Η γυναίκα στην Παλαιά Διαθήκη

ceb2Η Παλαιά Διαθήκη, όχι μόνο προβάλει έντονα τη γυναικεία παρουσία με πρωταγωνιστικό ρόλο στη θεολογία της, αλλά και έχει τιτλοφορήσει μερικά βιβλία της με γυναικεία ονόματα, καθώς γυναίκες, όπως η Ρούθ, η Ἰουδίθ και η Ἐσθήρ, πρωταγωνιστούν σε αυτά και προετοιμάζουν με τον τρόπο τους το δρόμο για να έρθει ο Μεσσίας. Γυναίκες όπως η Σάρα, η Ρεβέκκα, η Ραχήλ αποτελούσαν παραδείγματα. Έπειτα η Δεββώρα και μερικές άλλες στην εποχή των Κριτών, έπαιξαν ηγετικό ρόλο. Υπάρχουν προφήτισσες όπως η Μαριάμ (ΕΞΟΔΟΣ ΙΕ: 20) ή η Ολδά (Δ΄ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΚΒ: 14). Λάμπουν με την παρουσία τους σεβαστές γυναίκες, όπως ήταν η Λεία, οι προφήτισσες Μυριάμ (αδελφή του Μωυσή) Ιαήλ και Άννα (μητέρα του Σαμουήλ), αλλά και γυναίκες πόρνες δεν αποκλείονται από την γενεαλογία του Χριστού.

Αναμφίβολα η θέση της γυναίκας μέσα στο βιβλικό περιβάλλον εντάσσεται στους ισχύοντες κοινωνικοπολιτιστικούς κανόνες και στα δεδομένα της εποχής. Η βασική τοποθέτηση της Παλαιάς Διαθήκης αναφορικά με τη θέση και το ρόλο της γυναίκας επικεντρώνεται κυρίως στους τίτλους “σύζυγος” και “μητέρα”. Πρόκειται λοιπόν για τις αξίες που αναγνωρίζονταν στη γυναίκα μέσα στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος. Βεβαίως στην Παλαιά Διαθήκη δεν μας είναι άγνωστα και τέτοιου είδους κείμενα, στα οποία παρουσιάζονται είτε ρομαντικά στοιχεία αγάπης (Άσμα ασμάτων) είτε ηρωικά κατορθώματα γυναικών σε κρίσιμες στιγμές του ισραηλιτικού έθνους (Εσθήρ, Ιουδίθ). Το ερώτημα είναι: επαινείται άραγε στην Παλαιά Διαθήκη η ίδια η γυναίκα καθ΄ εαυτή ή μήπως εκτιμούνται τα κατορθώματά της σε συσχετισμό με την ωφελιμότητα που έχουν για το σύζυγό της;

Ας ξεκινήσουμε με το πως δημιουργήθηκε η γυναίκα: Δημιουργείται από την πλευρά του Αδάμ, κατά το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου Γένεσις (πέρα από το γεγονός ότι η πρώτη διήγηση της δημιουργίας του ανθρώπου, στο 1ο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου, αναφέρει πως ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, δηλαδή τα δύο φύλα, το ανδρικό και το γυναικείο, με τον ίδιο τρόπο ).Τότε φωτιζόμενος από το Πνεύμα του Θεού ο Αδάμ είπε• “Τοῦτο νῦν (η γυναίκα δηλαδή είναι) ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου•” (Γενέσ. β΄ 23, 24).

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός λέει σχετικά: «Δεν την έχει ο Θεός την γυναίκα κατώτερη από εσένα, άνδρα. Δια τούτο την έκαμε από τη μέση (την πλευρά) του ανδρός […]. Διά τούτο δεν την έκαμε την γυναίκα από το κεφάλι, διά να μην καταφρονά τον άνδρα, ομοίως πάλιν δεν την έκαμε από τα ποδάρια, διά να μη καταφρονά ο άνδρας την γυναίκα» (Διδαχή Ά2, 5η 100). Η γυναίκα, λοιπόν, δημιουργείται απ’ την πλευρά του άντρα, από την ίδια ουσία μ’ αυτόν για να γίνει φανερή η ισοτιμία τους.

