Η Ανάληψις

analipsi-ascentionΟ σημερινός άνθρωπος δεν έχει καμιά σχέση με το υπερφυσικό. Δεν πιστεύει πώς υπάρχει τίποτα πέρα από τα φυσικά φαινόμενα, και πολύ περισσότερο δεν πιστεύει πώς μπορεί να γίνει τίποτα έξω από τους φυσικούς νόμους.

Όχι μοναχά ο άθρησκος άνθρωπος, μα κι’ αυτός που λέγει πώς είναι Χριστιανός, κι’ αυτός δεν πιστεύει στα υπερφυσικά. Ο Χριστιανισμός έχει γίνει για πολλούς ένα σύστημα λογικό και ηθικό, ώστε να μην έρχεται σε αντίθεση με τη λογική τους. Ενώ η βάση της θρησκείας αυτής είναι το υπερφυσικό, οι σημερινοί Χριστιανοί κρατήσανε απ’ αυτή ό,τι δεν χρειάζεται την πίστη για να το παραδεχθούνε, κι’ ό,τι είναι αποκαλυπτικό το πετάνε ή το παρασιωπούνε.

Αλλά, αληθινός Χριστιανός δεν είναι κανένας αν δεν εξοικειωθή με το θαυμαστό και το υπερφυσικό. «Δει υπέρ την επιστήμην δραμείν», όπως λέγει ο Πλωτίνος. Αλλά αυτό, για τους «λογικούς» ανθρώπους, είναι τρέλλα. Κατά την ελληνική φιλοσοφία θα ήτανε ανόητος ο άνθρωπος που θα περιφρονούσε τη λογική. Ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκαρντ λέγει: «Το να πιστεύη κανένας εναντίον της λογικής είναι μαρτύριο». Η δίψα της γνώσης βασανίζει τον άνθρωπο. Για όποιον, με τη χάρη του Θεού, λυτρώθηκε απ’ αυτή τη δίψα, το να πιστεύη κάποια πράγματα που δεν τα παραδέχεται το λογικό του, όχι μοναχά δεν είναι μαρτύριο, αλλά λύτρωση από μια τυραννική δύναμη. Πιστεύει πως ο Θεός είναι αυτός η πηγή όλων των φυσικών νόμων, κι’ όχι σκλάβος τους. Ο αληθινός Χριστιανός γίνεται θεός κατά χάριν και παίρνει την ελευθερία των τέκνων του Θεού, και γι’ αυτό κ’ εκείνος με την πίστη ξεσκλαβώνεται από τους φυσικούς νόμους. Χριστιανός δεν μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει σ’ έναν θεό σκλαβωμένον από την ανάγκη, όπως πιστεύανε οι αρχαίοι. Αυτή είναι ψεύτικη πίστη σ’ έναν θεό ψεύτικον. Αν άκουγε ο Αριστοτέλης τα λόγια που είπε ο απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο, θα τον έλεγε ανόητον, αφού μιλούσε για κάποια πράγματα αδύνατα, υπερφυσικά: «Προαίρεσις μεν γαρ ουκ έστιν των αδυνάτων, και ει τις φαίη προαιρείσθαι, δοκοίη αν ηλίθιος είναι». Γι’ αυτό ο Παύλος έλεγε πώς η πίστη των Χριστιανών ήτανε «μωρία» για τους Έλληνες, που πιστεύανε μοναχά στη λογική, στη γνώση. Και πως οι Χριστιανοί έχουνε οδηγό την πίστη, κι’ όχι το μυαλό: «δια πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου δια είδους» (Β’ Κορ. ε’ 6). Αυτά πρέπει να τάχη κανένας στο νου του, όποτε διαβάζει θρησκευτικά πράγματα. Και πολύ περισσότερο σαν διαβάζει για τα φοβερά μυστήρια της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου, της Αναστάσεώς του και της Αναλήψεως.

Αληθινά, δακρύζουνε τα μάτια του Χριστιανού, σαν φέρνει στο νου του τα τελευταία λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές του, και το πώς ανέβηκε στον ουρανό και χάθηκε από τα μάτια τους. Απομείνανε με τη στερεή ελπίδα πώς θα τον ξαναδούνε την ημέρα της Κρίσεως εν δόξη. Και μ’ αυτή την ελπίδα τον περιμένουμε μυριάδες ψυχές: «οι πιστοί εν αγάπη προσμενούσιν αυτόν».

Από τους τέσσερες Ευαγγελιστές, μοναχά οι τρεις γράφουνε για την Ανάληψη. Ο Ιωάννης, που συνηθίζει να γράφη μοναχά όσα δεν γράψανε οι άλλοι, δεν λέγει τίποτα για την Ανάληψη.

