Το Γενέσιο (ή Γενέθλιο) της Θεοτόκου

Το Γενέσιον της Θεοτόκου – Το γεγονός και η εορτή

Μεταξύ των μεγάλων θεομητορικών εορτών περιλαμβάνεται και το Γενέσιον ή Γενέθλιον ή της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ένα γεγονός το οποίο τιμάται με κατάνυξη και θρησκευτική ευλάβεια από τους ορθοδόξους χριστιανούς.
Το Γενέσιον της Θεοτόκου τιμάται από την Εκκλησία μας στις 8 Σεπτεμβρίου.

Ιωακείμ και Άννα και η λύση της ατεκνίας

Όταν έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και οι Ισραηλίτες πρόσφεραν τα δώρα τους, στάθηκε μπροστά στον Ιωακείμ ο Ρουβίμ και του είπε: Δεν επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, «καθότι σπέρμα οὐκ ἐποίησας ἐν τῷ Ἰσραήλ», επειδή δηλαδή είσαι άτεκνος. Ο Ιωακείμ λυπήθηκε πάρα πολύ και είπε: Θα ερευνήσω ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ για να διαπιστώσω αν μόνον εγώ ανάμεσά τους είμαι άτεκνος. Και ερεύνησε και διαπίστωσε ότι όλοι οι δίκαιοι είχαν τέκνα. Τότε θυμήθηκε τον πατριάρχη Αβραάμ ότι στα βαθιά γεράματά του, του χάρισε ο Θεός το γιό του, τον Ισαάκ. Περίλυπος ο Ιωακείμ δεν γύρισε στο σπίτι του. Πήγε στην έρημο, έστησε τη σκηνή του και νήστεψε σαράντα μερόνυχτα, με την απόφαση να μη γυρίσει στο σπίτι του για να φάει και να πιει, μέχρις ότου τον επισκεφθεί ο Κύριος και Θεός του.
Στο μεταξύ η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε και έκλαιγε λέγοντας· κλαίω για τη χηρεία μου, κλαίω και για την ατεκνία μου. Έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και η Ιουδίθ, η υπηρέτριά της, της είπε: Μέχρι πότε θα ταπεινώνεις την ψυχή σου;