Η Εύα Αδαμτζίλογλου παρατηρεί ότι στη διήγηση για τη δημιουργία της γυναίκας, ο Θεός οικοδομεί την πλευρά που λαμβάνει από τον Αδάμ σε ’issa και όχι σε Εύα (=Ζωή). Και ενώ ο Αδάμ είναι κοιμισμένος, δηλαδή δε συμμετέχει στο δημιουργικό έργο του Θεού, πρώτος ο Θεός είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τη λέξη ’issa για τη γυναίκα και όχι ο Αδάμ. Ο Θεός πάλι είναι εκείνος που οδηγεί την ’issa στον Αδάμ, ο οποίος πλέον δεν την ονομάζει, όπως έκανε με τα ζώα, αλλά απλά την αποδέχεται όπως την έπλασε ο Θεός. Δηλαδή την αναγνωρίζει ως ’issa και παράλληλα παραδέχεται και τον εαυτό του ως ’is και όχι ως Αδάμ. Καλεί την γυναίκα με το όνομα που ο Θεός της έδωσε: «αύτη κληθήσεται ’issa ότι από τον ’is ελήφθη αύτη». Στην περιγραφή επομένως της δημιουργίας των δύο φύλων, δεν χρησιμοποιούνται οι λέξεις Αδάμ και Εύα, αλλά οι λέξεις ’is και ’issa. Έτσι, ενώ τονίζεται η ισοτιμία των ξεχωριστών υποστάσεων αρσενικού και θηλυκού ανθρώπου, δηλώνεται επιπλέον και η οργανική ενότητα των φύλων σ’ έναν άνθρωπο . Φτιαγμένη από τον άντρα (ish), από την ίδια με αυτόν ουσία, η γυναίκα (isha) δεν είναι κατώτερή του, αλλά εσώτερή του, όπως το εκφράζει το θαυμαστικό επιφώνημα του Αδάμ. Κάθε πρόσωπο, χωρίς να συγχέεται με το άλλο -ελευθερία- είναι αυτό που είναι το άλλο. Στο πρόσωπο της γυναίκας ο άντρας αναγνωρίζει ολόκληρο τον εαυτό του, και ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως είναι διαφορετικός από εκείνη: διαφορά που δηλώνεται με το γράμμα «a» του «isha».

Στο δεύτερο κεφάλαιο της Γένεσης η λέξη «Αδάμ» χρησιμοποιείται με την έννοια του χοϊκού ανθρώπου, που μετά τη δημιουργία των φύλων περιγράφεται ως ’issa και ’is. Όμως, στη περιγραφή της πτώσης, «ο αρσενικός άνθρωπος εμφανίζεται με το κύριο όνομα Αδάμ, ενώ αντίθετα η γυναίκα με τη λέξη ’issa. Η φιλολογική χρήση της λέξης Αδάμ στο κεφ.3 φαίνεται ότι παρουσιάζει και δεν αποκρύπτει τον σφετερισμό της θέσης του ανθρώπου γενικά από τον άνδρα, ενώ η “επίσημη” ονομασία της ’issa από τον Αδάμ θα γίνει στο τέλος της πτώσης (Γεν. 3,20)». Πριν από το προπατορικό αμάρτημα ο Αδάμ την έχει επίσης προσφωνήσει και βοηθό του, λέξη (ezer στο αρχικό εβραϊκό κείμενο) που χρησιμοποιείται ακόμη και για τον ίδιο το Θεό (Έξοδος ιη: 4, Δευτερονόμιον λγ: 29, Ψαλμοί λβ: 20, Ψαλμοί ξθ: 6, Ψαλμοί ρμε: 5). Η γυναίκα ονομάζεται και βοηθός του άντρα, γιατί τον βοηθά να εξέλθει από την μοναξιά του, το εγώ του και να συναντήσει το συ, να ολοκληρωθεί στο εμείς. Και επειδή αυτό δεν ισχύει μόνο για τη γυναίκα, κατά τον ίδιο τρόπο ο άνδρας είναι βοηθός της γυναίκας, όπως και ο Θεός είναι βοηθός του ανθρώπου (βλ.Ψαλμ.32,20).

Ο Θεός παρομοιάζει τον εαυτό του με γυναίκα-μητέρα, προκειμένου να δείξει την αγάπη του προς το λαό του, π.χ. ΗΣΑΪΑΣ ΞΣΤ: 13: “ως ει τινα μήτηρ παρακαλέσει, ούτως καγώ παρακαλέσω υμάς, και εν Ιερουσαλήμ παρακληθήσεσθε”. ΗΣΑΪΑΣ ΜΘ: 15: “μη επιλήσεται γυνή του παιδίου αυτής του μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής; ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, αλλ’ εγώ ουκ επιλήσομαί σου, είπε Κύριος”. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί για τον Ισραήλ την παρομοίωση της κοπέλας-θυγατέρας του, π.χ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΙΔ: 17: “και ερείς προς αυτούς τον λόγον τούτον• καταγάγετε επ’ οφθαλμούς υμών δάκρυα ημέρας και νυκτός, και μη διαλιπέτωσαν, ότι συντρίμματι συνετρίβη θυγάτηρ λαού μου και πληγή οδυνηρά σφόδρα”. Επίσης, παρομοιάζει τον Ισραήλ με τη γυναίκα-σύζυγό του, π.χ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ Γ: 20: “πλήν ως αθετεί γυνή εις τον συνόντα αυτη, ούτως ηθέτησεν εις εμέ ο οίκος Ισραήλ, λέγει Κύριος”.

