Μέσα από τα μάτια αυτών που τα έζησαν…

mathitr-50Πέντε σύντομα χρονικά της Κατοχής  από το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά  «Με το χαμόγελο στα χείλη»

 

1. Η Χριστίνα και  το γάλα του Μουσολίνι

Η αδελφούλα μου μεγάλωσε  απότομα. Τα ματάκια της  από τα πρώτα τρυφερά της  χρόνια είδαν τόση  δυστυχία, ώστε δεν  μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Παιδί του καιρού της, έστεκε στις  ουρές με το δελτίο για να  πάρει ψωμί –εκείνη την  κίτρινη θλιβερή μπομπότα  που μας έδιναν-το σαπούνι, τη  ζάχαρη, τα μαυρομάτικα φασόλια και  το γάλα. Έστεκε υπομονετικά  ξέροντας ότι  εκτελεί ένα  χρέος.

Μόνο μια φορά  αντιστάθηκε  στις  παρακλήσεις  μας. Ήταν  τότε που οι εφημερίδες διαλαλούσαν  με τεράστια γράμματα ότι ο  Μουσολίνι-η μεγάλη της αντιπάθεια-  λυπήθηκε τα παιδιά της Ελλάδας κι  έστειλε γι’ αυτά γάλα και σιτάρι. Με  κανένα τρόπο δε θέλησε να σταθεί  στην ουρά.

-«Μη με στέλνεις, μανούλα, σε  παρακαλώ! Μη με στέλνεις. Δεν μ’  αρέσει το γάλα. Με ζαλίζει»

Η μητέρα θύμωσε.

-«Πρώτη μου φορά ακούω ότι ζαλίζει  το γάλα. Τι σκέρτσα είν’ αυτά; Το  γάλα είναι απαραίτητο για το  οργανισμό σου τώρα που βρίσκεσαι στην ανάπτυξή σου. Θέλεις να  πεθάνεις;»

-«Προτιμώ να πεθάνω, παρά να  γίνω… δειλή», της απάντησε.

Η μητέρα έμεινε κατάπληκτη.

-«Όποιος πίνει γάλα γίνεται δειλός;»

-«Όχι! Όποιος όμως πίνει ιταλικό  γάλα, γίνεται….»

Αναστέναξε κι έπεσε κλαίγοντας στην  αγκαλιά της. Εκείνη τη γέμισε φιλιά.

-«Χρυσό μου, αγαπημένο μου μωρό.  Πήγαινε σε παρακαλώ να πάρεις το  γάλα σου. Σε νιώθω και σε  καταλαβαίνω. Είσαι μια μικρή  Ελληνίδα που δεν θέλει να το βάλει  κάτω. Μα είναι ζήτημα ζωής. Το γάλα  σού χρειάζεται, μωρό μου. Άλλωστε,  ξέχασα να σου πω, ότι αυτό το γάλα που μοιράζουν δεν είναι από κείνο  που κάνει τους Ιταλούς δειλούς, είναι  από το άλλο που πίνουν οι  πριμαντόνες για να έχουν ωραίες  φωνές! Κατάλαβες, αγάπη μου;»

Η Χριστίνα ήταν παιδί του 1940. Και  τα καταλάβαινε όλα.  Μα πήγε στην ουρά  επειδή έκλαιγε και  την παρακαλούσε η  μητέρα.  Φεύγοντας γύρισε  και μου είπε εμπιστευτικά:

-«Πηγαίνω επειδή κλαίει. Μα αν  έχουν στείλει κατά λάθος από το άλλο  το γάλα… θα τα ξαναπούμε».

 

2. Η κ. Λιλίκα και  η κατοχική μαγειρική

Η κ. Λιλίκα είχε πολλούς λόγους να  είναι δυστυχισμένη τον καιρό της  Κατοχής. Μα ένας από τους  μεγαλύτερους ήταν πως δεν είχε τα  «υλικά» να κάνει νόστιμα τα φαγητά  της. Πόσες φορές δεν είχε έρθει στο  σπίτι μας να μας θυμίσει με  δακρυσμένα μάτια πώς έκανε… το παστίτσιο της. Κάθε φορά μας έτρεχαν  τα σάλια μας. Κλείναμε τα μάτια όσο  έλεγε τη συνταγή και  ξερογλειφόμαστε.