Να, έφτασε η μεγάλη ημέρα του Κυρίου και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε όμως αυτόν εδώ τον κεφαλόδεσμο, πού μου έδωσε η γυναίκα πού τον έφτιαξε και δεν επιτρέπεται να τον ανοίξω εγώ, μια υπηρέτρια, επειδή έχει σημασία βασιλική. Η Άννα της είπε: Φύγε από κοντά μου· αυτό εγώ ποτέ δεν το έκανα και όμως ο Κύριος με ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τον έδωσε και ήρθες για να με κάνεις συμμέτοχη στην αμαρτία σου; Η Ιουδίθ απάντησε: Τι να σου καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην αφήσεις απογόνους στον Ισραήλ;
Περίλυπη η Άννα έβγαλε τα πένθιμα ρούχα, άφησε ξέπλεγα τα μαλλιά της, ντύθηκε με τα νυφικά της ενδύματα και γύρω στις 9η ώρα κατέβηκε να περπατήσει στον κήπο της. Σε λίγο κάθισε κάτω από μια δάφνη και προσευχήθηκε στον Κύριο λέγοντας: «Ὁ Θεός τῶν πατέρων ἠμῶν, εὐλόγησον μέ καί ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου, καθώς εὐλόγησας τήν μήτραν Σάρρας καί ἔδωκας αὐτή υἱόν τόν Ἰσαάκ». Σηκώνοντας κατόπιν τα μάτια της ψηλά στον ουρανό είδε στο δέντρο της δάφνης μια φωλιά γεμάτη νεοσσούς και έβγαλε θρηνητική κραυγή λέγοντας: «Ἀλίμονό μου, ποιός μέ γέννησε καί ποιά μήτρα μέ ξεφύτρωσε; Γιατί ἐγώ στά μάτια τοῦ Ἰσραήλ εἶμαι καταραμένη καί μέ κοροϊδεύουν καί μέ προσβάλλουν στό ναό τοῦ Κυρίου. Ἀλίμονό μου, μέ τί ἐξομοιώθηκα ἐγώ; Δέν ἐξομοιώθηκα μέ τά πουλιά, ἀφοῦ αὐτά εἶναι γόνιμα. Δέν ἐξομοιώθηκα μέ τά ἄγρια ζῶα, ἀφοῦ καί κεῖνα εἶναι γόνιμα, χάρη σέ σένα, Κύριε. Δέν ἐξομοιώθηκα μέ τά νερά αὐτά, ἀφοῦ καί τοῦτα εἶναι γόνιμα. Ἀλίμονό μου, μέ ποιόν ἐξομοιώθηκα; Οὔτε μέ τή γῆ αὐτή, ἀφοῦ καί ἡ γῆ προσφέρει τούς καρπούς στόν καιρό της καί εὐλογεῖ ἐσένα, Κύριε».
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη». Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά της άγγελος, απεσταλμένος από τον Θεό, και της λέει: Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις· ο καρπός σου θα γίνει γνωστός σ’ όλη την οικουμένη. Εκείνη είπε: Ζει Κύριος ο Θεός μου· αν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο τον Θεό μου, για να τον λατρεύει και να τον υπηρετεί σ’ όλη τη ζωή του. Τότε δύο αγγελιοφόροι την πλησίασαν και της είπαν: Να, ο άντρας σου ο Ιωακείμ έρχεται με τα κοπάδια του. Διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό και του ανήγγειλε: Ιωακείμ, άκουσε Κύριος ο Θεός την προσευχή σου. Γύρνα πίσω στο σπίτι σου, γιατί η Άννα, η γυναίκα σου, θα μείνει έγκυος.
Επέστρεψε λοιπόν ο Ιωακείμ από την έρημο, φώναξε τούς βοσκούς των κοπαδιών του και έδωσε εντολή να του φέρουν 10 αμνάδες για να τις προσφέρει στον Θεό, ως θυσία, 12 μοσχαράκια για προσφορά στους ιερείς και τη γερουσία, και εκατό «χιμάρους παντί τῷ λαῶ». Στην εξώπορτα τον περίμενε η Άννα. Έτρεξε, κρεμάστηκε από τον τράχηλο του και με χαρά του είπε: «Ξέρω τώρα καί δέν ἀμφιβάλω, ὅτι ὁ Θεός μέ εὐλόγησε πάρα πολύ. Τώρα πιά ἡ χήρα δέν εἶναι χήρα, καί ἡ ἄτεκνη θά μείνω ἔγκυος». Την πρώτη μέρα μετά την επιστροφή του από την έρημο στο σπίτι, ο Ιωακείμ αναπαύθηκε.
Την επόμενη πρόσφερε τα δώρα του λέγοντας μες στην ψυχή του: Το αν ο Κύριος με ελεήσει, θα γίνει φανερό από τον τρόπο πού θα δεχθεί τη θυσία του ιερέα. Πρόσφερε λοιπόν τα δώρα του ο Ιωακείμ και παρακολουθούσε τον ιερέα πώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο· και δεν διαπίστωσε σ’ αυτόν αμαρτία. Τότε είπε: Τώρα πλέον ξέρω ότι ο Κύριος με ελέησε και μου συγχώρεσε όλα τα αμαρτήματα. Κατέβηκε από το ναό του Κυρίου δικαιωμένος και γύρισε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: Τι γέννησα; Της απάντησε: Κορίτσι. Και είπε η Άννα: «Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τή ἡμέρα ταύτη». Και έβαλαν τη νεογέννητη στο κρεβατάκι της. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες, «ἀπεσμήξατο Ἄννα», και άρχισε να τη θηλάζει, της έδωσε το όνομα Μαριάμ.

Η καθιέρωση της εορτής

Η διήγηση του «Πρωτευαγγελίου τοῦ Ἰακώβου» ήταν γνωστή στους άτρωτους χριστιανούς, αλλά τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου (Γενέσιο, Εισόδια, Ευαγγελισμός, Κοίμησις), άρχισαν να εορτάζονται λατρευτικά μετά την Γ΄ οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο (431) και την Δ΄ στη Χαλκηδόνα (451), όποτε διατυπώθηκε αυθεντικά η πίστη της Εκκλησίας και για το Πρόσωπο της Θεοτόκου. Στο μεταξύ είχαν ανεγερθεί και ναοί προς τιμήν της.
Ήδη από το τέλος του 4ου αιώνος ετελείτο στα Ιεροσόλυμα η δεσποτική εορτή της Υπαπαντής, κατά την οποία όμως οι χριστιανοί τιμούσαν και τη Μητέρα του Κυρίου. Στη συνέχεια καθιερώθηκαν και άλλες εορτές, όπως και του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ως πιθανότερος χρόνος εισαγωγής της εορτής θεωρείται το τέλος του 5ου ή οι αρχές του 6ου αιώνος. Και η εορτή αυτή εισήχθη αρχικά στην Αγία Πόλη και ετελείτο στις 8 Σεπτεμβρίου, όπως και σήμερα. Περιεχόμενο του εορτασμού είναι το Γενέσιο της Θεοτόκου, όπως εκτίθεται στο «Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου», από το οποίο ελήφθη και καταχωρήθηκε στο Συναξάριο της ημέρας.