Ξαναγυρνώντας στο ερώτημα που διατυπώσαμε παραπάνω, δηλαδή στο αν κριτήριο του επαίνου της γυναίκας αποτελεί το κατά πόσο υπηρετεί σωστά και τιμά τον άντρα της (πρβ. Σοφία Σειράχ κς΄ 1-4, Σοφία Σειράχ κς΄ 13-18, Παροιμίαι λα΄ 10-31, Παροιμίαι ια΄ 16), θα σκιαγραφήσουμε κάποιες γυναικείες φιγούρες της Παλαιάς Διαθήκης.

 

Ο Θεός είχε αποκλείσει για πάντα τους Μωαβίτες από το να γίνουν λαός του (ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ ΚΓ: 4). Η μία και μοναδική εξαίρεση ήταν μια γυναίκα, η Ρουθ. Η Ρουθ πρέπει να έζησε την εποχή των Κριτών, όπως γράφει το ίδιο το βιβλίο, και ήταν Μωαβίτισσα, καταγόταν δηλαδή από τη Μωάβ, μία πόλη ανατολικά της Νεκρής Θάλασσας, όπου και κατοικούσε. Όλα ξεκίνησαν όταν μία οικογένεια μετακόμισε στην Μωάβ από τη Βηθλεέμ γιατί στη Βηθλεέμ έπεσε μεγάλος λιμός. Η Ρουθ γνωρίστηκε με τον Μααλών, γιο αυτής της οικογένειας, και τον παντρεύτηκε, όμως σε λίγο καιρό χήρεψε και αυτή και η πεθερά της η Νωεμίν. Η πεθερά της αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στη Βηθλεέμ και η Ρουθ αποφασίζει να την ακολουθήσει, παρότι η πεθερά της την προτρέπει να παραμείνει στην πατρίδα της. Στη Βηθλεέμ για να ζήσει η Ρουθ δουλεύει στα χωράφια του Βοόζ, ο οποίο ήταν και μακρινός συγγενής της. Ο Βοόζ την ερωτεύεται, την παντρεύεται, και από το γάμο τους γεννιέται ο Ωβήδ, ο οποίος ήταν παππούς του Δαυίδ, από την γενιά του οποίου θα προέλθει ο Ιησούς Χριστός. Ξέρουμε από την έρευνα πως το εν λόγω βιβλίο γράφτηκε από κάποιον που ανήκε τον κύκλο του προφήτη Σαμουήλ, ο οποίος έχρισε για πρώτη φορά βασιλείς στην ιστορία των Ιουδαίων, και συγκεκριμένα τους Σαούλ και Δαυίδ, από την γενιά του οποίου θα προέλθει ο Χριστός. Για να αναφερθεί το βιβλίο στην προϊστορία του Μεσσία δεν χρησιμοποίησε τα όνομα κάποιου από τους άνδρες της υπόθεσης, όπως του Βοόζ ή του Ωβίδ, αλλά το όνομα μιας γυναίκας, της Ρουθ. Είναι εύλογο πως το όνομα της Ρουθ βρίσκεται και στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού, όπως μας την παραδίνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στην πρώτη σελίδα του ευαγγελίου του γράφοντας χαρακτηριστικά : «…Σαλμὼν δε ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ» ο δεύτεροςάνδρας της Ρουθ, «Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς ‘Ρουθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα…» . Μία απλή γυναίκα που υπό άλλες συνθήκες θα περνούσε εντελώς απαρατήρητη καθώς η ζωής της δεν έχει τίποτα το συγκλονιστικό στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης – παντρεύτηκε κάποιον από άλλο μέρος (τη Βηθλεέμ) – αποκτά μεγίστη σημασία καθώς θα γεννήσει τον παππού του Δαυίδ, δηλαδή θα αποτελέσει μέρος της προϊστορίας του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό δεν συγκαταλέγεται μόνο στα γνωστά ονόματα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και της πρώτης πρώτης σελίδας της Καινής.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως γυναίκες γίνονται και Κριτές, πρόσωπα που πρωταγωνιστούν και κατευθύνουν τη ζωή του Ισραήλ μεταξύ του 12ου ως τη μέση περίπου του 11ου αιώνα, δηλαδή από τότε που πέθανε ο Ιησούς του Ναυή μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Μία γυναίκα που κατατάσσεται μεταξύ των Κριτών είναι η προφήτισσα Δεββώρα. “και Δεββώρα γυνή προφήτις, γυνή Λαφιδώθ, αύτη έκρινε τον Ισραήλ εν τω καιρώ εκείνω” (ΚΡΙΤΑΙ Δ: 4) Αποκαλείται επιπλέον μητέρα του Ισραήλ: “εξέλιπον δυνατοί εν Ισραήλ, εξέλιπον, έως ού ανέστη Δεββώρα, έως ου ανέστη μήτηρ εν Ισραήλ” (ΚΡΙΤΑΙ Ε: 7). «Έλειψαν οι δυνατοί από τον Ισραήλ, μέχρι να φανεί η Δεββώρα, μέχρι να φανεί ως μητέρα του Ισραήλ». Χάρη στην Δεββώρα οι Ισραηλίτες νικούν τους εχθρούς τους.