-«Σοτάριζα μισό κιλό κιμά κι ένα  ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι σε δύο  κουταλιές της σούπας βούτυρο…»  Εδώ έπαιρνε βαθιά αναπνοή. Η  μητέρα μου την προλάβαινε πριν  συνεχίσει και τη ρωτούσε:
-«Μήπως ξέρεις, Λιλίκα μου, πώς  μαγειρεύεται η κολοκύθα;»  Εκείνη κατέβαινε αναστενάζοντας από  τα μαγειρικά της… σύννεφα.

Η κολοκύθα! Αμ΄ βέβαια, είχε γίνει τότε πρώτης τάξεως φαγητό. Ένα  είδος ζαρζαβατικού… φιλέτου!  Τι παράξενα πράγματα τρώγαμε  τότε! Λούπινα, χαρούπια, μπλιγούρι, μαύρη ζάχαρη, λαχανίδες. Κάτι  πράγματα που μέχρι τότε ούτε καν  υποπτευόμαστε την ύπαρξή τους.

-«Να την τρίψεις με τον τρίφτη ψιλή  ψιλή και να ρίξεις μέσα λίγο ρύζι»,  της απαντούσε η κ. Λιλίκα που ήταν  άφθαστη στις συνταγές. «Θα γίνει μια  σούπα να γλείφεις και τα δάχτυλά  σου».

Η τέχνη της στο μαγείρεμα ήταν τόση  ώστε και το μπλιγούρι ακόμα το  έκανε νόστιμο.  Αυτά είχαν καταφέρει οι γερμανικές  και ιταλικές αρχές κατοχής που είχαν  δεσμεύσει όλα μας σχεδόν τα εγχώρια  προϊόντα. Τα σύκα, η σταφίδα, το  μπαμπάκι, το λάδι μας, τα  πορτοκάλια, τα όσπρια, το σιτάρι,  είχαν εξαφανιστεί.  Η αγορά στέναζε από την έλλειψή  τους.  Το κράτος έβγαζε ολοένα καινούργιο  χαρτονόμισμα χωρίς σταθερή αξία.  Ένα αυγό που το παίρναμε τον  Απρίλιο του 1941 μόνο τρεις  δραχμές, έφτασε να το αγοράζουμε ένα  δισεκατομμύριο..

 

3. Ο παππούς μου  και τα νηστικά παιδάκια

Μπορεί να μην  κατέβασε τη γερμανική  σημαία από την  Ακρόπολη, μα ο  παππούς μου κατάφερε  να κάνει ένα μεγαλύτερο άθλο.  Προσπάθησε και έσωσε μαζί με  άλλους φίλους του χιλιάδες  πεινασμένα παιδιά. Αθόρυβα και  εντελώς μυστικά κατάφερε εκείνη  την τραγική εποχή να δημιουργήσει  έναν κύκλο κοινωνικής αλληλεγγύης,  που έταξε ιερό σκοπό να σώσει τη  γενιά που ψυχορραγούσε από την  ασιτία. Σ’ αυτό τους βοήθησε πολύ και  η Εκκλησία.

Μερικές από τις συνεδριάσεις τους  γίνονταν στο σπίτι μας.
-«Πρέπει να σωθούν τα παιδιά!»  άκουγα να λένε. «Από τα παιδιά αυτά  εξαρτάται η συνέχεια της ελληνικής  φυλής».

-«Δεν μπορούμε να τα αφήσουμε  χωρίς λιπαρές ουσίες και βιταμίνες»  έλεγε κάποιος άλλος.«Τα νοσοκομεία  είναι κατάμεστα από παιδιά που έχουν ελονοσία, φυματίωση και  εξανθηματικό τύφο».

