Όσιος Γέροντας Πορφύριος

Published: Wednesday, 03 December 2014 07:05

τοῦ Ἐπισκόπου Νεαπόλεως κ. Πορφυρίου

 

Στή χορεία τῶν σύγχρονων ὁσίων Γερόντων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, κατά κοινή ὁμολογία, ἐξέχουσα καί δεσπόζουσα θέση κατέχει ὁ ὅσιος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Τό κύριο χαρακτηριστικό τοῦ Γέροντα σέ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ἐπιγείου βίου του ὑπῆρξε ἡ ἄκρα ταπείνωσή του. Συμπορευόταν δέ μαζί μέ αὐτήν ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή, ἡ ζέουσα ἀγάπη του, ἡ ἀγόγγυστη ὑπομονή του στούς ἀφόρητους πόνους, ἡ σοφή διάκρισή του, ἡ ἀσύλληπτη διόρασή του, ἡ ἀπέραντη φιλομάθειά του, ἡ ἀνεξάντλητη φιλοπονία καί ἐργατικότητά του, ἡ ἀδιάλειπτη ταπεινή καί ἀποτελεσματική προσευχή του, τό Ὀρθόδοξο καί χωρίς κανένα φανατισμό φρόνημά του, τό ζωηρό ἐνδιαφέρον του γιά τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ἐπιτυχεῖς συμβουλές του, ἡ μακροθυμία τοῦ πνεύματός του, ἡ βαθύτατη εὐλάβειά του, καθώς καί ἡ ἱεροπρέπεια τῶν ἀκολουθιῶν του.

 Ἡ ἁγιοτόκος νῆσος Κύπρος ἄν καί δέν εἶχε τήν εὐλογία νά δεχθεῖ σωματικά τόν Γέροντα, δέν ὑστερήθηκε τῶν εὐεργεσιῶν πού προέρχονταν ἀπό τά ποικίλα χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός τόν εἶχε χαριτώσει πλουσιοπάροχα. Ἡ φήμη του ὡς ἁγίου καί ἐνάρετου μοναχοῦ τόν κατέστησε πόλο ἕλξης πολλῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, πού ἀναζητοῦσαν λόγο Θεοῦ, παρηγοριά καί ἐπίλυση τῶν σοβαρῶν πνευματικῶν ἤ ἄλλων προβλημάτων πού ἀντιμετώπιζαν. Ὁ Γέροντας δεχόταν ταπεινά ὅλους, ἐφόσον ἡ ὑγεία του τό ἐπέτρεπε, πάντοτε μέ πολλή ἀγάπη. Στό πρόσωπό του εὕρισκαν τόν ταπεινό καί διακριτικό πατέρα, πού μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη του ἔχυνε βάλσαμο, παρηγοροῦσε καί θεράπευε κάθε ψυχή πού προσέτρεχε σ’ αὐτόν.

Ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, τότε ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Νεοσκητιώτης, μᾶς ἀφηγεῖται: «Στή Νέα Σκήτη πού βρισκόμασταν, ὁ Γέροντάς μας Ἰωσήφ Σπηλαιώτης εἶχε πάθει καρδιακή προσβολή. Ἐμεῖς, μικροί τότε, φοβόμασταν τί θά ἀπογίνουμε. Ἤμασταν εἴκοσι περίπου μοναχοί. Ἐγώ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος, εἴκοσι πέντε ἐτῶν περίπου. Στή Θεσσαλονίκη, πού βγῆκα γιά δουλειές, συνάντησα ἕνα μοναχό τῆς συνοδείας τοῦ Γέροντα Πορφύριου. Μοῦ ἔδωσε τό τηλέφωνό του καί μοῦ εἶπε νά τόν πάρω στίς πέντε ἡ ὥρα τό πρωί. Συνήθως τήν ὥρα ἐκείνη ἀπαντοῦσε τό τηλέφωνο. Πῆρα, λοιπόν, τηλέφωνο τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἀγωνία καί ἐλπίδα νά ἀπαντήσει ὁ Γέροντας. Δυστυχῶς ὅμως ἐνῶ κτυποῦσε, ὁ Γέροντας δέν ἀπαντοῦσε. Ἀποφάσισα νά διαβάσω τούς Χαιρετισμούς στήν Παναγία μας καί μετά νά ξαναδοκιμάσω. Ἡ ἀγωνία μου ὅμως δέν μέ ἄφησε νά ὁλοκληρώσω καί πρός τό τέλος ξαναδοκίμασα. Ὁ Γέροντας σήκωσε τό ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου καί ἄκουσα τή φωνή του νά μοῦ λέει ἐμμελῶς τό ἐφύμνιο τῶν Χαιρετισμῶν: «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε». Γνώριζε, δηλαδή, ὄχι μόνο πώς προσευχόμουν ἀλλά καί τί ἔλεγα. Ἡ κουβέντα μας συνεχίστηκε ρωτώντάς με ποιός ἤμουν καί τί μέ ἀπασχολοῦσε. Ὁ ἴδιος στή συνέχεια μοῦ περιέγραψε μέ ἀκρίβεια τό πρόβλημα τῆς ὑγείας τοῦ Γέροντά μας καί τί ἔπρεπε νά κάνουμε. Εὐχαρίστησα καί ὁλοκληρώσαμε τή συνδιάλεξή μας».

