Από την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα

Picture 081Ύστερα από τα δάκρυα κι’ από την αγωνία που περάσαμε μαζί με τον Χριστό, ήρθε η ανέκφραστη χαρά της Ανάστασης. Ο αγαπημένος μας Χριστός την έφερε αυτή την άσβυστη χαρά, που δεν είναι σαν τις άλλες τις γοργοπέραστες χαρές μας, και μας τη χάρισε δωρεάν, δίχως νάμαστε άξιοι για ένα τέτοιο μεγάλο χάρισμα. Όλη τη χτίση, που ήτανε τυραννισμένη από το θάνατο, την καλοκάρδισε.

Αυτός που πάτησε τον θάνατο και την ελευθέρωσε από τη φθορά. Χωρίς τον μεγάλον αυτόν ήλιο, θα καθόμαστε εμείς οι άνθρωποι αιώνια στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου.

Στον μυστικό Δείπνο ο Χριστός γιόρτασε το παλαιό Πάσχα, που ήτανε ο ίσιος του καινούριου Πάσχα, οπού γιορτάζουμε εμείς οι Χριστιανοί. Και μιλώντας τότε στους μαθητές του, μιλούσε και σε όσους θα τον ακολουθούσανε ως τη συντέλεια του κόσμου. Ανάμεσα σε άλλα, τους είπε και τούτα: «Δεν θα σας αφήσω ορφανούς, σε λίγο έρχομαι κοντά σας. Ακόμα λίγο κι’ ο κόσμος δεν θα με βλέπη πια, αλλά εσείς θα με βλέπετε, γιατί εγώ είμαι ζωντανός κ’ εσείς θα ζήσετε… Σε λίγο δεν θα με βλέπετε και πάλι σε λίγο θα με ξαναδήτε… Αληθινά σας λέγω πώς θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς, μα ο κόσμος θα χαρή. Κ’ εσείς θα λυπηθήτε, αλλά η λύπη σας θα γυρίση σε χαρά…

Τώρα έχετε λύπη, μα πάλι θα σας ξαναϊδώ και θα χαρή η καρδιά σας και τη χαρά σας κανένας δεν θα μπορή να σας την πάρη. Εκείνη την ημέρα δεν θα με ρωτήσετε τίποτα». Λοιπόν η σημερινή η χαρά μας, είναι η χαρά που είπε ο Χριστός πώς θα δώση στους μαθητές του, μιλώντας μαζί τους λίγη ώρα πριν να τον πιάσουνε οι στρατιώτες στη Γεθσημανή.