Ο παππούς και οι γνωστοί του  κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με  ανθρώπους που έφευγαν έξω, με  διπλωματικούς αντιπροσώπους που  έβλεπαν το δράμα μας και μας συμπονούσαν κι ύστερα από πολλές  ενέργειες κατόρθωσαν να  φέρουν στην Ελλάδα το  Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για  να μελετήσει τον τρόπο  που θα σωζόταν το έθνος  μας από τον αφανισμό. Κι  εκείνος και οι φίλοι του  έγραφαν γράμματα και  άρθρα στις εφημερίδες  κάνοντας υποδείξεις:

«Οι πλούσιοι να υιοθετήσουν άπορα  παιδιά. Από τις χύτρες όλων των  σπιτιών να βγαίνει ένα πιάτο φαΐ για  τα Ελληνόπουλα που δεν έχουν να φάνε καθόλου. Να προσθέσουν όλοι ένα  πιάτο στο τραπέζι τους και να  ταΐσουν ένα νηστικό παιδάκι. Σ’ όλα  τα σχολεία να οργανωθούν παιδικά  συσσίτια».

Οι σπόροι που έσπειραν έβγαλαν σε  λίγο καιρό καρπούς. Τα τρόφιμα  άρχισαν να μας έρχονται και, από το  1943, καλυτέρεψαν αισθητά οι συνθήκες της ζωής μας.  Το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη  μας αλλά έβλεπε κανείς την  επινοητικότητα, την εξυπνάδα, τη  βαθιά πίστη και την ενότητα που  έδεσε στη δυστυχία το λαό μας .

 

4. Ο κ. Χριστογιάννης, το  πιάνο και το ραδιόφωνο.

Ο καλός μας  αυτός γείτονας  ήταν έμπορος.  Όταν  κηρύχτηκε ο  ελληνοϊταλικός πόλεμος προβλέποντας  ότι οι θαλάσσιες μεταφορές θα ήταν πια δύσκολες, είχε παραγγείλει στο  εξωτερικό πάρα πολλά εμπορεύματα.  Δεν είχε προλάβει ακόμα να τα πάρει  από το τελωνείο και οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί του τα κατέσχεσαν όλα γιατί ήταν λέει «λεία πολέμου». Ο γείτονάς μας, που ζούσε τόσο άνετα, πλούσια μπορώ να πω, πέρασε τραγικές στιγμές. Τα κοσμήματα της γυναίκας του, τα περσικά χαλιά που όλοι τα καμαρώναμε τόσο, δύο ραδιόφωνα και δύο σπίτια στο Κουκάκι πουλήθηκαν όσα όσα για να μπορέσουν να ζήσουν.

Πάει κι εκείνο το υπέροχο «κλειδοκύμβαλο», το μεγάλο πιάνο με τις απλίκες. Το μόνο που του απόμεινε ήταν το σπίτι της γειτονιάς μας κι ένα μικρό ραδιόφωνο που δεν το είχε δηλώσει. Εκείνο στάθηκε η μοναδική του παρηγοριά. Σκυμμένος τα βράδια μπροστά του άκουγε τους ξένους ραδιοσταθμούς και την άλλη μέρα ψιθυριστά, κρυφά, μας έλεγε τα παγκόσμια νέα. Πρώτος εκείνος μας έφερε την είδηση ότι ο χειμώνας σταμάτησε την προέλαση των Γερμανών στη Ρωσία, ότι η Αμερική μπήκε στον πόλεμο, ότι οι Έλληνες πολεμούσαμε στο Ελ- Αλαμέιν, ότι μαζί με τους Άγγλους μια ελληνική ταξιαρχία πολεμούσε στο Ρίμινι. Δεν θα ξεχάσω τη συγκίνησή του όταν ήρθε να μας μεταδώσει το νέο ότι η Ιταλία συνθηκολόγησε στις 9 Σεπτεμβρίου του 1943. Κι όμως, όταν οι Γερμανοί μετά τους συμμάχους και τους γιουχάιζαν μέσα στους δρόμους της Αθήνας, έδωσε με κίνδυνο της ζωής του σ’ έναν Ιταλό που κρύωνε, ένα παλιό σακάκι. Γιατί μπορεί να μην είχε πια κοσμήματα, περσικά χαλιά και το κλειδοκύμβαλό του, μα του έμενε ένας μεγάλος θησαυρός, που δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται με τίποτα: η ανθρωπιά του.