Τήν πνευματική βοήθεια καί συμπαράσταση τοῦ Γέροντα εἶχαν τήν εὐλογία νά δεχθοῦν ὡς μάννα ἐξ οὐρανοῦ καί ἄνθρωποι πού διαβιοῦσαν στή Μεγαλόνησο. Μέ προσωπικές μεταβάσεις τους στό Ἡσυχαστήριό του, στό Μήλεσι Ἀττικῆς, ἤ μέ τηλεφωνική ἐπικοινωνία ἐδέχοντο λόγους παρακλήσεως, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού μάθαιναν γιά ἄγνωστες πτυχές τῆς ζωῆς τους.

 Ἡ Μαρία Στυλιανοπούλου, εὐλαβέστατη καί ἁγιασμένη ψυχή, καταγόταν ἀπό τήν κατεχόμενη Κυθρέα καί ζοῦσε ὡς πρόσφυγας στή Λεμεσό, ὅπου καί ἐκοιμήθη τό 1998. Ἦταν γνωστή εὐρέως ὡς ἡ «Μαρία ἡ ψηλή», γιατί ἦταν γιγαντόσωμη ἀλλά καί παραμορφωμένη. Τό ὕψος της ἦταν δύο μέτρα καί τριάντα ἑκατοστά. Ἡ Μαρία σ’ ὅλη της τή ζωή εἶχε σοβαρά προβλήματα ὑγείας. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της εἶχε καμπουριάσει καί διεκινεῖτο μέ ἀναπηρικό καροτσάκι. Ταξίδεψε στή Βοστώνη τῆς Ἀμερικῆς, γιά νά ἐξετάσουν τήν περίπτωσή της ἀλλά καί γιά τόν ὄγκο πού εἶχε στό κεφάλι της καί κινδύνευε νά τυφλωθεῖ. Οἱ γιατροί πού τήν ἐξέτασαν δέν συμφωνοῦσαν γιά τά αἴτια πού προκάλεσαν τήν παραμόρφωσή της. Προσεφέρθησαν δέ νά ἀγοράσουν τόν σκελετό τῆς Μαρίας, γιά νά ἐξετάσουν τήν περίπτωσή της. Αὐτό προκάλεσε πολύ μεγάλη θλίψη στή Μαρία. Κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς πέρασε ἀπό τήν Ἀθήνα, ὅπου μία γνωστή καί φίλη της τήν προέτρεψε νά ἐπισκεφθοῦν τόν Γέροντα Πορφύριο. Δέν γνώριζε μέχρι τότε τίποτα γιά τόν Γέροντα, γι’ αὐτό καί δέν ἔδειξε πολλή προθυμία. -Τί νά πᾶμε, γιά νά μοῦ πεῖ «μιά-μιά-μιά»; Στό τέλος πείσθηκε καί μαζί μέ τή φίλη της, μία μοναχή καί τή μητέρα της, τήν κυρία Κωνσταντία, ἔφθασαν στόν Γέροντα. Μπῆκαν στό κελλί του καί ὁ Γέροντας, πού ἦταν τυφλός, τήν ρώτησε:

-Γιατί ὅταν σέ παρότρυνε ἡ φίλη σου να’ ρθεῖτε, δέν ἐρχόσουν, γιά νά μή σοῦ πῶ «μιά-μιά-μιά»;

Ντράπηκε τότε ἡ Μαρία, πού ἄκουσε τόν Γέροντα νά λέει ἀκριβῶς τά ἴδια λόγια πού ἔλεγε προηγουμένως ἡ ἴδια γιά τόν Γέροντα. -Τί ἔχεις, παιδί μου;

-Γέροντα, θά χάσω τό φῶς μου.