Το Γενέσιον της Θεοτόκου

Ὀλίγας ἡμέρας μετά τήν ἔναρξιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τήν 8ην Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία μας πανηγυρίζει «τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Διά τό γεγονός αὐτό τά Εὐαγγέλια σιγοῦν. Ἡ ἴδια ἄλλωστε σιγή ἁπλώνεται γύρω ἀπό τό μεγαλύτερον μέρος τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου. Ἐλάχιστοι εἶναι καί οἱ λόγοι της, πού διεσώθησαν. Ἀρκεῖ νά σημειωθῇ, ὅτι ἡ προτροπή πρός τούς ὑπηρέτας κατά τό θαῦμα ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας «ὅ,τι ἄν λέγῃ (ὁ Χριστός) ὑμῖν, ποιήσατε» (Ἰω. 2, 5) εἶναι οἱ τελευταῖοι της λόγοι, πού ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Ἀπό τότε (τό θαῦμα ἔγινε κατά τάς ἀρχάς τοῦ πρώτου ἔτους τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου) καί εἰς τό ἑξῆς ἡ Θεοτόκος παρακολούθησε μέ σιωπήν τήν δρᾶσιν τοῦ Υἱοῦ της καί σιωπηλή ἔπνιξε τόν πόνον της κάτω ἀπό τόν Σταυρόν Του.
Τά κενά τῶν Εὐαγγελίων περί τοῦ βίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου συμπληρώνουν αἱ ἀπόκρυφοι διηγήσεις. Αὐταί, γραμμέναι ἀπό εὐσεβεῖς συγγραφεῖς καί πλουτισμέναι ἀπό τήν φαντασίαν των, δίδουν πληροφορίας διά τήν Γέννησίν της, τήν παιδικήν της ἡλικίαν, τήν Κοίμησίν της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπῆρεν ἀπό τά κείμενα αὐτά τάς παραδόσεις, πού ἐθεώρησεν ἀληθινάς καί τάς διεφύλαξεν εἰς τάς ἑορτάς, τούς ὕμνους, τάς εἰκόνας, πού ἔγιναν μέ τό ὑλικόν των.

