Η οργάνωση του τομέα της νεότητας στην ενορία

2013-040_thumb1ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Α΄ ΚΥΚΛΟΣ 2008 – 2009

Δ΄ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΜΕΑ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ (ΙΕΡΕΑΣ, ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, ΣΤΕΛΕΧΗ)

Συνεργάστηκαν οι:

Αντωνοπούλου Δήμητρα, Κεσόγλου Ανδρομάχη, Κότσαλου Ειρήνη, Νικολόπουλος Νικόλαος, Παλιούρα Βασιλική, Παλιούρας Δημήτριος – Συμεών, Πασσά Δήμητρα, Πουτακίδου Μαριάννα, Σαλιβέρου Ελισάβετ, Τσάφου Μαργαρίτα

 

Εισαγωγή

Έχοντας ως βασικό άξονα τις ομιλίες που παρακολουθήσαμε και συμμετείχαμε κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου, καθώς και τις προσωπικές μας εμπειρίες και βιώματα από το περιβάλλον των Κατηχητικών των ενοριών μας, ασχοληθήκαμε με την οργάνωση του τομέα Νεότητας στην ενορία : με την υπάρχουσα διάρθρωσή του, με τους προβληματισμούς μας πάνω στο θέμα και, μέσω της συζήτησης και της έρευνας, με την κατάληξή μας σε κάποια συμπεράσματα και πιθανές προτάσεις βελτίωσης.

Σίγουρα, ο καθένας μας ατομικά και μεμονωμένα δεν μπορεί να φέρει αλλαγές. Με το διάλογο όμως, και με ομαδική εργασία, και πάνω απ’ όλα θέληση και πίστη στο σκοπό μας, όλα μπορούν να βελτιωθούν.

Βάσει του θέματος, λοιπόν, που μας δόθηκε: «Η οργάνωση του τομέα Νεότητας στην Ενορία (Ιερέας, Κατηχητική διακονία, Στελέχη)», κληθήκαμε να εντοπίσουμε και να επισημάνουμε όποια προβλήματα συναντούμε ως κατηχητές στον τομέα της Νεότητας. Μετά από συζήτηση και μεταξύ των μελών της ομάδας μας, αλλά και με συν-κατηχητές μας στις ενορίες στις οποίες διακονούμε, καταλήξαμε σε 3 κατηγορίες:

• Ιερέας

• Κατηχητική Διακονία

• Στελέχη

Εδώ να σημειώσουμε πως σκοπός μας δεν είναι να θίξουμε κάποιον που ανήκει στις παραπάνω κατηγορίες, αλλά να εκθέσουμε μόνο τις πηγές των προβλημάτων, που είναι βαθύτερες από τα ίδια τα πρόσωπα, (δηλαδή όλους εμάς), και είναι περισσότερο πνευματικού επιπέδου και κυρίως οργάνωσης.

Σχετικά με την πρώτη κατηγορία, θα αναφερθούμε στις δυσκολίες που ο ίδιος ο Ιερέας-υπεύθυνος Νεότητας συναντά και καλείται να αντιμετωπίσει, αλλά και στα όποια αρνητικά στοιχεία μπορεί ο ίδιος να συγκεντρώνει.

Στη δεύτερη κατηγορία, θα θίξουμε προβλήματα ουσίας και πνευματικότητας, αλλά και προβλήματα πρακτικά.

Και, στην τρίτη κατηγορία δίνουμε βαρύτητα στις δυσκολίες που συναντούν τα στελέχη αλλά και στα όποια αρνητικά στοιχεία συγκεντρώνουν.

 

Ο Ιερέας Νεότητος

Όλοι μας, φυσικά, ως κατηχητές, βοηθοί και στελέχη έχουμε ως καθοδηγητή μας έναν υπεύθυνο ιερέα Νεότητας. Πολλές φορές συναντάμε προβλήματα επικοινωνίας μαζί του. Τι μπορεί να φταίει; Κατ’ αρχήν, τα κριτήρια επιλογής ενός κληρικού για ανάθεση του έργου της Νεότητας. Πολλές φορές εφημέριοι, ελλείψει κατάρτισης, δεξιοτήτων και οργανωτικών ικανοτήτων, συναντούν δυσκολίες στην διεκπεραίωση των καθηκόντων που έχουν αναλάβει ως προς τον Κατηχητικό τομέα. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως ικανοί για να αναλάβουν τέτοια καθήκοντα είναι μόνο κληρικοί ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου.

