνα ἀπὸ τὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Μέσα στὸν κατακλυσμὸ ὅμως μηνυμάτων, διαφημίσεων, προτιμήσεων, καταναλωτικῶν εἰδῶν, προκύπτει τὸ πρόβλημα τοῦ πραγματικοῦ νοήματος τῶν ἡμερῶν. Χάνουμε τὶς περισσότερες φορὲς τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἑορτῆς, τὸ ἀντικαθιστοῦμε μὲ ὑποκατάστατα, ποὺ εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ καταναλωτικὸς θρίαμβος, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα προσπερνοῦμε τὴν οὐσία καὶ μένουμε στὸ κέλυφος.

Τί δὲν εἶναι Πάσχα; Πάσχα δὲν εἶναι τὸ ἀρνί, δὲν εἶναι τὸ κόκκινο αὐγό, δὲν εἶναι τὸ τσουρέκι, δὲν εἶναι ἡ λαμπάδα, δὲν εἶναι τὰ καινούρια ροῦχα, δὲν εἶναι ἡ παρουσία μας στὴν Ἐκκλησία δέκα λεπτὰ πρὶν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἕνα λεπτὸ μετά. Πάσχα δὲν εἶναι ἡ λατρεία τοῦ φαγητοῦ, τὸ πανηγύρι, ὁ χορὸς καὶ τὸ ποτό. Πάσχα δὲν εἶναι οἱ σοῦβλες στὸ δρόμο, δὲν εἶναι ἡ ἀνταλλαγὴ εὐχῶν, δὲν εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ χωριό. Ἤ, τουλάχιστον, δὲν εἶναι μόνο αὐτά.

Πάσχα εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ Οὐρανοῦ ποὺ ἔρχεται μέσα μας, ὅταν μεταλαμβάνουμε στὴν Θεία Λειτουργία. Τότε ἡ ψυχή μας, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, μεταμορφώνεται, ἠρεμεῖ, νιώθει κάτι ἀπὸ τὴν συγγνώμη καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀνατέλλει μέσα ἀπὸ τὸν Τάφο. Τότε, νιώθουμε πὼς μ᾿ ὅλο τὸν κόσμο εἴμαστε ἀδέλφια, γιατὶ μετέχουμε τοῦ κοινοῦ ποτηρίου τῆς Ζωῆς.

Πάσχα εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς μας, ἡ ἀνάστασή μας ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες ποὺ μᾶς δέρνουν. Δὲν ἀξίζει νὰ λέμε ὅτι ἦρθε τὸ Πάσχα κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο, τὸ γείτονα, τὸν ἑαυτό μας, ὅτι δὲν νιώθουμε πιὸ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς κακίας καὶ τοῦ θανάτου. Πάσχα ἄλλωστε εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ ἔσχατου ἐχθροῦ της ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ εἶναι ὁ θάνατος: Θανάτω θάνατον πατήσας…

Πάσχα εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ ἑνότητα, ἑνότητα μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ τῶν κοινωνιῶν. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ πόλεμος καὶ ἡ διχόνοια κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας. Δὲν γίνεται νὰ λέμε ὅτι πιστεύουμε στὰ μηνύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε αὐτὴ τὴν ἰδιότητά μας καὶ νὰ συντρίβουμε λαούς, ὑπολήψεις, συνειδήσεις, συνανθρώπους, πλησίον, ἀδελφούς μας. Δὲν γίνεται νὰ κάνουμε Πάσχα μὲ κακία γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅποιοι κι ἂν εἶναι αὐτοί, ὅ,τι κι ἂν μᾶς ἔχουν κάνει!

Πάσχα δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ νοηθεῖ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅλα ὅσα περιλαμβάνει τὸ φολκλορικὸ καὶ παραδοσιακὸ μέρος τῆς ἑορτῆς, ἀποκρυσταλλώνονται μὲ τὴ βίωση τῆς Πασχαλινῆς χαρᾶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἂν δὲν ἀκουστοῦν οἱ καμπάνες τ᾿ Οὐρανοῦ μέσα στὶς ψυχές μας, ἂν δὲν νιώσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως στὸ χῶρο τοῦ Ναοῦ, μικροῦ ἢ μεγάλου δὲν ἔχει σημασία, τότε εἶναι σὰ νὰ γιορτάζουμε ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ σταύρωναν ἕναν Ἀθῷο καὶ δὲν ἔμπαιναν μέσα στὴν αὐλὴ τοῦ Πιλάτου γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν!

Τὴν ὥρα τοῦ Πάσχα ἡ φύση βάζει τὴν πιὸ καλὴ καὶ πιὸ γλυκιά της ὥρα. Ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία γιορτὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας γιατὶ ἀποτυπώνει τὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς: ὁ Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς καὶ ζεῖ ἀναστημένος γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς. Μᾶς καλεῖ νὰ ξαναβροῦμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ Πάσχα, τὸ ὁποῖο φωλιάζει στὴ Λαμπριάτικη ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά. Γιατὶ ἐκεῖ βρίσκεται τὸ μόνο καὶ ἀληθινὸ νόημα, στὴν μεταμόρφωση τῆς καρδιᾶς μας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔστω καὶ γιὰ μία ἡμέρα, Χριστὸς Ἀνέστη!