 

5. Οι φίλοι μου κι εγώ

Η Κατοχή συγκρούστηκε με την εφηβεία μου. Τότε ακριβώς ξάνοιγα τα μάτια μου στη ζωή, έκανα σκέψεις για τους ανθρώπους και το πόλεμο, με απασχολούσε ο θάνατος κι όλα τα περίπλοκα προβλήματα του κόσμου. Πνιγόμουνα μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή ατμόσφαιρα. Ήθελα να κάνω κάτι σπουδαίο. Κι όταν ήρθαν στη γειτονιά μας ο Τούλης με το Λέλο, δυο καινούργια παιδιά, ο Νάσος, ο Άλκης κι εγώ δεθήκαμε μαζί τους και κάναμε μια μικρή δική μας οργάνωση που τη βαφτίσαμε το «ΧΕΡΙ». Αποφασίσαμε να γράφουμε στους τοίχους. «Ζήτω η Ελευθερία», «Ζήτω η Ελλάδα», «Αέρα», «R.A.F» κι ένα μεγάλο V, το σύνθημα της νίκης.

Κρυμμένο μέσα στη σχολική τσάντα βρισκόταν το τενεκεδάκι με τη μπογιά και το πινέλο. Δύο από μας φυλάγαμε «τσίλιες» στις δύο γωνιές του δρόμου. Οι άλλοι δύο έκαναν πως κουβέντιαζαν και πίσω από την πλάτη τους ο πέμπτος έγραφε στους τοίχους. Κάποια φορά έκανα τάχα πως προσπαθούσα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο στο μπροστινό φανάρι ενός γερμανικού φορτηγού αυτοκινήτου. Οι Γερμανοί είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μα οι άλλοι τέσσερις μπήκαν μέσα στο φορτηγό από την πίσω μεριά και είδαν το φορτίο του. Αμέσως φυσικά ειδοποίησαν το Μίμη. Άλλες φορές πάλι κάναμε πως παίζαμε έξω από τις γερμανικές αποθήκες πολεμοφοδίων και πετούσαμε σπάγκους με αγκίστρια για να πιάσουμε το σύρμα του συναγερμού. Κάθε τέτοιο σύρμα είχε σύνδεση με εκρηκτική ύλη. Τη νύχτα τραβούσαμε το σπάγκο, γινόταν έκρηξη και οι Γερμανοί έβγαιναν έξω έντρομοι ψάχνοντας μάταια από δω κι από κει.

Η Κατοχή με ωρίμασε. Κι εγώ και οι φίλοι μου φορτωθήκαμε βάσανα, ευθύνες και σκέψεις που δεν ήταν της ηλικίας μας. Τότε που χρειαζόμαστε προσανατολισμό δεν είχαμε πυξίδα κι αναγκαστήκαμε να βρούμε το δρόμο ψάχνοντας μόνοι μας. Τότε ακριβώς που έπρεπε ν’ ανακαλύψουμε τις ομορφιές της ζωής εμείς ανακαλύπταμε όλες τις ασκήμιες της. Αναπολώντας εκείνη την εποχή λέω πως η μοίρα στάθηκε παράξενα κακή και καλή μαζί μας. Κακή γιατί μας στέρησε τα αγαθά μας και καλή γιατί μας έδωσε ένα ζωντανό μάθημα ανθρωπισμού και αυτοθυσίας, μας έδωσε το προνόμιο να βλέπουμε κατάματα την αλήθεια και μας έκανε άντρες σωστούς.