Αυτό το φρικτό πράγμα, δηλαδή η Ανάσταση του Χριστού, με τι λόγια άραγε είναι γραμμένο! Είναι γραμμένο με λόγια απλά και με μεγάλη συντομία. Μολαταύτα, όποιος τα διαβάζει με πόθο, απομένει κατάπληχτος σαν να τον χτύπησε ένα φως που έσβυσε τον ήλιο και σαν να τον ταντάνισε ο σεισμός που άνοιξε τον άγιο Τάφο. Ο ευαγγελιστής, γράφει πώς οι άγιες γυναίκες σηκωθήκανε πολύ πρωί και πήγανε να αλείψουνε με μυρωδικά το κορμί του Χριστού. Και λέγανε η μια στην άλλη, ποιος θα μας κυλήση την πέτρα από την πόρτα του μνημείου; «Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος ην γαρ μέγας σφρόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς περιβεβλημένον στολήν λευκήν και εξεθαμβήθησαν. Ο δε λέγει αυταίς μη εκθαμβείσθε. Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον; Ηγέρθη, ουκ έστι ώδε ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν αλλ’ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Δεν θέλησα να τα μεταφράσω, γιατί και τα λόγια τα ίδια είναι αγιασμένα και μ’ όλη την απλότητά τους είναι σαν υπερφυσικά, σαν αστραφτερά: «και εξεθαμβήθησαν»! Δεν γονατίζεις μοναχά μπροστά στον «νεανίσκον» που μιλά με μια θεϊκή σοβαρότητα κάποιου άλλου κόσμου, αλλά προσκυνάς και τα ίδια τα λόγια όπου είναι γραμμένα αυτά τα πράγματα με ένα κάλλος ανεξήγητο. Λέγει λοιπόν ο άγγελος στις μυροφόρες να πούνε στους μαθητές πώς θα δούνε τον πολυαγαπημένο τους στη Γαλιλαία, δηλαδή πως δεν θα τον δούνε τώρα που βγήκε ζωντανός από το μνήμα. Φανερώθηκε όμως την ίδια μέρα στη Μαρία τη Μαγδαληνή που ήτανε πρωτύτερα η πιο αμαρτωλή, γιατί μετάνοιωσε και πόνεσε περισσότερο. Ω βάθος ανεξιχνίαστο! Οι πιο αμαρτωλοί σαν μετανοιώσουνε, αξιώνονται την πιο μεγάλη αγάπη του Χριστού, ο τελώνης ο Ματθαίος, ο τελώνης ο Ζακχαίος, η πόρνη που τον άλειψε το μύρο, ο ληστής που σταυρώθηκε μαζί του. Έτσι κ’ η Μαγδαληνή τον είδε πρώτη αναστημένον και έγινε τρελλή από τη χαρά της και φώναξε κλαίγοντας «Ραββουνί!» που θα πει «Αγαπημένε δάσκαλέ μου»! κ’ έτρεξε να αγκαλιάση τα πόδια του και να τα φιλήση. Αλλά πρωτύτερα ήτανε τόσο σαστισμένη από τη λύπη της, που δεν τον γνώρισε και τον πήρε για κηπουρό και των ρωτούσε αν σήκωσε αυτός το σώμα του Χριστού από το μνήμα. Τότε της λέγει ο Χριστός «Μαρία!» κι ανοίξανε τα μάτια της και θέλησε να τον πιάση. Μα ο Χριστός την εμπόδισε λέγοντάς της «Μη με αγγίζης γιατί δεν ανέβηκε ακόμα στον πατέρα μου». Την ίδια μέρα δύο από τους μαθητάδες πηγαίνανε από την Ιερουσαλήμ σ’ ένα χωριό που το λέγανε Εμμαούς. Κ’ εκεί που περπατούσαν, μιλούσανε μεταξύ τους για όσα είχανε γίνει εκείνες τις μέρες. Κ’ εκεί που μιλούσανε και συζητούσανε, φανερώθηκε ο Χριστός «εν ετέρα μορφή» και περπατούσε μαζί τους, μα δεν τον γνωρίσανε. Και τους είπε: «Για ποιο πράγμα μιλάτε εκεί που περπατάτε κι’ είσαστε σκυθρωποί;» Του αποκρίθηκε ο ένας που τον λέγανε Κλεόπα κ’ είπε: «Εσύ φαίνεται πώς είσαι ο μόνος άνθρωπος απ’ όσους κάθονται στην Ιερουσαλήμ, που δεν γνωρίζει αυτά που γινήκανε σ’ αυτή την πολιτεία τούτες τις μέρες». Και κείνος του ρώτησε: «Ποια;» Κ’ άλλοι του είπανε «Τα όσα γινήκανε στον Ιησού τον Ναζωραίο, που στάθηκε άνθρωπος προφήτης, δυνατός σε έργο και σε λόγο μπροστά στον Θεό και σ’ όλον το λαό και πώς τον παραδώσανε οι αρχιερείς κ’ οι άρχοντες μας στον θάνατο και τον σταυρώσανε. Κ’ εμείς ελπίζαμε πώς αυτός είναι που θα λύτρωνε τον Ισραήλ. Αλλά όμως μ’ όλα τούτα είναι τρεις μέρες σήμερα που γινήκανε αυτά που είπαμε. Αλλά και κάποιες γυναίκες μας κάνανε άνω κάτω γιατί πήγανε στο μνήμα του το πρωί και δεν βρήκανε το σώμα του κ’ ήρθανε και μας είπανε πως είδανε και δυό αγγέλους που τους είπανε πως ζη ο Ιησούς και κάποιοι από μας πήγανε στο μνήμα και είδανε όσα είπανε οι γυναίκες, μα τον ίδιον δεν τον είδανε». Κ’ ο Ιησούς τους είπε «Ω ανόητοι και με καρδιά που είναι αργοκίνητη στο να πιστέψη σε όσα είπανε οι προφήτες αυτά λοιπόν δεν έπρεπε να τα πάθη ο Χριστός για να μπη στη δόξα του;» Κι’ άρχισε από τον Μωϋσή κι απ’ όλες τις γραφές όσα έπαθε. Και στο μεταξύ φτάνε στο χωριό που πηγαίνανε κι’ αυτός έκανε πως πηγαίνει παραπέρα. Και τον βιάσανε λέγοντας «Μείνε μαζί μας, γιατί κοντεύει να βραδιάσει κ’ έγειρε η μέρα. Και μπήκε μέσα για ν’ απομείνη μαζί τους. Και σαν κάθησε στο τραπέζι με δαύτους, πήρε το ψωμί και το βλόγησε κι’ αφού το έκοψε τους έδωσε να φάνε. Και τότε ανοίξανε τα μάτια τους και τον γνωρίσανε. Και κείνος γίνηκε άφαντος από μπροστά τους. Κι’ είπανε μεταξύ τους «Πώς δεν καίγονταν η καρδιά μας μέσα μας, την ώρα που μιλούσε στον δρόμο και μας ξεδιάλυνε τις γραφές;» Και σηκωθήκανε την ίδια ώρα και γυρίσανε πίσω στα Ιεροσόλυμα και βρήκανε μαζεμένους τους έντεκα και τους άλλους που ήτανε μαζί τους και κείνοι τους είπανε πως αναστήθηκε στ’ αλήθεια ο Κύριος και πώς φανερώθηκε στον Σίμωνα. Κι’ αυτοί τους ιστορήσανε όσα τους συμβήκανε την ώρα που έκοβε το ψωμί».