Μία άλλη γυναίκα που αναφέρεται στο 6ο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που λέγεται Ιησούς του Ναυή και θα γίνει αντικείμενο θετικών σχολιασμών από την Καινή Διαθήκη και τη μετέπειτα βυζαντινή θεολογία είναι η πόρνη Ραάβ που μένει στην Ιεριχώ. Βρισκόμαστε την εποχή που οι Ισραηλίτες έχουν επιστρέψει στη γη Χαναάν από την Αίγυπτο, αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα εγκατάστασης καθώς πολλές πόλεις τους έχουν καταληφθεί από τους Αμορραίους βασιλιάδες. Μία από αυτές είναι και η Ιεριχώ, όπου διαμένει η Ραάβ.

Ο Ιησούς του Ναυή στην προσπάθεια του να καταλάβει την Ιεριχώ, στέλνει ανθρώπους στην πόλη για να κατασκοπεύσουν την κατάσταση. Όταν οι κατάσκοποι των Ισραηλιτών θα μπουν στην Ιεριχώ για να βολιδοσκοπήσουν την πόλη, η πόρνη Ραάβ θα δεχτεί καλοπροαίρετα να τους φιλοξενήσει στο σπίτι της. Όταν θα κινδυνέψουν εκείνη, σεβόμενοι τη φιλοξενία της, δεν θα τους καταδώσει, αντιθέτωςθα τους φυγαδέψει κατεβάζοντας τους από το παράθυρο με ένα κόκκινο σχοινί. Οι κατάσκοποι Ισραηλίτες τη συμβουλεύουν να αφήσει το σχοινί στο παράθυρο, και εκείνη ακολουθεί πιστά την συμβουλή τους. Όταν αργότερα θα κυριέψουν αγρίως την Ιεριχώ, βλέποντας το κόκκινο σχοινί θα καταλάβουν πως αυτό το σπίτι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και κάλυψη, και έτσι δεν θα σκοτώσουν ούτε την Ραάβ, ούτε τους συγγενείς της. Η Ραάβ θα γίνει το σύμβολο της πλήρους εμπιστοσύνης. Άκουσε τους κατασκόπους των Ισραηλιτών και σώθηκε. Ο Απόστολος Παύλος στο 11ο κεφάλαιο της Προς Εβραίους επιστολής αναφέρει χαρακτηριστικά για τη Ραάβ : «Πίστει τὰ τείχη Ἱεριχὼ ἔπεσε κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Πίστει Ῥαὰβ ἡ πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς ἀπειθήσασι, δεξαμένη τοὺς κατασκόπους μετ’ εἰρήνης». Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, πολλούς αιώνες μετά, θα πει πως η Ραάβ είναι η εικόνα της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία δεν δέχτηκε τους κατασκόπους τους Ιησού του Ναυή, αλλά τους μαθητές του Χριστού.

Βέβαια οι γυναίκες δεν φέρνουν μόνο το καλό στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και τη συμφορά, συνδέοντας πολλές φορές το όνομα τους με αυτήν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιεζάβελ, πρόσωπο που ζει περίπου το 875 π.Χ. στα χρόνια του προφήτη Ηλία. Η Ιεζάβελ, που προέρχεται από τη βασιλική οικογένεια των Φοινίκων, είναι η σύζυγος του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ, και θέλει να επιβάλει τη λατρεία του ψεύτικου Θεού Βάαλ. Η Ιεζάβελ με διαταγή της σκοτώνει πολλούς προφήτες που διδάσκουν την πίστη στον αληθινό Θεό και ο Ηλίας ζει κρυμμένος και περιπλανώμενος σε διάφορα μέρη. Μάλιστα η Γραφή μας πληροφορεί πως ζούσε τρεφόμενος και κρέας και ψωμί που έφερναν τα κοράκια αλλά και με τη βοήθεια μια χήρας από τη Σερεπτά της Σιδώνας ένα κοράκι του φέρνει τροφή. Προβλέπει τριετή ξηρασία στη χώρα. Ο βασιλιάς Αχαάβ και η γυναίκα του δεν το δέχονται και αποφασίζουν να καταφύγουν σε ένα πείραμα για να αποδείξουν τη δύναμη του δικού τους Θεού. Συγκεντρώθηκαν 450 ψευδοπροφήτες του Βάαλ μαζί με 300 προφήτες της Αστάρτης, μίας άλλης ψεύτικης θεάς, στο όρος Κάρμηλον. Εκεί ήταν και ο Ηλίας μαζί με ολόκληρο τον λαό. Έφτιαξαν ένα θυσιαστήριο, έβαλαν επάνω ένα μοσχάρι και ο Ηλίας πρότεινε να παρακαλέσουν τον Θεό Βάαλ ρίξει με θαυματουργικό τρόπο φωτιά από τον ουρανό για να ανάψει φωτιά, και το ίδιο θα έκανε και εκείνος. Οι προφήτες παρακαλούσαν έντονα τον ψεύτικο Θεό, όμως η Παλαιά Διαθήκη λέγει κατά λέξη πως από τον ουρανό δεν ακουγόταν ούτε φωνή, ούτε ακρόασις, «οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις», κατά την πολύ γνώστη έκφραση που έμεινε παροιμιώδης . Ο Ηλίας διέταξε αμέσως να καταβρέξουν τα ξύλα και στο δικό του θυσιαστήριο. Επικαλέστηκε το δικό του Θεό και αμέσως φωτιά από τον ουρανό κατέκαψε τα πάντα. Το περιστατικό συνδέεται αναμφισβήτητα με το πρόσωπο της Ιεζάβελ, η οποία όμως συνδέεται με αρνητικά γεγονότα και όχι με θετικά. Στην Παλαιά Διαθήκη οι γυναίκες δεν φέρνουν μόνο τα καλά. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να βάλουν σε μπελάδες μεγάλους προφήτες ή ακόμα και έναν ολόκληρο λαό.