Η κατάρτιση δε σημαίνει πάντα και ικανότητα. Ίσως να είναι μονάχα αρκετό το χάρισμα ενός ανθρώπου, η διάθεσή του, η αγάπη του για το Θεό και τα παιδιά. Σ’ αυτό το κεφάλαιο τοποθετείται και ο προβληματισμός όσων αφορά την ιδιότητα του κληρικού που πρέπει να επιλέγεται γι’ αυτό το έργο. Πρέπει να είναι έγγαμος ή άγαμος; Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν ενστάσεις. Ένας έγγαμος κληρικός έχει οικογενειακές ευθύνες, αλλά έχει μεγαλύτερη γνώση και εμπειρία σχετικά με τα παιδιά και τις αντιδράσεις τους αλλά και τις επιθυμίες τους. Από την άλλη, ένας άγαμος κληρικός δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, έχει περισσότερο χρόνο αλλά δεν έχει άμεση γνώση και συνεχή επαφή με παιδιά ώστε να μπορεί να αφουγκραστεί τις ανησυχίες τους. Η γνώση του όμως, στηρίζεται στο ενδιαφέρον που έχει γι’ αυτά και στο κατά πόσο έχει τη διάθεση να ασχοληθεί ή έχει προηγούμενη εμπειρία ως κατηχητής. Οπότε, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, υπάρχουν και υπέρ και κατά. Άλλο ένα θέμα είναι το ζήτημα της ηλικίας του κληρικού. Πρέπει να αναλαμβάνει τέτοια καθήκοντα νεαρός σε ηλικία ιερέας ή ιερέας πιο ώριμος ηλικιακά; Ζητούμενο είναι η ύπαρξη εμπειρίας ή η όρεξη για δραστηριοποίηση και οι νέες ιδέες. Έχει παρατηρηθεί πάντως πως η ύπαρξη του ενός δεν αναιρεί το άλλο. Με ποια κριτήρια, λοιπόν, γίνεται η επιλογή ενός ιερέα Νεότητας; Υπάρχουν κριτήρια κι αν ναι, ποια και κατά πόσο μπορούν να είναι αντικειμενικά;

Πολλές φορές, επίσης, ελλείψει εφημερίων στις ενορίες, συναντούμε το φαινόμενο συγκέντρωσης πολλών αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο ενός και μόνο κληρικού. Και πώς, ύστερα να καταφέρει να εκπληρώσει όλα τα καθήκοντά του σε εξίσου ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να εκτελείται σωστά σε όλους τους τομείς; Και πώς να είναι πανταχού παρών, καθώς όλοι οι τομείς απαιτούν τη συνεχή παρουσία του και την επίβλεψή του;

Ένα ακόμη σημαντικό κομμάτι είναι πως υπάρχουν κληρικοί, οι οποίοι είτε επειδή δεν έχουν τη θέληση, είτε επειδή απλώς διορίζονται υπεύθυνοι, αντιμετωπίζουν αυτό το κομμάτι σαν αγγαρεία, σαν μια επιπλέον ευθύνη, χωρίς να θέλουν να προσφέρουν τις γνώσεις τους, τη διάθεσή τους μα κυρίως την Αγάπη τους σ’ αυτό. Και ως εκ τούτου, έχουν παθητική στάση και δεν δίνουν έμφαση στην εξέλιξη του τομέα της Νεότητας, ώστε η ενορία να αγκαλιάσει ακόμη περισσότερα παιδιά και να τα φέρει κοντά στο Θεό.