«Κ’ ενώ ακόμα κουβεντιάζανε, ο ίδιος ο Ιησούς στάθηκε στη μέση τους και τους λέγει «Ειρήνη απάνω σας». Και κείνοι τρομάξανε και τους έπιασε φόβος και θαρρούσαν πως βλέπουνε κάποιο πνεύμα. Και τους είπε «Γιατί είσαστε ταραγμένοι και γιατί ανεβαίνουνε στις καρδιές σας ένα σωρό λογισμοί; Δέστε τα χέρια μου και τα πόδια μου, πως είμαι εγώ ο ίδιος ψηλαφήσατέ με και δέστε πώς το πνεύμα δεν έχει σάρκα και κόκκαλα, όπως με βλέπετε εμένα νάχω». Κ’ επειδή ακόμα δεν πιστεύανε από την χαρά τους και θαυμάζανε, τους είπε «Έχετε τίποτα φαγώσιμο εδώ πέρα;» Κι’ αυτοί του δώσανε ένα κομμάτι ψάρι ψημένο κ’ ένα κομμάτι μελόπητα και τα πήρε κ’ έφαγε από δαύτα. Και τους είπε: «Θυμηθήτε τα λόγια που σας είπα τον καιρό που ήμουνα ακόμα μαζί σας, πώς πρέπει να γίνουνε όλα όσα είναι γραμμένα στο νόμο του Μωυσέα και στους προφήτες και στους ψαλμούς για μένα». Τότε άνοιξε τον νου τους να καταλάβουνε τις Γραφές.

Και τους είπε πώς έτσι έπρεπε να πάθη ο Χριστός και έτσι έπρεπε ν’ αναστηθή από τους νεκρούς την Τρίτη μέρα και να κηρυχθή στ’ όνομά του μετάνοια και συγχώρηση αμαρτιών σ’ όλα τα έθνη πιάνοντας από την Ιερουσαλήμ. «Και να, είπε εγώ σας στέλνω αυτό που σας έταξε ο πατέρας μου. Κ’ εσείς καθήσετε στην πολιτεία της Ιερουσαλήμ, ως που να ντυθήτε δύναμη από πάνω». Αυτά τα γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς, που φαίνεται πως ήτανε ο ένας από τους δύο που πηγαίνανε στο Εμμαούς. Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης, γράφει όλα όσα είπανε οι άλλοι ευαγγελιστές κ’ ύστερα λέγει πώς τη βραδιά που φανερώθηκε ο Κύριος στους μαθητές του οπού ήτανε κλεισμένοι από το φόβο των Ιουδαίων έτυχε να λείπη ο Θωμάς. Και σαν πήγε, του είπανε οι άλλοι «Είδαμε τον Κύριο». Κι’ ο Θωμάς δεν τον πίστεψε, αν δεν έβαζε το δάχτυλό του στις τρύπες των χεριών του και στην πλευρά του. Κι’ ύστερα από οχτώ μέρες πήγε πάλι ο Χριστός και στάθηκε στη μέση τους και τους είπε «Ειρήνη απάνω σας». Κ’ ύστερα είπε στον Θωμά «Φέρε το δάχτυλό σου και βάλε το εδώ πέρα και δες τα χέρια μου και βάλε το χέρι σου στην πλευρά μου και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός».