Ένα άλλο σημείο της Παλαιάς Διαθήκης που δείχνει τη σημαντική παρουσία της γυναίκας είναι αναμφισβήτητα το βιβλίο της Ιουδίθ. Άλλωστε είναι ένα ακόμα βιβλίου που φέρει γυναικείο όνομα. Ο συγγραφέας του βιβλίου που ζει τον 2ο π.Χ. αιώνα, (συνεπώς τότε γράφτηκε το βιβλίο) κάνει το εξής συναρπαστικό. Ενώ η πρωταγωνίστρια του έργου του, Ιουδίθ, ζει τον 4ο π.Χ. αιώνα, την τοποθετεί να ζει στη Βαβυλώνια αιχμαλωσία δηλαδή τον 6ο αιώνα, προφανώς γιατί ήταν μια συναρπαστική γι’ αυτόν εποχή, από όπου θα μπορούσε να αντλήσει πολλά συναρπαστικά στοιχεία.

Σύμφωνα λοιπόν με τη διήγηση του βιβλίου ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας με το στρατηγό του Ολοφέρνη, πριν καταστρέψει εντελώς τα Ιεροσόλυμα, πολιορκεί το οχυρό των Ισραηλιτών το κάστρο Βαιτυλούα. Η πολιορκία του συγκεκριμένου ιερού σήμαινε αυτομάτως και άνετη πολιορκία των Ιεροσολύμων. Πράγματι οι Ισραηλίτες θρηνούν και οδύρονται για την επικείμενη καταστροφή που την βλέπουν να βρίσκεται επί θύραις. Μόλις έπεσε το οχυρό ο συνεργάτης του Ολοφέρνη Αχιώρ, στρατηγός των Αμμωνιτών, αν και εχθρός των Ισραηλιτών λέγει με έμφαση πως κανείς δεν μπορεί να νικήσει τους Ισραηλίτες, καθώς ο Θεός τους είναι ανίκητος κατά πάντα. Η μόνη περίπτωση να νικηθούν είναι μόνο όταν παραβούν τις εντολές του Θεού τους. Ο Ολοφέρνης στο άκουσμα αυτής της άποψης αγανακτεί σφόδρα καθώς δεν μπορεί να δεχτεί πως υπάρχει κάποιος, έστω και Θεός, που θα μπορούσε να νικήσει τους πανίσχυρους Βαβυλώνιους. Διατάζει να δέσουν τον στρατηγό Ολοφέρνη και να τον πετάξουν στο κάστρο της Βαιτυούλα, έτσι ώστε να δει ο ίδιος με τα μάτια του την άλλη μέρα την πλήρη καταστροφή των Ισραηλιτών.