Το πρόβλημα της επικοινωνίας που αναφέραμε στην αρχή, δεν είναι μόνο επικοινωνίας με τα στελέχη, αλλά και με την Ενορία γενικότερα: είτε αυτό προσωποποιείται στους γονείς, είτε στα ίδια τα παιδιά, είτε ακόμη και στην βασική απουσία συνεργασίας με τους συν-εφημερίους του, γεγονός που πλήττει γενικότερα το έργο της Εκκλησίας.

 

Κατηχητική διακονία

Ας περάσουμε όμως στην κατηχητική διακονία.

Μέσα από τη συζήτηση μεταξύ μας, διαπιστώναμε συνεχώς πως τελικά όλα τα προβλήματα αλληλοσυνδέονται και πως το ένα είναι φυσικό επακόλουθο του άλλου. Όταν σε μια ενορία δεν υπάρχει ομαλότητα και πλήρη συνείδηση, επικοινωνία και συνεργασία, πώς να υπάρξει και κατ’ επέκταση στην Κατηχητική διακονία;

Παρατηρείται, επίσης, η έλλειψη εθελοντισμού αλλά και η έλλειψη στελεχών και μάλιστα κατηρτισμένων στελεχών. Και πάλι, η κατάρτιση δεν είναι μόνο σε επίπεδο ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου αλλά κυρίως πνευματικού-θρησκευτικού και λειτουργικού επιπέδου.

Πολλές φορές, είτε σε επίπεδο ενορίας, είτε σε πιο ευρύ επίπεδο, δεν υπάρχει μέριμνα για την Νεότητα, έχοντας ως επόμενο την μη υποστήριξη, την έλλειψη φυσικής παρουσίας, τη μη ύπαρξη πόρων, οικονομικών και υλικοτεχνικών , την έλλειψη χώρων, βασικά δηλαδή στοιχεία για τη διεκπεραίωση των Κατηχητικών δραστηριοτήτων.

Ένα ακόμη βασικό κομμάτι είναι η αδιαφορία και η αποχή της ενορίας από το έργο αυτό, κάτι το οποίο πηγάζει από την εικόνα που υπάρχει για τις Κατηχητικές συντροφιές. Όταν ο κόσμος έχει στο μυαλό του το κατηχητικό ως μέρος που μιλάμε μόνο για το Θεό٭, που καθοδηγούμε τα παιδιά μόνο «σ’ αυτούς τους κύκλους», που τα συγκεντρώνουμε για να τα κάνουμε να ακολουθήσουν το δρόμο του μοναχισμού, που κυκλοφορούν μόνο σοβαρά και αγέλαστα και που δεν έχουν άποψη, μόνο ακούνε, και ποτέ δεν τους δίνεται ο λόγος να μιλήσουν και να εκφραστούν… Είναι μια λανθασμένη εικόνα.! Τα κατηχητικά μας σχολεία ανοίγουν την αγκαλιά τους, όπως ο Χριστός άνοιξε τη δική Του και δέχτηκε κοντά του τα παιδιά και κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως κριτηρίων. Προωθούμε το διάλογο, και μάλιστα βασιζόμαστε σ’ αυτόν. Μιλάμε για το Θεό , για τους Αγίους για τα Θεία, για το Λόγο του Θεού και τις Γραφές, όμως αφουγκραζόμαστε και τα προβλήματα των παιδιών. Τα ακούμε όταν μας εκθέτουν τα προβλήματά τους. Δεν έχουμε παρωπίδες, ίσα ίσα που επιδιώκουμε την πιο άμεση επικοινωνία μαζί τους. Τα θέλουμε να είναι κοντά στην Εκκλησία, όχι για προσωπικό μας όφελος αλλά για δικό τους: για να σώσουμε τις ψυχές τους, για να τους μεταλαμπαδεύσουμε την Πίστη μας, για να τους δείξουμε την Αλήθεια, και γιατί όχι; , να τα ετοιμάσουμε ώστε να συνεχίσουν το έργο και το σκοπό που ανατέθηκε και σε ‘μας από τους δικούς μας κατηχητές!