-Ὄχι, παιδί μου, τά ὀστᾶ σου θά συνθλίβονται. Ἡ Μαρία τότε δέν κατάλαβε τί τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας. -Γονάτισε, εἶπε ὁ Γέροντας. Γονάτισε ἡ Μαρία καί ὁ Γέροντας πῆρε τό κεφάλι της μέ τά δύο του χέρια καί ἄρχισε νά προσεύχεται.

 Ἡ Μαρία ἀργότερα διηγήθηκε ὅτι ἔνοιωσε τό κεφάλι της νά θερμαίνεται ὑπερβολικά. Σέ λίγο ὁ Γέροντας τῆς λέει: -Δέν θά χάσεις τό φῶς σου, τά ὀστᾶ σου θά συνθλίβονται. Ἡ Μαρία δέν τό πολυπίστεψε τότε, μιᾶς καί  δέν τῆς εἶχαν πεῖ κάτι τέτοιο οἱ γιατροί.

-Ἀπό ποῦ ἔπαθες τήν παραμόρφωση, σοῦ εἶπαν οἱ γιατροί;

-Ὄχι, δέν συμφωνοῦσαν οἱ γιατροί. Ἀπευθύνθηκε ὁ Γέροντας στήν κυρία Κωνσταντία, τή μητέρα τῆς Μαρίας.

-Θυμᾶσαι τότε πού ἤσουν ἔγκυος τή Μαρία; Ἄν καί ἡ Μαρία ἦταν σαράντα τριῶν χρόνων τότε, ἡ μητέρα ἀπάντησε: -Ναί, Γέροντα, θυμᾶμαι.

 -Θυμᾶσαι πού σέ πῆρε ὁ σύζυγός σου σ’ ἕνα γιατρό;

-Ναί, ναί.

-Θυμᾶσαι πού κατεβήκατε ἀπό τό χωριό σέ μιά πλατεία;

Περιέγραψε ὁ Γέροντας μέ λεπτομέρεια τήν πλατεία, ὅπως ἦταν πρίν σαράντα τρία χρό- νια, καθώς καί τόν δρόμο πού βάδισαν γιά νά φθάσουν στό ἰατρεῖο.

-Πέρασες τήν πράσινη πόρτα τοῦ ἰατρείου καί ὅταν συναντήθηκες μέ τόν γιατρό, τοῦ περιέγραψες τό πρόβλημά σου μέ τούς πολλούς ἐμετούς. Τότε ἐκεῖνος σοῦ ἔδωσε ἕνα φακελάκι μέ δεκαπέντε χάπια. Θυμᾶσαι;

 -Θυμᾶμαι, Γέροντα.

-Τά χάπια πού σοῦ ἔδωσε κατά λάθος ὁ γιατρός ἦταν χάπια γιά τήν ἐπιληψία, γι’ αὐτό καί παραμορφώθηκε ἔτσι τό παιδί σου.

Μετά τήν πάροδο λίγου χρόνου σταθεροποιήθηκε τό φῶς τῆς Μαρίας. Ἄρχισε ὅμως τότε ἕνα νέο μαρτύριο, ὅπως τῆς τό προεῖπε ὁ Γέροντας. Τά κόκκαλά της συνθλίβονταν τόσο εὔκολα, ὥστε νά τρυπᾶνε ἀκόμη καί τό δέρμα.

Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα γιά τόν μοναχισμό καί τούς μοναχούς ἐκδηλώθηκε καί στήν Κύπρο μέσῳ πνευματικοῦ του τέκνου, τή μακαριστή Γερόντισσα Μαρία. Ἡ μακαριστή Γερόντισσα Μαρία ἀγωνίστηκε μέ τίς δυό ἀδελφές τῆς συνοδείας της, Σκέπη καί Πηγή, γιά τήν ἀνασύσταση καί ἐπαναλειτουργία τῆς ἀρχαίας Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας τῆς Ἀμιροῦς. Ἀπό τό 1985, ἡ Γερόντισσα Μαρία εἶχε ὡς Πνευματικό της τόν Γέροντα Πορφύριο, μέ τόν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε τακτικά. Τίς ἐμπειρίες της μέ τόν Γέροντα μᾶς μεταφέρει ἡ  μοναχή Σκέπη, πού ἔζησε μαζί μέ τή Γερόντισσα ἀρκετά χρόνια, μέχρι τήν κοίμησή της, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2001. Κάποτε ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶπε στή Γερόντισσα:

-Ἐκεῖ, στήν Ἀμιροῦ νά πᾶτε, ὄχι σέ ἄλλο τόπο, ἐκεῖ θά ἀναπαυθεῖτε. Θά ἔλθουν πολλές μοναχές καί θά γίνει μεγάλο μοναστήρι. Ὁ Γέροντας, μάλιστα, μέ τό διορατικό του χάρισμα ἔβλεπε τήν τοποθεσία. Κάποια φορά εἶχε ρωτήσει τή Γερόντισσα:

-Τί εἶναι αὐτός ἐκεῖ ὁ πύργος; Ἡ Γερόντισσα ἀπόρησε.

-Ποιός πύργος; Μιλᾶτε γιά τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας μας; Δέν ἔχει κανένα πύργο ἐκεῖ. Ὁ Γέροντας, ὅμως, ἐπέμενε:

-Ναί μωρέ, ἐκεῖ ἔχει ἕνα πύργο, ἀπό ἐκεῖ θά σᾶς βλέπουν.

Τό γεγονός αὐτό ξεχάστηκε, ἀφοῦ ἡ Γερόντισσα δέν γνώριζε γιά τήν ὕπαρξη κανενός πύργου. Ἀργότερα, μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα ἀνακάλυψε τόν πύργο ψηλά στόν Κακομάλλη, πάνω ἀπό τό μοναστήρι. Ἦταν παρατηρητήριο τοῦ Δασονομείου. Δασονόμοι, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονταν τή Μονή, εἶπαν στίς μοναχές ὅτι τίς βλέπουν ἀπό ἐκεῖ ψηλά, ὅταν κοιτάζουν γιά πυρκαϊές. Χωρίς νά ἔχει ἐπισκεφθεῖ τή Μονή ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔβλεπε τά πάντα διά τοῦ διορατικοῦ του χαρίσματος καί τά περιέγραφε στή Γερόντισσα. Τῆς ἔλεγε: -Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἐκκλησία, προχωροῦμε πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ἐδῶ ὑπάρχει ὑγρασία. Τοῦ ἔλεγε: -Ἐκεῖ ἀκριβῶς, Γέροντα, βρίσκεται τό ἁγίασμα τῆς Μονῆς. Πράγματι, ὅταν ἀργότερα οἱ μοναχές ἐγκαταστάθηκαν στή Μονή, ἀνακάλυψαν τόν χῶρο αὐτό.

Ὁ ὁσιώτατος Γέροντας Πορφύριος, ὁ τῆς Εὐβοίας γόνος, τοῦ Ἄθωνος ἀειθαλής βλαστός, τῶν Ἀθηνῶν τό καύχημα καί τῆς Ἐκκλησίας μας δόξα, μέ τόν ἅγιο βίο καί τήν πολιτεία του μᾶς ἀποδεικνύει ἔμπρακτα ὅτι στήν τόσο ἀντιπνευματική καί καταναλωτική ἐποχή μας, ἡ ὁδός τοῦ ἁγιασμοῦ εἶναι κατορθωτή γιά κάθε ψυχή, πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί παραδίδεται σέ Αὐτόν.

(ἀπόσπασμα ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Νεαπόλεως κ.Πορφυρίου, στό Μοναστικό Συνέδριο τό ὁποῖο ὀργάνωσε ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας Χρυσοπηγῆς, στά Χανιά Κρήτης τό 2007)

http://www.imlemesou.org