Εκείνη τη στιγμή η Ιουδίθ μια ήσυχη, αξιοπρεπής, αλλά και πολύ ωραία χήρα δίνει τη δική της λύση. Βγάζει τα πένθιμα ρούχα, στολίζεται όσο μπορεί καλύτερα, και με προκλητική εμφάνιση μπαίνει στο στρατόπεδο του Ολοφέρνη. Ο Ολοφέρνης γοητεύεται αμέσως από την ομορφιά της και πιάνει κουβέντα μαζί της. Η Ιουδίθ δεν κρύβει το ποια είναι και του εξομολογείται πως όντως οι συμπατριώτες της αν παραβούν τη λατρεία στον αληθινό Θεό θα ηττηθούν και από τους εχθρούς τους και αυτή τη στιγμή είναι έτοιμοι να τις παραβούν, καθώς πεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα. Ο Ολοφέρνης γοητευμένος σφόδρα προκειμένου να την κάνει δική του της προτείνει να τη φιλοξενήσει τρεις μέρες στη σκηνή του. Η Ιουδίθ δέχεται και την τέταρτη μέρα τον μεθάει και με το σπαθί του, του κόβει το κεφάλι. Παίρνει το κεφάλι του, πηγαίνει στην πόλη των Ιεροσολύμων και κρεμάει το κεφάλι του έξω από τα τείχη. Όπως ήταν αναμενόμενο η εικόνα του κρεμασμένου κεφαλιού του ίδιου του αρχιστρατήγου προκαλεί πανικό στους Βαβυλώνιους στρατιώτες, οι οποίοι αλλοπαρμένοι δεν ξέρουν που να απευθυνθούν. Εύκολα τώρα οι Ισραηλίτες ορμούν και απομακρύνουν τους έντρομους Βαβυλώνιους. Η Ιουδίθ ανακηρύσσεται αρχηγός των Ισραηλιτών και αρχίζουν όλοι να υμνούν τον Ζωντανό Θεό.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο άγνωστος συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου, (το οποίο σημειωτέον δεν σώζεται στο πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο αλλά μόνο στην μετάφραση ων Ο΄), που ζει τον 2ο π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιεί ένα ιστορικό πρόσωπο, την Ιουδίθ, που όντως έζησε, κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια του Αρταξέρξη Ώχου, δηλαδή 4ο αιώνα (359 – 338), την τοποθετεί δύο αιώνες πιο πριν, στη Βαβυλώνια αιχμαλωσία και τελικά τη βάζει όχι μόνο το καταλυτικό πρόσωπο τους έργου του, αλλά και την αρχηγό των Ισραηλιτών. Σε μία καθαρά ανδροκρατούμενη κοινωνία μία γυναίκα γίνεται αρχηγός ενός έθνους, έστω και μικρού. Το εξόχως αξιοπρόσεκτο είναι πως το κείμενο που μας σώζεται είναι μόνο της μεταφράσεων των εβδομήκοντα που είχαν έντονη ελληνική παιδεία. Και έτσι μία καθαρά ανδροκρατούμενη νοοτροπία, όπως αυτή των αρχαίων Ελλήνων, την οποία γνώριζαν άριστα οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, μεταφράζουν από το Εβραϊκό κείμενο στα ελληνικά πως μία γυναίκα φέρνει τη νίκη και γίνεται η αρχηγός των Ισραηλιτών.

Μία άλλη γυναίκα που επίσης παίζει σε κάποια φάση πολύ σημαντικό ρόλο στη μοίρα των Ισραηλιτών είναι η Εσθήρ. Η ιστορία της συνδέεται με τους Ιουδαίους της διασποράς καθώς η Εσθήρ δεν ζει στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη διασπορά και συγκεκριμένα στα Σούσα, την πρωτεύουσα των Περσών, την εποχή του βασιλιά Ξέρξη Α΄, ο οποίος έγινε βασιλιάς το 486 – 464 π.Χ., (4 χρόνια μετά την ήττα των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα από το στρατηγό Μιλτιάδη). Σύμφωνα με το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, ο βασιλιάς Ξέρξης Α΄ σε μεγάλη γιορτή που έκανε στα ανάκτορα του, κάλεσε την γυναίκα του Αστίν να παρουσιαστεί μπροστά στους καλεσμένους του, για να δουν όλοι την ομορφιά της. Εκείνη αρνήθηκε, και ο βασιλιάς νιώθοντας μεγάλη ντροπή, την διώχνει από το παλάτι. Για να βρει λοιπόν καινούρια γυναίκα, την οποία θα καταστήσει και βασίλισσα, διατάζει να παρουσιαστούν μπροστά του, όλες οι ωραίες κοπέλες της επικράτειας του, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Προσέρχεται λοιπόν και η Εσθήρ, μία πολύ όμορφη Ιουδαία, που δεν ζει μόνιμα στα Ιεροσόλυμα, αλλά στα Σούσα. Ο Ξέρξης καταγοητεύεται και την παντρεύεται καθιστώντας επίσημη γυναίκα του. Έτσι από εδώ και στο εξής βασίλισσα της ισχυρής αυτοκρατορίας των Περσών είναι μία Ισραηλίτισσα, η Εσθήρ.

