Για την εορτή των Τριών Ιεραρχών…

Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τους μαθητές για την εορτή των Τριών Ιεραρχών.

Ἀ­γα­πητά μας παι­διά,

Στίς 30 Ἰ­α­νου­α­ρίου τι­μᾶμε, ὅ­πως κάθε χρόνο, τούς Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες, δη­λαδή τόν Μέγα Βα­σίλειο, Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Και­σα­ρείας, τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Θε­ο­λόγο, Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως, καί τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άννη τόν Χρυ­σό­στομο, Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Κων­σταν­τι­νου­πό­λεως. Ἀπό τόν 11ο μ.Χ. αἰ­ώνα ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ ὁ κοι­νός ἑ­ορ­τα­σμός τους τήν 30ή Ἰ­α­νου­α­ρίου γιά νά προ­βάλ­λε­ται ὁ συν­δυ­α­σμός χρι­στι­α­νι­κῆς θε­ο­λο­γίας καί ἑλ­λη­νι­κῶν γραμ­μά­των, πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς καί κοι­νω­νι­κῆς δρά­σης, τόν ὁ­ποῖον ἐ­πέ­τυ­χαν. Ὁ πρῶ­τος ἑ­ορ­τα­σμός τους ὡς Προ­στα­τῶν τῆς Παι­δείας ἔ­γινε τό 1826 στήν Κέρ­κυρα, στήν Ἰ­ό­νιο Ἀ­κα­δη­μία, τήν πρώτη πα­νε­πι­στη­μι­α­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου ἑλ­λη­νική σχολή στήν ἱ­στο­ρία τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἐκ­παί­δευ­σης. Στό ἐ­λεύ­θερο Ἑλ­λη­νικό Κρά­τος τι­μῶν­ται ἀπό τό 1842 ὡς Προ­στά­τες τῶν Γραμ­μά­των, τῶν δι­δα­σκόν­των καί τῶν μα­θη­τῶν.

Ἡ Ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη Παι­δεία, τήν ὁ­ποία καλ­λι­έρ­γη­σαν οἱ τρεῖς αὐ­τοί ἅγιοι  Ἱ­ε­ράρ­χες καί δι­δά­σκα­λοι, πα­ρα­μέ­νει καί σή­μερα ἐ­πί­καιρη, δι­ότι προσφέρει πρό­τυπα στούς νέ­ους. Ἡ πνευ­μα­τική κρίση τῆς ἐ­πο­χῆς μας ὀ­φεί­λε­ται κυ­ρίως στήν ἔλ­λειψη προ­τύ­πων ἤ μᾶλ­λον στήν προ­βολή λαν­θα­σμέ­νων προ­τύ­πων. Οἱ νέοι δι­ψᾶτε γιά ἀ­γῶ­νες πού ὁδηγοῦν σέ ἕναν καλύτερο κόσμο καί θέ­λετε ἀπό ἐ­μᾶς τούς με­γα­λύ­τε­ρους νά σᾶς δώ­σουμε τά κα­τάλ­ληλα ἐ­φό­δια. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ἐμεῖς δέν ἀνταποκρινόμαστε ἐπαρκῶς σ’ αὐτήν τήν προσδοκία, τότε ὅ­λοι δρέ­πουμε τούς πι­κρούς καρ­πούς. Πα­ρα­τη­ροῦμε ἀν­τι­κοι­νω­νική συμ­πε­ρι­φορά ἀπό νέ­ους καί νέες, βλέ­πουμε περιστατικά βίας με­ταξύ συμ­μα­θη­τῶν, θλι­βό­μα­στε γιά φαι­νό­μενα ἀ­σέ­βειας πρός τούς δι­δά­σκον­τες.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός, σπου­δαῖος Πα­νε­πι­στη­μι­α­κός διδά­σκα­λος, ἔ­λεγε σχε­τικά μέ τήν παι­δεία τῶν Τριῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὅτι: Δέν εἶ­ναι ἁ­πλή ἐκ­παί­δευση, μύ­ηση δη­λαδή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ μία ἀ­να­πα­ρα­γό­μενη γνώση, πού τόν κα­θι­στᾶ γρα­νάζι τῆς κρα­τι­κῆς μη­χα­νῆς (ὄν πα­ρα­γω­γικό). Στήν πε­ρί­πτωση αὐτή τό κύ­ριο ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι γιά τήν τε­λει­ο­ποί­ηση τῶν μη­χα­νῶν καί ΟΧΙ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ χρι­στι­α­νική παι­δεία εἶ­ναι ἀ­γωγή τοῦ ἀν­θρώ­που μέ μορ­φω­τικό πρό­τυπο ὄχι τόν «κα­λόν κἀ­γα­θόν» ἄν­θρωπο, ἀλλά τόν Θε­άν­θρωπο. Αὐτό εἶχε κατά νοῦ ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, ὅ­ταν ἔλεγε: «Ἡ μέριμνα γιά τά παιδιά μας πρέπει νά ἔχει τήν πρώτη θέση» (1). Αὐτή ἡ παι­δεία συν­δέ­ε­ται ἄ­μεσα πρῶτα μέ τόν χῶρο τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Οἱ Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες γνώ­ρι­σαν στά πρό­σωπα τῶν γο­νέων τους, καί μά­λι­στα τῶν μη­τέ­ρων τους, ἀ­πα­ρά­μιλλα πρό­τυπα ἀ­γω­γῆς. Ὁ ἴδιος ὁ­ Μέ­γας Βα­σί­λειος ὁ­μο­λο­γεῖ ὅτι ἡ δι­α­μόρ­φωση τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του δέν ἦ­ταν παρά ἐ­ποι­κο­δομή στίς κα­τα­βο­λές πού ἔθε­σαν ἡ μη­τέρα του Ἐμ­μέ­λεια καί ἡ γι­α­γιά του Μα­κρίνα (2). Στό ση­μεῖο αὐτό συ­ναν­τῶν­ται οἱ Πα­τέ­ρες μας μέ τόν τρα­γικό Εὐ­ρι­πίδη: «Καί τῆς γενιᾶς ὅταν δέν μπεῖ καλό θεμέλιο, ἀνάγκη εἶναι οἱ ἀπόγονοι νά δυστυχοῦν» (3).