Αυτή είναι η ιδανική εικόνα! Αλλά…. το πράττουμε όλοι;

Όταν, λοιπόν, αυτή η εικόνα διαστρεβλώνεται, και όταν, γενικότερα, με τα διάφορα σκάνδαλα που ακούγονται κατά καιρούς, και με τις μεμονωμένες συμπεριφορές, είτε κλήρου είτε λαϊκών, ο κόσμος δημιουργεί μια τελείως διαφορετική εικόνα από αυτή της πραγματικότητας, πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να παρουσιάζουμε το έργο μας. Κι αυτό, ακόμη, είναι ένα πρόβλημα! Όταν το ίδιο μας το Εκκλησίασμα, οι ενορίτες, δεν έχουν γνώση για το ενοριακό Κατηχητικό έργο, πώς περιμένουμε να έρθουν πιο κοντά; Να βοηθήσουν και να προσφέρουν; Και πώς έχουμε την πεποίθηση ότι θα μας πλησιάσουν τα παιδιά με τη θέλησή τους;

Επίσης, το βασικότερο πρόβλημα, το οποίο ήταν και σημείο διαφωνίας:

Η έλλειψη χρόνου. Σήμερα, που έχουμε αφήσει το άγχος να κυριεύει τις ζωές μας, οι ευθύνες είναι πολλές, οι δραστηριότητες του καθενός, επίσης, και η μικρή έστω αφιέρωση και χρόνου αλλά και της διάθεσης φαντάζει δύσκολη και αδύνατη. Και συχνά, η αφιέρωση αυτού του χρόνου μπορεί να γίνεται και με την επιθυμία ανταλλαγμάτων. Προτάσσουμε το συμφέρον μας, είτε αυτό είναι υλικό είτε ηθικό, πάνω από το λειτουργικό μας έργο. Το έργο μας πρέπει να πηγάζει από την Αγάπη: αγάπη για το Θεό, αγάπη για τα παιδιά, κι όχι από συμφέροντα ή προβολή του εαυτού μας προς αναζήτηση ευσήμων!

Άλλο ένα τελευταίο πρόβλημα που καταγράφουμε είναι η ύπαρξη ή μη βοηθημάτων κατηχητικής διδασκαλίας. Κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα το οποίο, όμως, θα συνοψίσουμε, λέγοντας μόνο πως η ύπαρξη ενός σκελετού διδασκαλίας ίσως ήταν σκόπιμη, ως κατευθυντήριος. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι τόσα πολλά τα συγγράμματα και οι Γραφές που το βοήθημα ίσως και να φάνταζε λίγο μπροστά τους. Όπως ο Κύριος δεν άνοιξε κανένα βιβλίο για να διδάξει τους μαθητές του, αλλά «διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. 24. 45). Δεν απαξιώνουμε φυσικά και την άποψη όσων υποστηρίζουν πως τα κατηχητικά βοηθήματα θα μας έβγαζαν από το αδιέξοδο της έρευνας δόκιμων προς παρουσίαση στα παιδιά θεμάτων αλλά και από το αδιέξοδο της «έλλειψης χρόνου», όπως προαναφέραμε.

 

Στελέχη κατηχητικού έργου

Τέλος, είναι η κατηγορία των στελεχών. Και στα στελέχη ανήκουμε όλοι εμείς, γι’ αυτό και έπρεπε να κάνουμε μια εσωτερική αναζήτηση και να βρεθούμε αντιμέτωποι με το γεγονός της παραδοχής των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, αλλά και που οι ίδιοι, ουκ ολίγες φορές, δημιουργούμε!

