Tι είναι η ιερά παράδοση;

123Τί σημαίνει ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ;

Τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἄρχισαν νὰ γράφονται εἴκοσι περίπου ἔτη μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ τελευταῖο ἀπὸ αὐτὰ συγγράφηκε περὶ τὸ 90 μ.Χ.. Ἕως ὅτου λοιπὸν γραφοῦν ὅλα τα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἀποτελεσθεῖ ὁ Κανόνας (ἡ συλλογὴ τῶν βιβλίων) τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων παραδιδόταν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα προφορικά. Ἐπιπλέον στὰ Εὐαγγέλια καὶ τὰ ἄλλα βιβλία τῆς Κ. Διαθήκης δὲν γράφτηκαν ὅλα ὅσα δίδαξε καὶ εἶπε καὶ ἔκανε ὁ Κύριος. Ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὑπάρχουν ἀκόμη:«καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. κὰ΄25). Εἶναι , λέει, τόσο πολλὰ αὐτὰ ποὺ ἔκανε καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὥστε, ἐὰν γράφονταν ἕνα-ἕνα λεπτομερῶς δὲν θὰ χωροῦσαν ὅλα τα βιβλία τοῦ κόσμου. Γραπτῶς ἀλλὰ καὶ προφορικῶς λοιπὸν παραδόθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους στοὺς διαδόχους τους καὶ ἀπὸ ἐκείνους στοὺς δικούς τους διαδόχους καὶ ἔφθασαν μέχρι σὲ μᾶς αὐτὲς οἱ διδασκαλίες. Σαφῶς τὸ γράφει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὰ ἑξῆς: «Στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου (προφορικῶς) εἴτε δὶ’ ἐπιστολῆς (γραπτῶς) ἠμῶν» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15). Ἀποτελοῦν οἱ ἄγραφες αὐτὲς καὶ προφορικῶς παραδεδομένες ἀποστολικὲς διδασκαλίες μαζὶ μὲ τὰ θεόπνευστα βιβλία, ποὺ συνέγραψαν οἱ μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, τὴ λεγόμενη Ἱερὰ Ἀποστολικὴ Παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιό της διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Αὐτὴ ἡ ἄγραφη καταρχᾶς ἱερὴ Ἀποστολικὴ Παράδοση λίγο-λίγο στοὺς κατόπιν αἰῶνες συστηματοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ διατυπώθηκε γραπτῶς καὶ περιλήφθηκε στοὺς δογματικοὺς ὅρους καὶ τοὺς κανόνες τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σὲ τοῦτο συντέλεσε καὶ τὸ ὅτι μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν ἄρχισαν νὰ διαδίδονται μεταξύ των Χριστιανῶν ἐσφαλμένες καὶ ψευδεῖς διδασκαλίες. Τότε λοιπὸν οἱ Ἐπίσκοποί της Ἐκκλησίας μαζεύονταν καὶ συγκροτοῦσαν Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Μὲ ὁδηγὸ τὴ γραπτὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ γραπτὴ ἢ ἄγραφη διδασκαλία τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, ὑπὸ τὴν ἔμπνευση, τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξέταζαν τὶς νεοφανεῖς αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ καταδείκνυαν τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη ποὺ ὑπῆρχαν σὲ αὐτὲς καὶ τὶς καταδίκαζαν. Ἔτσι διατύπωναν βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως τὰ δόγματα καὶ τοὺς ὅρους τῆς Πίστεως. Κάθε διδασκαλία, ἡ ὁποία δὲν ἦταν σύμφωνη πρὸς ὅσα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δίδαξαν εἴτε γραπτῶς εἴτε προφορικῶς, καταδικαζόταν. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ Ἱερὴ Παράδοση πλουτιζόταν τώρα πλέον μὲ τὶς ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἔλαβαν μέρος μεγάλοι της Ἐκκλησίας Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν πρώτη το 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς στὴ δεύτερή το 381 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη κλπ.. Ἀλλὰ καὶ ὅταν αὐτοὶ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο δὲν ἦταν παρόντες, λαμβάνονταν σοβαρὰ ὑπόψιν τὰ συγγράμματά τους καὶ ἡ διδασκαλία τοὺς μέχρι σημείου, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ υἱοθετεῖ γνῶμες καὶ κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ νὰ γράφει στὸν 102ο κανόνα της ὅτι διατυπώνει τὴν ἀπόφασή της: «καθὼς ὁ ἱερὸς ἠμᾶς ἐκδιδάσκει Βασίλειος».

Τοιουτοτρόπως ἡ Ἱερὰ Παράδοση βάσει πάντοτε τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καὶ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς ὁλοένα ἀναπτυσσομένης Ἐκκλησίας ὁλοκληρώθηκε καὶ συμπληρώθηκε τὸν ὄγδοο αἰώνα μὲ τὴν ἕβδομη Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας τὸ 787 μ.Χ.. Ἔτσι σύμφωνα μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως ἀπαρτίσθηκε ἡ ἱερὴ Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ἡ ὁποία περιλαμβάνει καὶ μερικά τα ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται μὲν συγκεκριμένα στὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι ὅμως σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία της.