Ἀ­γα­πητά μας παι­διά,

Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σι­ακή ἡ εὐ­ρύ­τατη παι­δεία τῶν Τριῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καί τρανό πα­ρά­δει­γμα ἡ πο­ρεία τῆς ζωῆς τους. Ἄν καί οἱ τρεῖς ἦταν γό­νοι εὐ­κα­τά­στα­των οἰ­κο­γε­νειῶν, στό ἀ­πό­γειο τῆς στα­δι­ο­δρο­μίας τους ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τά πάντα πίσω τους, ἀ­ξι­ώ­ματα, πλοῦτο, δόξα καί ἐ­ξου­σία, καί γί­νον­ται φτω­χοί. Ἐ­πι­λέ­γουν τή σκληρή ἄ­σκηση στήν ἔ­ρημο, ὅ­που μορ­φώ­νον­ται πνευ­μα­τικά στήν ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ. Καί ἐ­πι­στρέ­φουν κα­τό­πιν στόν κό­σμο μοι­ρά­ζον­τας αὐ­τήν τήν ἀ­γάπη πού μέ πολύ κόπο μάζεψαν. Στίς μέρες μας θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ἀκατανόητη ἡ ἐπιλογή τους καί οἱ ἴδιοι …ἀποτυχημένοι. Ἄν καί δάσκαλοι, γίνονται διά βίου μαθητές, πού μαθητεύουν μέ ταπείνωση στόν πόνο, τήν ἀνέχεια καί τή θλίψη τῶν ἀνθρώπων.

Ἄς γνω­ρί­σουμε κα­λύ­τερα τό πνευ­μα­τικό, ἐκ­παι­δευ­τικό καί κοι­νω­νικό ἔργο τῶν Τριῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν γιά νά ἔ­χουμε καί ἐ­μεῖς σή­μερα φω­τει­νούς ὁ­δο­δεῖ­κτες στή ζωή μας. Γιά νά μά­θουμε νά πι­στεύ­ουμε, νά ἐλ­πί­ζουμε, νά ἀ­γα­πᾶμε. Γιά νά εἴ­μα­στε ἀ­νοιχ­τοί, ὄχι στό πα­λιό ἤ τό νέο, ἀλλά στό ἀ­λη­θινό. Γιά νά συ­ναν­τή­σουμε τόν Τρι­α­δικό Θεό καί νά ἀ­γα­πή­σουμε τήν εἰ­κόνα Του, τόν συ­νάν­θρωπο. Τότε ὅ­λοι μας ‒καί πρώ­τι­στα ἐ­σεῖς‒ θά δι­και­ού­μα­στε νά ἀτε­νί­ζουμε τό μέλ­λον μέ τήν αἰ­σι­ο­δο­ξία τῶν παι­διῶν πού ἔ­χουν Πα­τέρα τόν Χρι­στό, μέ τήν αἰ­σι­ο­δο­ξία δη­λαδή ἐ­κεί­νων πού γνω­ρί­ζουν ὅτι ὁ Θεός εἶ­ναι Ἀ­γάπη καί ὅτι τό μέλ­λον τους εἶ­ναι στά χέ­ρια Του. Τότε, καί μόνο τότε, θά μπο­ροῦμε ὄχι μόνο νά εἴ­μα­στε ὑπε­ρή­φα­νοι γιά τό πα­ρελ­θόν, ἀλλά καί νά ἐλ­πί­ζουμε βά­σιμα γιά τό μέλ­λον.

Σᾶς εὐ­χό­μα­στε νά ἔχετε, μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θεοῦ, καλή Πρό­οδο!

Μέ πατρική στοργή καί ἀγάπη

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος

† Ὁ Ἀθηνῶν ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Πρόεδρος

καί τά μέλη τῆς Δι­αρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου

 

  1. «Πάντα δεύ­τερα ἔ­στω τῆς προ­νοίας τῶν παί­δων» (ΡG 62, 151)
  2. «ἥν ἐκ παι­δός ἔ­λα­βον ἔν­νοιαν περί Θεοῦ παρά τῆς μα­κα­ρίας μη­τρός μου καί τῆς μάμ­μης μου Μα­κρί­νης, ταύ­την αὐ­ξη­θεῖ­σαν ἔσχον ἐν ἐμαυτῷ» (ΡG 32, 825)
  3. «ἄν κρη­πίς μή κα­τα­βληθῇ γέ­νους ὀρ­θῶς, ἀ­νάγκη δυ­στυ­χεῖν τούς ἐκ­γό­νους» (Ἡ­ρα­κλῆς μαι­νό­με­νος, 1261)