Ο Ματθαίος γράφει: «Οι δε ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς. Και ιδόντες αυτόν, προσεκύνησαν αυτώ, οι δε εδίστασαν. Και προσελθών ο Ιησούς ελάλησεν αυτοίς λέγων Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης. Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν. Και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν».

Ο Χριστός μετά την Ανάσταση φανερωνότανε κάθε μέρα στους μαθητάς του. Σχεδόν εζούσε ολοένα μαζί τους, σαν να μην είχε σταυρωθή. Τη μέρα που αναστήθηκε, φανερώθηκε πρώτα στη Μαγδαληνή, ύστερα στους δύο μαθητές του, στον Λουκά και τον Κλεόπα, που πηγαίνανε στους Εμμαούς, και πάλι, την ίδια μέρα προς το βράδυ, την ώρα που γυρίσανε πίσω στην Ιερουσαλήμ οι δυό μαθητές και λέγανε στους άλλους πως είδανε τον Χριστό, την ίδια ώρα φανερώθηκε πάλι ο Κύριος μεταξύ τους και τους ευλόγησε. Στις Πράξεις των Αποστόλων γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς πώς επί σαράντα μέρες φανερωνότανε ο Κύριος στους αγαπημένους μαθητές του και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού. Και πώς τους παράγγειλε να μην φύγουνε από τα Ιεροσόλυμα. Και τόσο είχανε συνηθίσει οι μακάριοι απόστολοι να τον βλέπουνε, που τον ρωτούσανε λέγοντάς του «Κύριε, μήπως τώρα θα αποκαταστήσης το βασίλειο του Ισραήλ;». Κ’ εκείνος τους είπε: «Δεν είναι δική σας δουλειά να γνωρίζετε χρόνους ή καιρούς που ο Πατέρας μου έχει στη δική του εξουσία, αλλά θα λάβετε δύναμη σαν έλθη επάνω σας το Άγιον Πνεύμα. Και τότε θα γίνετε μάρτυρές μου στην Ιερουσαλήμ και σ’ όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια, και ως την άκρη της γης». Και σαν είπε αυτά τα λόγια, εκεί που τον βλέπανε, σηκώθηκε ψηλά από τη γη κ’ ένα σύννεφο τον επήρε και τον έκρυψε από τα μάτια τους. Κ’ εκεί που τον κυττάζανε που ανέβαινε στον ουρανό, παρ ουσιασθήκανε μπροστά τους δύο άνδρες ντυμένοι με λευκά φορέματα, και τους είπανε: «Αυτός ο Ιησούς που αρπάχθηκε από κοντά σας στον ουρανό, θα έρθει πάλι έτσι που τον είδατε ν’ ανεβαίνη στον ουρανό». Τότε γυρίσανε πίσω στην Ιερουσαλήμ από το βουνό το λεγόμενο «του Ελαιώνος», που βρίσκεται κοντά στην Ιερουσαλήμ, σε όση απόσταση περπατάνε οι Ιουδαίοι το Σάββατο».

Ο Παύλος γράφει πώς, αφού φανερώθηκε ο Χριστός στους ένδεκα αποστόλους τη μέρα της Αναστάσεως (λέγει «δώδεκα» αντί για ένδεκα. Ίσως να φανερώθηκε μετά την εκλογή του Ματθία), ύστερα φανερώθηκε μια μοναχά φορά σε πεντακόσιους αδελφούς (πιστούς). Μάλιστα γράφει πώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς ζούσανε τον καιρό που τα έγραφε, και πώς κάποιοι απ’ αυτούς είχανε αποθάνει: «εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι τινές δε και εκοιμήθησαν». «Έπειτα, λέγει, φανερώθηκε στον Ιάκωβο κ’ ύστερα σ’ όλους τους αποστόλους. Και τελευταία απ’ όλους, σαν να ήμουνα το έκτρωμα (το κακογεννημένο παιδί του), φανερώθηκε και σε μένα». Ώστε, επί σαράντα μέρες φανερωνότανε ο Κύριος στους αγαπημένους του, και συχνά δυό και τρεις φορές την ίδια ημέρα, για να μη χάσουνε την ελπίδα τους. Ο Λουκάς αρχίζει τις Πράξεις των Αποστόλων με τα λόγια τούτα: «Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν, άχρι ης ημέρας εντειλάμενον τοις αποστόλοις δια Πνεύματος Αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη». Αλλά και στο Ευαγγέλιό του γράφει πώς ο Χριστός φανερώθηκε στους μαθητές του και είπε να ψηλαφήσουνε τα χέρια του και τα πόδια του για να μη νομίσουνε πώς είναι φάντασμα, κ’ επειδή έβλεπε πώς οι απόστολοι από τη χαρά τους τα είχανε χαμένα, ζήτησε κ’ έφαγε ένα κομμάτι ψάρι ψημένο και λίγη κερήθρα. Και πώς σαν ησύχασε η καρδιά τους, τους είπε: «Είδατε πώς γινήκανε αυτά που σας έλεγα τότε που ήμουνα μαζί σας (πριν να σταυρωθώ), και πώς πρέπει να γίνουνε όσα είναι γραμμένα για μένα στον νόμο του Μωυσέως και στους προφήτες και στους ψαλμούς;».