Καίριο πρόβλημα είναι η προσφορά μας Α Ν Ι Δ Ι Ο Τ Ε Λ Ω Σ! Πολλοί από εμάς πέφτουμε στον πειρασμό να περιμένουμε πράγματα, προσφέροντας στην Νεότητα. Πράγματα, όπως η αναγνώριση του έργου και της προσφοράς μας, τα υλικά βοηθήματα και άλλα… αποτελέσματα κακών λογισμών και έλλειψης προσευχής. Κι αυτό είναι άραγε κάτι που θα μας οδηγήσει σε «επαγγελματίες κατηχητές»; Δε νομίζουμε πως είναι μια παράμετρος που θέλουμε να καταλήξουμε, ούτε καν να αγγίξουμε, και είμαστε κατηγορηματικοί σ’ αυτό! Είναι, όμως, παράγοντες που βάζουν τροχοπέδη στο έργο μας και δημιουργούν προβλήματα και στο σύνολο των στελεχών και της λειτουργίας της Διακονίας. «Όσο κανείς ασκείται, τόσο αναγνωρίζει την αδυναμία του. Και όσο αναγνωρίζει την αδυναμία του, τόσο πλουτίζει σε ταπείνωση και κατάνυξη. Και όσο αποκτά ταπείνωση και κατάνυξη, τόσο φωτίζεται η διάνοιά του και διαπιστώνει ότι χωρίς τον Κύριο δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα», μας λέει ο Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ.

Άλλο ένα βασικό πρόβλημα είναι το ότι δεν έχουμε όλοι οι κατηχητές γνώση των βασικών αρχών της Πίστεώς μας. Σαφώς και δεν είμαστε όλοι απόφοιτοι Θεολογίας, ούτε η μόρφωση είναι αυτή που καθορίζει πάντοτε την καταλληλότητά μας, αλλά θα πρέπει να υπάρχουν κάποια κριτήρια επιλογής μας Και από τον υπεύθυνο ιερέα αλλά και από την Αρχιεπισκοπή. Η κρίση του Πνευματικού του καθενός μας θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν, καθώς αυτός είναι ο πιο κατάλληλος να γνωρίζει τα πάντα για εμάς. Ας μην ξεχνάμε, πως είμαστε εδώ για να καθοδηγούμε πνευματικά τα παιδιά, άρα πρέπει να έχουμε πλήρη γνώση αλλά και πλήρη συνείδηση όσων τους λέμε. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να μας αφορά, καθώς συμβάλουμε στη σωτηρία των ψυχών τους.

Άλλο ένα κύριο σημείο είναι η μη ύπαρξη πνευματικότητας, λειτουργικής ζωής. Δεν μπορούμε να μιλάμε στα παιδιά για κάτι που εμείς οι ίδιοι πρώτα δε ζούμε, δε γευόμαστε. Πολλοί από εμάς δεν έχουμε επαφή με τις ενορίες μας, δεν έχουμε επικοινωνία με τον υπεύθυνο ιερέα, με τους γονείς των παιδιών μας, δεν ξέρουμε να συνεργαζόμαστε. Μέγα λάθος. Για να πετύχουμε τους στόχους μας χρειάζεται ταπείνωση, προσευχή, αγάπη και συνεργασία.

Αγάπη και για τα παιδιά! Συνεργασία και με τα παιδιά! Δεν συναντάται σπάνια το φαινόμενο να μας λείπει ακόμη και η διάθεση, το ενδιαφέρον αλλά και η θέληση για επικοινωνία με τα παιδιά. Κρατάμε αποστάσεις από αυτά, αντιμετωπίζοντας τους εαυτούς μας άλλοτε σαν εκπαιδευτικούς, άλλοτε σαν αρμόδιους να επιβάλλουμε την τάξη ώστε να κερδίσουμε την προσοχή τους. Σκοπός μας όμως είναι να είμαστε στο πλευρό τους και όχι αντιμέτωποι! Αν λείπει από εμάς η αγάπη για τα παιδιά, τότε ίσως θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις δυνατότητες και τον τομέα της προσφοράς μας. Άλλωστε, δεν μας υποχρεώνει κανείς να προσφέρουμε όσα δεν μπορούμε. Ας αφεθούμε στην καθοδήγηση του Θεού και ας έχουμε στο νου μας το πού θέλει εκείνος να μας πάει:

«Γνώρισόν μοι, Κύριε, «ὁδόν ἐν ᾗ πορεύσομαι… Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σύ εἶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. 142. 8, 10).