Μία ἀπό τάς ἀποκρύφους διηγήσεις εἶναι τό «Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου». Ἀνεφέρθη κατά τήν περιγραφήν τῶν εἰκόνων τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἱακώβου διηγεῖται μεταξύ ἄλλων καί τά τῆς Γεννήσεως τῆς Θεομήτορος. Ἀπό αὐτό μανθάνομεν τά ὀνόματα τῶν γονέων της, πού εἶναι Ἰωακείμ καί Ἄννα, τήν ἀτεκνίαν των, τήν καταγωγήν τοῦ Ἰωακείμ ἀπό τό βασιλικόν γένος τοῦ Δαβίδ κ. ἄ. Ἐδῶ βλέπομεν τήν θλῖψιν καί τά δάκρυα τοῦ ἀνδρογύνου διά τήν ἀτεκνίαν του, καθώς καί τάς προσευχάς καί τάς νηστείας του διά τήν ἀπόκτησιν τέκνου.
Ἐκτός ἀπό τό Πρωτευαγγέλιον, ἕνα ἄλλο ἀπόκρυφον Εὐαγγέλιον, τό λεγόμενον τοῦ Ψευδο-Ματθαίου, πού συμφωνεῖ βασικῶς μέ τό Πρωτευαγγέλιον, ὁμιλεῖ διά τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.
Διά νά κατανοήσωμεν τά εἰκονιζόμενα εἰς τήν παράστασιν τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, πρέπει νά παραθέσωμεν μερικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν διήγησιν τοῦ Ἰακώβου:
«Καί ἰδού ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη λέγων αὐτῇ· Ἄννα Ἄννα, ἐπήκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς σου, καί συλλήψει καί γεννήσεις, καί λαληθήσεται τό σπέρμα σου ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ… Καί ἰδού ἦλθον ἄγγελοι δύο λέγοντες αὐτῇ· Ἰδού Ἰωακείμ ὁ ἀνήρ σου ἔρχεται μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ. Ἄγγελος γάρ Κυρίου κατέβη πρός αὐτόν λέγων· Ἰωακείμ Ἰωακείμ, ἐπήκουσε Κύριος ὁ Θεός τῆς δεήσεώς σου· κατάβηθι ἐντεῦθεν· ἰδού γάρ ἡ γυνή σου Ἄννα ἐν γαστρί λήψεται… Καί ἰδού Ἰωακείμ ἧκε μετά τῶν ποιμνίων αὐτοῦ, καί ἔστη Ἄννα πρός τήν πύλην καί εἶδε τόν Ἰωακείμ ἐρχόμενον, καί δραμοῦσα ἐκρεμάσθη εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ… Ἐπληρώθησαν δέ οἱ μῆνες αὐτῆς· ἐν δέ τῷ ἐνάτῳ μηνί ἐγέννησεν Ἄννα. Καί εἶπεν τῇ μαίᾳ· Τί ἐγέννησα; Ἡ δέ εἶπεν· Θῆλυ· Καί εἶπεν Ἄννα· Ἐμεγαλύνθη ἡ ψυχή μου ἐν τῇ ἡμέρα ταύτῃ· καί ἀνέκλινεν αὐτήν. Πληρωθεισῶν δέ τῶν ἡμερῶν ἀπεσμήξατο Ἄννα, καί ἔδωκεν μασθόν τῇ παιδί, καί ἐπωνόμασε τό ὄνομα αὐτῆς Μαριάμ».
Ὅπως βλέπομεν εἰς τήν ἀνωτέρω διήγησιν, ἡ Γέννησις τῆς Παναγίας ἀναγγέλλεται ὑπό τοῦ ἀγγέλου ὕστερα ἀπό μακράν περίοδον ἀτεκνίας τῶν γονέων της. Ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν γέννησιν καί ἄλλων βιβλικῶν προσώπων: τοῦ Σαμψών, τοῦ Σαμουήλ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἡ Γέννησις ὅμως τῆς Παναγίας διαφέρει, διότι εἶναι «τοῦ Ἀδάμ ἡ ἀνάπλασις καί τῆς Εὔας ἡ ἀνάκλησις· τῆς ἀφθαρσίας ἡ πηγή καί τῆς φθορᾶς ἀπαλλαγή, δι᾽ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθηεν καί τοῦ θανάτου ἐλυτρώθημεν…» (Δοξαστικόν τῆς Λιτῆς τοῦ πλ. δ’ ἤχου).
Τήν σύγκρισιν μεταξύ τῆς μητρός τῆς Παναγίας καί ἄλλων ἀτέκνων γυναικῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς κάνει ὡραιότατα τό γ’ Στιχηρόν τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ πλ. β’ ἤχου:
«Εἰ καί θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες ἐβλάστησαν, ἀλλά πάντων ἡ Μαρία τῶν γεννηθέντων θεοπρεπῶς ὑπερέλαμψεν· ὅτι καί ἀγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, ἔτεκεν ἐν σαρκί τῶν ἁπάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν ἐξ ἀσπόρου γαστρός…».
Ὅπως βλέπομεν εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας τοῦ Γενεθλίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν, παραλλήλως πρός τήν Γέννησιν τῆς Παναγίας, καί τόν ρόλον της ὡς Μητρός τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη εἰς τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς Ἄννης διαβλέπουν κατά τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τήν λύσιν τῆς στειρώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποία θά ἀπολαύσῃ τούς καρπούς τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις αὐτή «καρπογονεῖν λαμπρῶς ἀπάρχεται» μέ τήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ «Ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου»

