Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Ποιήματα

valaoritisΕπικολυρικός ποιητὴς και πολιτικὸς απὸ τη Λευκάδα (1824-1879), εμπνεόμενος κυρίως απὸ την Επανάσταση του 1821.  

 

Ευαγγελισμός – Ελληνισμός

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, τα σύγνεφα μεριάζουν,

οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.

Μία φλόγα αστράφτει… ακούονται ψαλμοί και μελωδία…

Πετάει έν᾿ άστρο… σταματά εμπρὸς εις τη Μαρία…

«Χαίρε, της λέει, αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε!

Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε Μαρία, Χαίρε!»

Επέρασαν χρόνοι πολλοί… Μία μέρα σαν εκείνη αστράφτει πάλι ο ουρανός…

Στην έρμη της την κλίνη λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμὴ κι απελπισμένη,

μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.

Τα σιδερὰ είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.

Η καταφρόνια, η δυστυχιὰ σέπουν τα κόκαλά της.

Τρέμει με μιας η φυλακὴ και διάπλατη η θυρίδα

φέγγει κι αφήνει και περνά έν᾿ άστρο, μίαν αχτίδα.

Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του…

«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.

Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλὰς ανάστα, χαίρε».

Οι τοίχοι ευθὺς σωριάζονται. Η μαύρ᾿ η πεθαμένη νοιώθει τα πόδια φτερωτά.

Στη μέση της δεμένη χτυπάει η σπάθα φοβερή.

Το κάθε πάτημά της ανοίγει μνήμ᾿ αχόρταγο. Ρωτά για τα παιδιά της…

Κανεὶς δεν αποκρένεται… Βγαίνει, πετά στα όρη…

Λιώνουν τα χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.

«Ξυπνάτε εσείς που κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,

το θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε».

Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη

η μέρα είναι γραμμένο εκεί ψηλὰ να λάμπει στον αιθέρα μ᾿ όλα τα κάλλη τ᾿ ουρανού.

Στολίζεται όλη η φύση με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετήσει.

Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθεὶς ας μεταλάβει

απὸ τη χάρη του Θεού. Και σεις και σεις οι σκλάβοι,

όσοι τη δάφνη στη καρδιὰ να φέρετε φοβάστε, αφορεσμένοι νάστε.

 

Η προς την Πατρίδα αγάπη μου

 

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα

σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,

ούτε κισσός, π’ αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει

ούτ’ αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι,

δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,

νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

 

 

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´

 

Αναστηλώνεται ο Μωρηάς… Η Ρούμελη μουγκρίζει

Ιδρώνουν αίμα τα βουνά, το δάκρυ πλημμυρίζει

Παντού παράπονο βαθὺ κι αλαλαγμοὶ και θρήνοι

Διαβαίνει μαύρ᾿ η άνοιξη, τα ρόδα μας, οι κρίνοι.

Λησμονημένοι τήκονται και τα πουλιὰ σκιασμένα.

Αφήνουν έρμη τη φωλιὰ και φεύγουνε στα ξένα

Στου Γερμανού το μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει

του Γένους το ξημέρωμα πάσα ματιά του σφάζει

Διωγμέν᾿ απὸ τον Κάλαμο, με την ψυχὴ ῾ς το στόμα.

Χιλιάδες γυναικόπαιδα, δε βρίσκουν φούχτα χώμα.

Να μείνουν ακυνήγητα κι ο Χάρος δεκατίζει

Ρυάζεται ο Βάλτος, σα θεριὸ τη χαίτη του ανεμίζει

Φλόγα παντού και σίδερο δε θ᾿ απομείνη λόθρα.

Στην Κιάφα νεκρανάσταση ῾ς του Πέτα καταβόθρα

Πέτρα δε μένει ασάλευτη, κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα

Κι όταν το χέρι εχόρταινε κ᾿ έπεφτε στομωμένο

να ξανασάνει το σπαθὶ ῾ς τη θήκη ξαπλωμένο.

εφώναζε ο αντίλαλος «Χτυπάτε πολεμάρχοι!

Απ᾿ άκρη ῾ς άκρη ο χαλασμός· Κρεμούν τον Πατριάρχη»

 

 

«Το Πανεπιστήμιον με προσεκάλεσεν επισήμως», γράφει ο Βαλαωρίτης σε επιστολή του (10 Φεβρ.1872) προς τον Κεφαλλονίτη φίλο του Ανδρέα Λασκαράτο, «να προσαγορεύσω δι΄ ενός διθυράμβου κατά την 25η Μαρτίου τον Ανδριάντα του Πατριάρχου Γρηγορίου. Εδέχθην την πρόσκλησιν και ελπίζω εις τον Θεόν να μην εντροπιάσω ούτε την μνήμην του μεγάλου της νεωτέρας Ελλάδος αθλητού, ούτε τους φίλους μου».

 

Το σχοινὶ του Πατριάρχη

 

Πώς μας θωρείς ακίνητος;  πού τρέχει ο λογισμός σου,

τα φτερωτά σου τα όνειρα; Γιατί στο μέτωπό σου

να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς αχτίδες,

όσες μας δίδ᾿ η όψη σου παρηγοριὲς κ᾿ ελπίδες;

Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζει, πατέρα, ένα χαμόγελο;

Γιατί να μη σπαράζει μέσα στα στήθη σου η καρδιά,

και πώς στο βλέφαρό σου ούτ᾿ ένα δάκρυ επρόβαλε,

ούτ᾿ έλαμψε το φως σου;

Ολόγυρά σου τα βουνὰ   κ᾿ οι λόγγοι στολισμένοι

το λυτρωτή τους χαιρετούν. Η θάλασσ᾿ αγριωμένη

απὸ μακρὰ σ᾿ εγνώρισε και μ᾿ αφρισμένο στόμα φιλεί,

πατέρα μου γλυκέ,  το ελεύθερο το χώμα,

που σε κρατεί στα σπλάγχνα του.

Θυμάται την ημέρα, πατέρα μου, που σ᾿ εδέχτηκε.

Θυμάται στο λαιμό σου το ματωμένο το σχοινί,

και στ᾿ άγιο πρόσωπό σου τ᾿ άτιμα τα ραπίσματα, το βόγγο, τη λαχτάρα,

του κόσμου την ποδοβολή. Θυμάται την αντάρα,

την πέτρα που σου εκρέμασαν,   τη γύμνια του νεκρού σου,

το φοβερὸ το ανέβασμα του καταποντισμού σου.

Το μάρμαρο μένει βουβὸ και θε να μείνει ακόμα,

ποιος ξέρει ως πότ᾿ αμίλητο το νεκρικό σου στόμα.

Κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει,

όταν στα δάση, στα βουνά, στα πέλαγα, βροντήσει το φοβερό μας κήρυγμα.

«Χτυπάτε, πολεμάρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του πατριάρχη!»