Ας αναλογιστούμε όλοι: επιτρέπουμε στο Θεό να μας καθοδηγεί;

 

Συνοψίζοντας, ως θεραπεία στα προβλήματα που εκθέσαμε, πιστεύουμε πως είναι πάνω απ’ όλα η Αγάπη και η Πίστη στο Θεό!

Αν έχουμε αγάπη, θα συνειδητοποιούμε το μέγεθος του έργου που επιλέξαμε να προσφέρουμε και θα μπορούμε να διαπιστώνουμε πόσο συχνά, και αν, παρεκκλίνουμε του σκοπού μας, και θα διορθωνόμαστε.

 

Προτάσεις αντιμετώπισης προβλημάτων

Φυσικά, οφείλουμε να δώσουμε και κάποιες πιο ουσιαστικές προτάσεις. Σίγουρα η ύπαρξη κάποιων κριτηρίων επιλογής και για ανάθεση καθηκόντων σε κληρικούς αλλά και για κατηχητική διακονία σε στελέχη, πρέπει να υπάρξει. Κυρίως, γιατί μπορεί να έχουμε όλοι τη θέληση αλλά δεν είμαστε όλοι έτοιμοι για να αναλάβουμε ένα τόσο βαρύ φορτίο ελαφρά τη καρδία. Πάντα υπάρχουν και άλλα πράγματα πέραν της διδασκαλίας στα οποία μπορούμε να βοηθάμε. Ας μη γίνουμε κατηχητές! Ας πορευόμαστε ορθόδοξα, χωρίς αυτή την ιδιότητα! Ίσως, η ύπαρξη προηγούμενης κατηχητικής ή κατασκηνωτικής εμπειρίας να ήταν δόκιμη και για την επιλογή ιερέα αλλά και κατηχητή. Όπως, επίσης, η ενορία δραστηριοποίησης ενός κατηχητή να είναι η ενορία του, ώστε να βρίσκεται κοντά στα παιδιά, στους γονείς, στο εκκλησίασμα, στους εφημέριους, στα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει, στη λειτουργική ζωή.

Επίσης, η δημιουργία περισσοτέρων σεμιναρίων και ο εμπλουτισμός τους, για την κατάρτιση των ιερέων αλλά και των κατηχητών. Αλλά και η δημιουργία μιας ανοιχτής γραμμής επικοινωνίας μεταξύ Ιερέα-Στελεχών, Ιερέα-Αρχιεπισκοπής και Κατηχητή- Αρχιεπισκοπής, ώστε να υπάρχει πνευματική υποστήριξη και καθοδήγηση.

Να γίνονται πιο συχνές συναντήσεις στελεχών με τον υπεύθυνο ιερέα, ώστε να λύνονται άμεσα τα όποια προβλήματα δημιουργούνται και να λυθεί το πρόβλημα επικοινωνίας και διαλόγου, αλλά και συχνότερες συναντήσεις των κατηχητών των Περιφερειών, ώστε να ανταλλάσσονται απόψεις και να υπάρχει ομαδικότητα και συνεννόηση, καθώς όλοι υπηρετούμε έναν κοινό σκοπό, το θέλημα του Θεού.

Να μη στεκόμαστε μόνο στο έργο που προσφέρουμε ο καθένας μας ατομικά, αλλά να είμαστε ανοιχτοί στο να δεχόμαστε νέες προτάσεις, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με την κοινή διδασκαλία και συχνή επαφή μεταξύ γειτονικών Ενοριακών συνάξεων. Η ανταλλαγή απόψεων πάντα βοηθάει και ευνοεί και τη συνεργασία αλλά και τη διεύρυνση οριζόντων.

Η προσφορά και η μέριμνα για υλικοτεχνική υποδομή, για εύρεση χώρων, καθώς πολλές ενορίες δεν έχουν χώρο στέγασης των κατηχητικών τους.