Τότε άνοιξε το νου τους για να καταλάβουνε τα λόγια της Γραφής. Και τους είπε πώς αυτά ήτανε γραμμένα κι’ αυτά έπρεπε να πάθη ο Χριστός, και να αναστηθή από τους νεκρούς την τρίτη μέρα, και να κηρυχθή στ’ όνομά του μετάνοια και άφεσις αμαρτιών σε όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ, και πώς εσείς θα είσαστε μάρτυρες γι’ αυτά. «Και θα σας στείλει ο Πατέρας μου το Άγιον Πνεύμα που σας υποσχέθηκα. Μα εσείς καθίσετε στην Ιερουσαλήμ ως που να ντυθήτε δύναμη από πάνω».

«Τους έβγαλε λοιπόν (γράφει ο άγιος Λουκάς) έξω από τα Ιεροσόλυμα έως τη Βηθανία, και σήκωσε τα χέρια του και τους ευλόγησε. Κ’ εκεί που τους ευλογούσε, αρπάχθηκε από κοντά τους κι’ ανέβαινε στον ουρανό. Κ’ εκείνοι τον προσκυνήσανε και γυρίσανε στην Ιερουσαλήμ με χαρά μεγάλη, και καθόντανε ολοένα στην εκκλησιά δοξολογώντας κ’ ευχαριστώντας τον Θεό». Είχαν χαρά μεγάλη, τόσο μεγάλη, που σκέπαζε τη λύπη τους για τον προσωρινό χωρισμό από τον πολυαγαπημένο τους τον Κύριο.

Ο ευαγγελιστής Μάρκος γράφει κ’ εκείνος όσα γράφουνε κ’ οι άλλοι δύο ευαγγελιστές. «Ύστερον ανακειμένοις αυτοίς τοις ένδεκα εφανερώθη και ωνείδισε την απιστίαν αυτών και σκληροκαρδίαν, ότι τοις θεασαμένοις αυτόν εγηγερμένον ουκ επίστευσαν». Δεν πιστέψανε ούτε στη Μαγδαληνή ούτε στους δυό που πηγαίνανε στους Εμμαούς.

Κατόπι τους είπε να κηρύξουνε το Ευαγγέλιο σ’ όλη την οικουμένη: «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Και πώς όσοι πιστέψουνε θα κάνουνε θαύματα, στ’ όνομά Του θα βγάλουνε δαιμόνια, θα μιλήσουνε με καινούριες γλώσσες, φίδια θα πιάνουνε και δεν θα παθαίνουνε, κι’ αν πιούνε φαρμάκι δεν θα τους βλάψη, απάνω στους άρρωστους θα βάλουνε τα χέρια τους και θα γίνουνε καλά.

«Ο μεν ουν Κύριος, μετά το λαλήσαι αυτοίς, ανελήφθη εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού. Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων. Αμήν».

Είδες, αγαπητές αναγνώστη, τι λέγει ο Κύριος; «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Μην λες, λοιπόν, δεν μπορώ να πιστέψω. Ο Χριστός καταδικάζει ορθά-κοφτά την απιστία: «ο δε απιστήσας κατακριθήσεται». Ταπεινώσου, αγάπησε τον Χριστό, παρακάλεσέ τον, και θα σου δωρήση την πίστη. Όπως η απιστία βγαίνει από την υπερηφάνεια, έτσι κ’ η πίστη έρχεται από την ταπείνωση.

«Ανελθών εις ουρανούς όθεν κατήλθες, μη εάσης ημάς ορφανούς, Κύριε. Ελθέτω σου το Πνεύμα, φέρον ειρήνην τω κόσμω. Δείξον τοις υιοις των ανθρώπων έργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».

 

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 201-211)