Η Εσθήρ έχει έναν θείο, τον Μαρδοχαίο, ο οποίος είναι αυλικός του βασιλιά ανακαλύπτει μία συνομωσία εναντίον του Ξέρξη. Τον ενημερώνει εγκαίρως, οι ένοχοι τιμωρούνται και ο Ξέρξης σώζεται, νιώθοντας βαθιά ευγνωμοσύνη για τον Μαρδοχαίο. Ο Μαρδοχαίος όμως αρνείται κατηγορηματικά να προσκυνήσει τον Αμάν, τον πρωθυπουργό του βασιλιά, όπως απαιτούσε η βασιλική διαταγή για όλους τους υποτελείς της χώρας, και ο Αμάν αποφασίζει να τον βγάλει από την μέση. Τον διαβάλει στον Ξέρξη, ο Ξέρξης μη δίνοντας ιδιαίτερη σημασία συγκατανέβει, και με το βασιλικό διάταγμα που φυσικά δεν το πληροφορείται ακόμα κανείς, ορίζεται η ημέρα εξόντωσης των Ιουδαίων ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η ημέρα αυτή βγαίνει με κλήρο, και είναι η 14η του μηνός Αδάρ, που είναι μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου. Στη διατύπωση του διατάγματος είναι εμφανής η προσωπική σφραγίδα του Αμάν, χωρίς την πλήρη γνώση του Ξέρξη.

Ο Μαρδοχαίος πληροφορείται τα γεγονότα και τρέχει να ενημερώσει τη βασίλισσα ανιψιά του Εσθήρ, που είναι Εβραία, για να τους γλιτώσει. Η Εσθήρ, αν και διστάζει στην αρχή, πείθεται εν τέλει και αποφασίζει να βάλει μπροστά το γυναικείο σχέδιο της. Ετοιμάζει ένα λαμπρό συμπόσιο και καλεί τον βασιλιά και τον πρωθυπουργό του. Πάνω στο γλέντι, σαγηνευμένος ο βασιλιάς, της υπόσχεται πως θα ικανοποιήσει κάθε επιθυμία της, και η Εσθήρ μόλις λαμβάνει την ανδρική του υπόσχεση, του αποκαλύπτει πλήρως το σατανικό σχέδιο του Αμάν σχετικό με το περιώνυμο βασιλικό διάταγμα. Νευριασμένος ο Ξέρξης διατάζει τον θάνατο του πρωθυπουργού, δια απαγχονισμού, και φυσικά ανακαλεί το σχετικό διάταγμα, και ο Μαρδοχαίος γίνεται ο νέος πρωθυπουργός της χώρας. Όμως συμβαίνει και κάτι άλλο. Οι Ιουδαίοι δέχονται επίθεση από εχθρούς τους, και πρέπει να αμυνθούν. Βασιλικό διάταγμα, και πάλι με τη βοήθεια της Εσθήρ, είναι με το μέρος των Ιουδαίων στην επίθεση που πρόκειται να δεχθούν από τους εχθρούς του. Πράγματι νικούν και εμφανίζονται τώρα ως οι ισχυροί της περσικής αυτοκρατορίας. Είναι προφανές πως όλες αυτές οι επιτυχίες δεν θα είχαν συμβεί, αν δεν υπήρχε μία γυναίκα η Εσθήρ, η οποία όχι μόνο έγινε βασίλισσα, αλλά είχε καταφέρει να αποκτήσει και την πλήρη εμπιστοσύνη του συζύγου της. Και σε αυτήν την περίπτωση η γυναίκα εξαίρεται που παίρνει την εξέχουσα θέση της στο λαό του Ισραήλ, και της διασποράς φυσικά, από τον οποίο θα βγει κάποια μέρα ο Μεσσίας.

Οι γυναίκες στην Παλαιά Διαθήκη συνδέονται και με θαυματουργικά γεγονότα, όπως η γνωστή Σάρρα. Η Σάρρα γέννησε σε μεγάλη ηλικία με θαυματουργικό τρόπο τον Ισαάκ. Καθώς από τον Ισαάκ, γιο του Αβραάμ γεννιούνται όλοι οι μεγάλοι προφήτες και βασιλείς, Δαυίδ και Σολομών, από τη γενιά των οποίων θα προέλθει ο Μεσσίας, η Σάρρα με την ατεκνία της και τον θαυματουργικό τρόπο γέννησης, καθίσταται κεντρικό πρόσωπο στην Παλαιά Διαθήκη. Το ίδιο συμβαίνει και με μία άλλη γυναίκα την Άννα, σύζυγο του Ελκανά, πρόσωπο που αναφέρεται στο Α΄ Βασιλείων της Παλαιάς Διαθήκης. Πράγματι η Άννα θα γεννήσει γιο με θαυματουργικό τρόπο, σε μεγάλη ηλικία, τον Σαμουήλ, ο οποίος θα γίνει ο πιο σημαντικός προφήτης του λαού όταν θα γυρίσουν από την αιχμαλωσία της Αιγύπτου. Αυτός θα χρίσει και τον πρώτο βασιλιά του Ισραήλ, τον Σαούλ, παρά την έντονη, αρχική του, αντίδραση καθώς η εγκατάσταση βασιλιά, κατά το πρότυπο των γειτονικών λαών, θα σήμαινε έλλειψη εμπιστοσύνης στο Θεό. Ο Σαούλ θα αποδειχθεί ακατάλληλο γι’ αυτή τη θέση και τελικά θα εγκαταστήσει βασιλιά τον Δαυίδ, προπάτορα του Μεσσία. Έτσι μία ακόμα γυναίκα, η Άννα του Ελκανά, γίνεται σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία του Ισραήλ, η οποία συνδέεται, και στα 49 βιβλία της Π.Δ., άμεσα με την προετοιμασία του ερχομού του Μεσσία. Με θαυματουργικό τρόπο γεννιέται και ο κριτής Σαμψών καθώς είναι γιος του Μανωέ και «της στείρας γυναίκας του από τη Σαραά».