Στα πλαίσια της Κατηχητικής διακονίας, βασικό συστατικό είναι οι ξεκάθαροι στόχοι στην κατήχηση: τι πιο βασικό από την ένταξη των παιδιών στη λειτουργική ζωή; – ανεξάρτητα πάντα από τον αριθμό των παιδιών που συγκροτούν μια κατηχητική βαθμίδα. Ναι, ας προσπαθούμε να δείχνουμε σε περισσότερους ανθρώπους το δρόμο του Θεού, αλλά ας έχουμε στο μυαλό μας, ακόμη, πως σημασία έχει η ποιότητα και όχι μόνο η ποσότητα. Σημασία έχει να βοηθάμε και όσα παιδιά ήδη έχουμε κοντά μας και να φροντίζουμε να τα κρατάμε κοντά μας, και όχι μόνο να προσπαθούμε να αυξήσουμε τον αριθμό τους, για να καυχιόμαστε για το έργο που προσφέρουμε! Η ταπείνωση να είναι η πρώτη λέξη στο μυαλό μας.

Τέλος, ένας προβληματισμός που θέλουμε να θέσουμε, στον τομέα της γενικότερης οργάνωσης της Νεότητας είναι ο εξής: μήπως, καλύτερα, να δίνεται χρόνος στην νεανική εστία για να δραστηριοποιηθεί και μετά να αξιολογούμε το έργο της; Ή, ακόμα, μήπως κάθε νεότητα να δημιουργείται εξαιτίας της ίδιας της της ανάγκης και όχι επειδή πρέπει να γίνει; Θέλουμε, άραγε, Ενοριακές Νεανικές Εστίες πολυάριθμες, έστω κι αν υπολειτουργούν ή απαρτίζονται από ανθρώπους που δεν προσφέρουν όσα, ίσως, θα έπρεπε, ή θέλουμε να διασφαλίζουμε την σωστή, ορθόδοξη κατήχηση των νέων; Γι’ αυτό, θεωρούμε, ότι δεν πρέπει να είναι πιεστική η δημιουργία τους, αλλά να ωριμάζει πρώτα η ιδέα, να υπάρχει προεργασία και προετοιμασία και του ιερέα και των στελεχών. Και πάλι, όμως, να δίνεται μια περίοδος δοκιμής, καθώς όλοι έχουμε το δικαίωμα να εξελίσσουμε και να διαμορφώνουμε σταδιακά τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας των ενοριακών συνάξεων, μέχρι να καταλήξουμε στον πιο δόκιμο και αποτελεσματικό.

Συμπερασματικά

Εν κατακλείδι, αυτό που πάντα αφήνουμε στην άκρη και ποτέ δε σκεφτόμαστε, είναι τα ίδια τα παιδιά και οι καιροί που ζούμε. Η εποχή μας είναι από τις πιο δύσκολες της ιστορίας. Σκάνδαλα, μεμονωμένα περιστατικά που πλήττουν τον εκκλησιαστικό χώρο, οι παρωπίδες που πολλές φορές έχουμε και δε μας επιτρέπουν να δούμε τι γίνεται γύρω μας… και από την άλλη οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής, ο προβληματισμός και τα ξεσπάσματα της νεολαίας, η ανάγκη τους να πιστέψουν σε κάτι, να στηριχτούν σε κάτι… Εκεί θα πρέπει να εστιάσουμε. Οι νέοι μας μας έχουν ανάγκη. Πρέπει να τους αφουγκραστούμε. Να τους πλησιάσουμε και να βρεθούμε στο πλευρό τους δίνοντας τους λύσεις, χωρίς να τους περιορίσουμε. Αν έχουμε ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά, σίγουρα θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε κάθε πρόβλημα που θα ανακύπτει. Όχι με συγκεκριμένη συνταγή: τα προβλήματα ποτέ δεν είναι ίδια και δε μένουν ίδια. Θέλουν, όμως, ανθρώπους με πίστη και σθένος για να αντιμετωπιστούν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Η Καινή Διαθήκη

 Άγιος Ιωάννης του Ροστώφ, Πνευματικό Αλφάβητο, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Έκδοση Δέκατη Όγδοη, Ωροπός, 2001.

 Γέροντος Πορφυρίου Ιερομονάχου, Ανθολόγιο Συμβουλών,  Εκδόσεις Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Στ’ Έκδοση, Αθήνα, 2007.