 

Τι περιλαμβάνει η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ἡ Ἱερὴ Παράδοση περιέχει ὅ,τι διαλαμβάνει καὶ διδάσκει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ κάτι περισσότερο, μερικὰ πού, ὅπως καὶ παραπάνω εἴπαμε, δὲν τὰ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή. Νὰ ἀναφέρουμε μερικὰ πρὸς κατατόπισή μας. Τὸ νὰ κτίζουμε τὶς ἐκκλησίες μας καὶ νὰ προσευχόμαστε κατὰ Ἀνατολᾶς δὲν τὸ λέει ἡ Γραφή, εἶναι τῆς Παραδόσεως. Ὁμοίως τὸ νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, καὶ αὐτὸ τῆς Παραδόσεως εἶναι. Ἡ τέλεση τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως γίνεται, ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος τῆς ἱερῆς κολυμβήθρας, ὁ νηπιοβαπτισμός, ἡ χρίση τοῦ βαπτιζομένου μὲ ἅγιο ἔλαιο, ἡ τριττὴ κατάδυση στὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας, ἡ χρίση καὶ σφράγιση τοῦ βαπτισθέντος μὲ τὸ Ἅγιο Μύρο, τῆς Παραδόσεως εἶναι καὶ αὐτά. Ἀπὸ τὴν Παράδοση ἐπίσης εἶναι ὁ τρόπος, κατὰ τὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, ὅπως καὶ οἱ διάφοροι λειτουργικοὶ τύποι, οἱ εὐχὲς τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς καὶ τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ τρόπος τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν. Ἀκόμη οἱ νεκρώσιμες ἀκολουθίες, τὰ μνημόσυνα, τὰ μνημονεύματα ζώντων καὶ τεθνεώτων καὶ ἄλλα. Ὅλα αὐτὰ τὰ διδασκόμαστε ἀπὸ τὴν ἄγραφη, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή, Παράδοση. Καὶ γιὰ τὰ μνημόσυνα λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐκ εἰκῆ ταῦτα (ὄχι δηλαδὴ τυχαία καὶ ἄσκοπα) ἐνομοθετήθη ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων τὸ ἐπὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίνεσθαι τῶν ἀπελθόντων».

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Ἱερὴ Παράδοση, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, εἶναι ἡ δεύτερη πηγὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Σὰν ἐπίλογος καὶ ἐπισφράγιση τρόπον τινὰ τῆς Ἱερῆς Παραδόσεως τέθηκαν ἀπὸ τὴν ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ ἑξῆς λόγοι: «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν… ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν… Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξε».

Τὴν Ἱερὴ αὐτὴ Παράδοση, ἔτσι ὅπως διαμορφώθηκε ὁριστικὰ καὶ τελικὰ καὶ ἔκλεισε μὲ τὴν ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς πηγὴ τῆς διδασκαλίας τῆς γνήσια καὶ ἰσόκυρή της Ἁγίας Γραφῆς. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διότι οἱ μὲν Προτεστάντες ἔχουν ἀπορρίψει τελείως τὴν Ἱερὴ Παράδοση καὶ ἀρκοῦνται μόνο στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ὡς ὁδηγὸ τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν Ἱερὴ Παράδοση, ἔχουν περιπέσει σὲ πλῆθος κακοδοξιῶν καὶ εἶναι διηρημένοι σὲ ἑκατοντάδες κοινοτήτων καὶ παραφυάδων. Οἱ δὲ Ρωμαιοκαθολικοὶ (Παπικοὶ) καὶ μετὰ τὴν ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο πρόσθεσαν νέα δόγματα, τὰ ὁποῖα ἢ εἶναι σαφῶς ἀντίθετα πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὴ Παράδοση (ὅπως εἶναι τὸ δόγμα τους ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», τὸ περίφημο filioque), ἢ δὲν μαρτυροῦνται καὶ δὲν στηρίζονται οὔτε στὴν Ἁγία Γραφὴ οὔτε στὴν Ἱερὴ Παράδοση τῶν ὀκτῶ πρώτων αἰώνων.

Μόνο λοιπὸν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὶς δύο αὐτὲς θεῖες καὶ οὐράνιες πηγὲς τῆς διδασκαλίας της, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὴ Παράδοση. Καὶ ἡ μὲν Ἁγία Γραφὴ εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους. Τῆς δὲ Ἱερῆς Παράδοσης συντομότατη καὶ περιληπτικὴ ἔκθεση εἶναι τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω».

 

(Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἠλείας ποὺ ἔχει τίτλο: “ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ”)