Οι γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης δεν διεκδικούν κοινωνική θέση ή εξύψωση (καλοδεχούμενα βέβαια και αυτά όπου υπάρχουν), αλλά μετοχή στην κοινή πορεία της κοινότητας που αναμένει τον ερχομό του Μεσσία. Τα γυναικεία πρόσωπα όπως η Εύα, η Δεββώρα, η Ιαήλ, η Αβιγαία, η Σάρρα, η Ρεββέκα, η Ραάβ, η Δαλίδα, που θα φέρει τελικά μία καταστροφή παραπλανώντας τον Κριτή Σαμψών, η Ρουθ, η Ιουδίθ, η Εσθήρ, η Άννα του Ελκανά, συνθέτουν έναν υψηλό μητριαρχικό πολιτισμό, όπου η γυναίκα είναι αυτή που κυριαρχεί και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό πολλά πράγματα της ιστορίας της θείας οικονομίας που τελικά δεν είναι άλλη από την ιστορία όλης της ανθρωπότητας.

Κορυφαία στιγμή αυτής της ιστορίας είναι η συγκατάβαση της Θεοτόκου στο σχέδιο της ενανθρωπήσεως. Η Παναγία συντρίβει την κεφαλή του όφεως, όπως προφητεύεται στην Γένεση (3,15). Με την Νέα Εύα εισέρχεται ο Θεός στον κόσμο, εξυψώνοντας τις γυναίκες αλλά και σύσσωμο το ανθρώπινο γένος. Με το ναι της Παναγίας λύεται η κατάρα της Εύας και του Αδάμ και όλοι έχουμε δυνατότητα σωτηρίας και αιώνιας ζωής. Με το «γένοιτο» η Μαρία, αφού προηγήθηκε διάλογος με τον Γαβριήλ, συγκατανεύει εκούσια στο θέλημα του Θεού. Ο αρχάγγελος, που εκτελεί εντολή του Θεού, συζητά με την Παρθένο. Κάνει διάλογο, απαντά σε ερωτήσεις και περιμένει να ακούσει την αποδοχή. Δεν την αντιμετωπίζει απλώς σαν ένα άβουλο όργανο που θέλει δε θέλει θα υπηρετήσει το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά σαν μια ελεύθερη προσωπικότητα, κι ας ξέρει ότι από την απάντησή της εξαρτάται η σωτηρία των ανθρώπων.

Η χριστιανική πίστη κηρύσσει ακριβώς ότι ο προορισμός του ανθρώπου δεν είναι κάποια εγκόσμια «χρήση». Κάθε άνθρωπος καλείται να «θεωθεί», δηλαδή να γίνει κατά χάριν θεός, μέτοχος της άκτιστης δόξας του αληθινού Θεού, η οποία είναι η αιώνια ζωή. Εκείνο που διακρίνει την γυναίκα, αυτό που χαρακτηρίζει την γυναικεία πνευματικότητα, είναι η δυνατότητα αποδοχής του Άλλου – του Θεού, του άντρα, του παιδιού, του συνανθρώπου. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην χαρισματική μητρότητα της Θεοτόκου (στην μυστική αποδοχή της αγάπης του Θεού) το μυστήριο της Εκκλησίας.

Βέβαια μία τέτοια «στάση» έναντι του κόσμου υπάρχει και στον άντρα, αλλά στην γυναίκα είναι κάτι το μοναδικό. Και απ’ αυτή την άποψη οι άγιοι άντρες και αγίες γυναίκες της Εκκλησίας δεν είναι όντα που περικλείονται μέσα στην βιολογικότητά τους, ούτε εξαντλούνται στους κοινωνικούς ρόλους. Είναι πρόσωπα που από την μια φανερώνουν τον εσώτερο εαυτό τους ως μυστηριακή «ετερότητα» (χαρισματικός πλούτος των δώρων του Θεού) και από την άλλη αποκαλύπτουν «την ταυτότητα δια της χάριτος» (Αγ. Μάξιμος), όταν συγκλίνουν προς το κοινό Αρχέτυπο, και γίνονται «εις εν Χριστω Ιησου»(Γαλ.3,28). Μέσα απ’ αυτή την άφατη σχέση (ταύτιση και διάκριση, κοινότητα και ετερότητα, αμοιβαιότητα και μοναδικότητα) ο άντρας και η γυναίκα αποτελούν την πιο λαμπρή και ακτινοβόλα εικόνα του Ενός και Τριαδικού Θεού.