Κι’ αποκρίθηκε ο Θωμάς κ’ είπε «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Του λέει ο Χριστός «Επειδή με είδες, πίστεψες; Μακάριοι όσοι πιστέψανε δίχως να με δούνε». Ύστερα από λίγες μέρες καθόντανε κοντά στη λίμνη Τιβεριάδα ο Πέτρος κι ο Θωμάς κι’ ο Ναθαναήλ κι’ οι γυιοι του Ζεβεδαίου, δηλαδή ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάννης που τα γράφει. Τους λέγει ο Πέτρος «Πάγω να ψαρέψω». Του λένε οι άλλοι «Ερχόμαστε κ’ εμείς μαζί σου». Ευθύς μπήκανε στο καΐκι, μα όλη τη νύχτα δεν πιάσανε τίποτα. Και σαν ξημέρωσε, φάνηκε ο Χριστός στην ακρογιαλιά, μα δεν ξέρανε οι μαθητές πώς είναι ο Χριστός. Τους λέγει ο Ιησούς «Παιδιά, μήπως έχετε τίποτα προσφάγι;» Και κείνοι αποκρίθηκαν «Όχι». Κι’ ο Χριστός τους είπε «Ρίξτε το δίχτυ σας στη δεξιά μεριά της βάρκας και θα βρήτε». Το ρίξανε, λοιπόν, και δεν μπορέσανε να το τραβήξουνε από το πολύ το ψάρι. Λέγει λοιπόν ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς στον Πέτρο «Ο Κύριος είναι!» Σαν άκουσε ο Πέτρος πώς είναι ο Κύριος, ζώστηκε το ρούχο του, γιατί ήτανε γυμνός κ’ έπεσε στη θάλασσα. Κι’ οι άλλοι μαθητές πήγανε γιαλό με το καΐκι, γιατί δεν ήτανε μακρυά από τη στεριά παραπάνω από διακόσιες πήχες και τραβούσανε το δίχτυ. Σαν βγήκανε λοιπόν στη στεριά βλέπουνε μια φωτιά κ’ ένα ψωμί. Τους λέγει ο Χριστός «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα». Μπήκε στη βάρκα ο Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη στεριά γεμάτο από εκατό πενήντα τρία μεγάλα ψάρια και μ’ όλα ταύτα δεν σχίσθηκε το δίχτυ. Τους λέγει ο Χριστός «Ελάτε να φάτε». Και κανένας από τους μαθητές δεν τολμούσε να τον εξετάση «εσύ ποιος είσαι», ξέροντας πώς είναι ο Κύριος. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί και τους δίνει και το ψάρι το ίδιο. Αφού φάγανε, λέγει ο Χριστός στον Πέτρο «Σίμωνα Ιωνά, μ’ αγαπάς περισσότερο από τους άλλους;» Του λέγει «Ναι, Κύριε, εσύ ξέρεις πώς σ’ αγαπώ». Τρεις φορές τ’ αποκρίθηκε το ίδιο. Κι’ αφού είπε στον Πέτρο πώς θα μαρτυρήση για τ’ όνομά του, του λέγει στο τέλος «Ακολούθα με». Γυρίζει ο Πέτρος και βλέπει τον Ιωάννη και λέγει στον Ιησού «Κύριε τούτος εδώ τι θα κάνη;» Δηλαδή, «Τούτον τον πολυαγαπημένο σου που θα τον αφήσουμε;» Του λέγει ο Ιησούς «Αν θέλω να μείνη αυτός ως πού νάρθω, τι σε νοιάζει; Εσύ ακολούθα με». Διαδόθηκε λοιπόν αυτός ο λόγος στους αδελφούς, πώς ο μαθητής εκείνος δε θα πεθάνη, Μα ο Ιησούς δεν είπε πως δεν θα πεθάνη, αλλά είπε: «Αν θέλω να μείνη αυτός ως που νάρθω, τι σε μέλει εσένα;» Αυτός είναι ο μαθητής που τα μαρτυρά τούτα που είπα και που τα γράφει και ξέρουμε πως είναι αληθινή η μαρτυρία του.

Όσες φορές διαβάσω αυτά τα φανερώματα του Χριστού ύστερ’ από την Ανάσταση, πάντα τρέχουνε δάκρυα από τα μάτια μου. Διαβάζετε, αδέρφια μου, το άγιο Ευαγγέλιο ως που να μη σας ευχαριστά τίποτα άλλο. Γιατί στ’ αληθινά δεν υπάρχει τίποτα άλλο αληθινό, αξιαγάπητο, ταπεινό και φοβερό μαζί.

 

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ, η δοκιμασία του Λογικού, εκδ. Αρμός (σελ. 93-105)