«Επιστήμη και Πίστη: σύγκρουση ή συμπόρευση;»

Τη Δευτέρα 27 Ιανουαρίου το απόγευμα πραγματοποιήθηκε η έβδομη συνάντηση του Σεμιναρίου Επιμόρφωσης Κατηχητών-τριών, που συνδιοργανώνει το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών σε συνεργασία με το Ίδρυμα Νεότητος και Οικογένειας, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής (Μεγάλου Βασιλείου 15, στον Κεραμεικό).
Ο Πρωτ. π. Ευάγγελος Μαρκαντώνης (Εκπαιδευτικός) ανέπτυξε το πολύ ενδιαφέρον θέμα: «Επιστήμη και Πίστη: σύγκρουση ή συμπόρευση;».
Ξεκινώντας με την ανάλυση των ορισμών Επιστήμη και Πίστη προέβη στην αποσαφήνιση της σχέσης, την απαρχή της διαμάχης και τα όρια που υφίστανται μεταξύ τους.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως η Επιστήμη φαίνεται να είναι, στις μέρες μας, η μόνη οδός προς τη γνώση και τη φυσική πραγματικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί αποδίδουν στην Επιστήμη ιδανικές ιδιότητες, όπως άκρα πειστικότητα, αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα και ακλόνητη σταθερότητα, δημιουργώντας έτσι γύρω από αυτή ένα μύθο με διαστάσεις απείρου.
Από την άλλη, η θρησκευτική πίστη χαρακτηρίζεται από πολλούς σαν κάτι το αυστηρά και απόλυτα προσωπικό, κάτι που δεν μπορεί να έχει πειστικότητα ή βεβαιότητα πέραν από το συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Μια θρησκευτική εμπειρία, π.χ., που έχει κάποιος για πολλούς, δεν μπορεί να επαληθευθεί από ένα δεύτερο πρόσωπο.
Εκείνο ωστόσο που πρώτα απ’ όλα συνδέει την Επιστήμη και τη Θρησκεία κατά ένα βαθύ και ουσιαστικό τρόπο είναι ο παράγοντας «πίστη». Η πίστη είναι απαραίτητη τόσο στην Επιστήμη όσο και τη Θρησκεία. Οι περισσότεροι επιστήμονες παραδέχονται σήμερα ότι οποιαδήποτε θεώρηση του κόσμου προϋποθέτει ένα αρχικό άρθρο πίστης πίσω από το οποίο θα αναπτυχθεί και με το οποίο θα δεθεί μια εσωτερική λογική. Ο Michael Polanyi, στο βιβλίο του «Personal Knowledge» υποστηρίζει ότι η πίστη είναι η πηγή κάθε γνώσης και ισχυρίζεται ότι τα βασικά μας πιστεύω σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής, συμπεριλαμβανομένου και του επιστημονικού, είναι αναμφισβήτητα, μόνο υπό την έννοια ότι πιστεύουμε πως πράγματι είναι έτσι.
Μεταξύ άλλων ο π. Ευάγγελος επισήμανε στην πορεία της εισηγήσεώς του πως οι επιστήμονες βρίσκονται σήμερα μπροστά σε φοβερά διλήμματα που προέρχονται από τις πολλές δυνατότητες εφαρμογών των ανακαλύψεών τους, γι’ αυτό και στρέφονται προς τη Θρησκεία ζητώντας καθοδήγηση. Έτσι σήμερα Επιστήμη και Χριστιανισμός συνεργάζονται αρμονικά αφού κι οι δύο αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως διακόνων, ως υπηρετών, της ανθρωπότητας.
Λέει χαρακτηριστικά o Maltmann: «Χριστιανισμός και Επιστήμη έχουν γίνει σήμερα σύντροφοι στις δυσκολίες και τα προβλήματα κάτω από την πίεση της οικολογικής κρίσης και στην αναζήτηση διεξόδων στα κρίσιμα αδιέξοδα. Η συνεργασία τους είναι απαραίτητη».
Ειδικότερα τώρα που η ραγδαία ανάπτυξη των Βιοεπιστημών και της Βιοτεχνολογίας δημιουργούν σ’ όλους ερωτήματα, είναι πολλοί που αποδέχονται τον πλατωνικό αφορισμό «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία και ου σοφία φαίνεται» και ομολογούν μαζί με το Γρηγόριο το Θεολόγο ότι «το καλόν ου καλόν όταν μη καλώς γένηται». Κι όλοι αυτοί στρέφονται προς τη Θρησκεία και μέσω της Βιοηθικής ζητούν χειραγωγία και κριτήρια επιλογής πορείας μέσα από τους πολλούς και ποικίλους δρόμους που διανοίγονται.
Στη συνέχεια ο ομιλητής έφερε ως παράδειγμα τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του και τις αποδεχόταν, χωρίς να φοβάται ότι αυτές είναι δυνατόν να συγκρουσθούν προς τις αρχές της πίστης του. Επίσης ο Άγιος Λουκάς Συμφερουπόλεως διακήρυττε ότι η επιστημονική γνώση οδηγεί κατά τρόπον άμεσο στη θρησκεία. Εξάλλου υπάρχουν και σήμερα παραδείγματα Επιστημόνων θρησκευομένων όπως είναι ο Γενετιστής Francis Collins, ο οποίος στο βιβλίο του «Η γλώσσα του Θεού» , δίνει τη μαρτυρία ενός Επιστήμονα για την πίστη.
Ακολούθησε ένας γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος, όπου οι Κατηχητές είχαν την ευκαιρία να μοιραστούν τις απορίες και τους προβληματισμούς τους και να λάβουν από τον π. Ευάγγελο καίριες και σαφείς απαντήσεις. Από όσα ακούστηκαν εξήχθη το συμπέρασμα ότι Επιστήμη και Χριστιανισμός συμβαδίζουν ομαλά σήμερα. Η απόκριση της Εκκλησίας στην πρόκληση της Επιστήμης είναι καταφατική. Το πεδίο επαφής τους μάλιστα δεν περιορίζεται τώρα, όπως συνέβαινε σε προηγούμενες εποχές μόνο στο χώρο της Δημιουργίας, αλλά επεκτείνεται και στην Εσχατολογία, καλύπτοντας όλες τις πτυχές της ζωής. Η σχέση Χριστιανισμού και Θετικών Επιστημών είναι σχέση συμπόρευσης γιατί θετικοί είναι όλοι οι παράγοντες που τη διαμορφώνουν. Η πρόοδος της επιστήμης οδηγεί στην Πίστη και τη δοξολογία του Θεού. Η επιστήμη δεν ανακαλύπτει τον Θεό, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται στην Επιστήμη.

Τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020 θα πραγματοποιηθεί συν Θεώ η όγδοη σεμιναριακή συνάντηση με ομιλητή τον κ. Κωνσταντίνο Κορναράκη, Αναπληρωτή Καθηγητή στη Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Τι έχει να μου πει η Εκκλησία για τις σύγχρονες προκλήσεις της Βιοηθικής;».