Ὁ βυζαντινός ἁγιογράφος τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου ἀκολουθεῖ εἰς τήν ἔνταξιν τῶν σχετικῶν σκηνῶν τό ἀπόκρυφον Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου διά νά ὑπογραμμίσῃ τήν θαυματουργικήν Γέννησιν τῆς Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως ὅμως μένει πιστός εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας του, ὅπως τήν βλέπομεν εἰς τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς. Διά τοῦτο ἐνῷ εἰκονίζει τήν Θεοτόκον ἐντός λίκνου, ὡς βρέφος ἐσπαργανωμένον, δέν παραλείπει νά ἐπιγράψῃ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς της τά συνήθη συμπιλήματα ΜΡ- ΘΥ (Μήτηρ Θεοῦ).
Εἰς ὅλα σχεδόν τά τροπάρια τόσον τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅσον καί τῆς Συλλήψεως τῆς Ἁγίας Ἄννης (9 Δεκεμβρίου), τονίζεται ὅτι ἡ γεννηθεῖσα ἤ συλληφθεῖσα παιδίσκη εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ.
Εἰς τήν εἰκόνα, δεσπόζει ἡ μορφή τῆς Ἁγίας Ἄννης, πού εἰκονίζεται μισοκαθισμένη εἰς τό κρεββάτι. Μέ τήν ἀριστεράν της χεῖρα, πού μόλις προβάλλει ἀπό τό ὁλοκόκκινον μαφόριόν της, στηρίζει τήν κεκλιμένην κεφαλήν της. Αἱ εὐσεβεῖς σκέψεις, εἰς τάς ὁποίας ἔχει βυθισθῆ λόγῳ τοῦ παραδόξου θαύματος, διαβάζονται εἰς τήν λυπηράν ἔκφρασιν τοῦ προσώπου της.
Εἰς τό μέσον τῆς εἰκόνος εἰκονίζονται αἱ δοῦλαι, αἱ «παιδίσκαι», πού σπεύδουν νά δώσουν φαγητόν εἰς τήν λεχώ καί νά τήν περιποιηθοῦν. Ἡ μεσαία ἴσως νά εἶναι ἡ Ἰουδίθ, τήν ὁποίαν κατ᾽ ὄνομα ἀναφέρει τό Πρωτευαγγέλιον τοῦ Ἰακώβου. Μία ἀπό τάς δούλας μέ ριπίδιον κάμνει ἀέρα εἰς τήν Ἄννα.
Ἡ σκηνή εἰς τό ἄνω ἀριστερόν μέρος τῆς εἰκόνος ἔχει ἐμπνευσθῆ ἀπό τήν συνάντησιν τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης μετά τήν ἀναγγελίαν ὑπό τοῦ ἀγγέλου περί ἀποκτήσεως τέκνου. Οἱ δύο εὐτυχισμένοι γονεῖς ἐναγκαλίζονται καί ἀσπάζονται εἰς τήν πύλην τοῦ σπιτιοῦ των (ἤ κατά τόν Ψευδο-Ματθαῖον εἰς τήν Χρυσῆν πύλην τῆς πόλεως). Ἡ Ἁγία Ἄννα λέγει εἰς τόν ἄνδρα της κατά τό Πρωτευαγγέλιον: «Νῦν οἶδα ὅτι Κύριος ὁ Θεός εὐλόγησέ με σφόδρα…».
Εἰς τό δεξιόν μέρος τῆς εἰκόνος εἰκονίζεται ὁ Ἰωακείμ εἰς στάσιν προσευχῆς. Εἰς αὐτήν τήν ἱεράν στιγμήν τόν εὑρῆκεν ὁ ἄγγελος, πού τοῦ μετέφερε τήν χαρμόσυνον εἴδησιν. Ὁ Ἰωακείμ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Θεοτόκον, ἔχει ἐστραμμένον τό βλέμμα του πρός αὐτήν καί συνομιλεῖ μαζί της.
Πλησίον τῆς νεογεννήτου Παναγίας κάθηται γνέθουσα μία παιδίσκη.
Εἰς τήν ὅλην εἰκόνα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς.
Τά χρώματα τῶν ἐνδυμάτων καί τῶν ἀρχιτεκτονημάτων εἶναι ζωηρά, τά πρόσωπα φωτεινά, ὅπως ἄλλωστε ταιριάζει εἰς τήν γέννησιν τέκνου ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια ἀναμονῆς.
Κλείομεν τήν ἀνάλυσιν τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου μέ ἀπόσπασμα ἀπό τόν λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου:
«Ὦ ζεῦγος λογικῶν τρυγόνων Ἰωακείμ καί Ἄννα τό σωφρονέστατον. Ὑμεῖς τόν τῆς φύσεως νόμον, τήν σωφροσύνην, τηρήσαντες τῶν ὑπέρ φύσιν κατηξιώθητε· τετόκατε (=ἔχετε γεννήσει) γάρ τῷ κόσμῳ Θεοῦ μητέρα ἀπείρανδρον. Ὑμεῖς εὐσεβῶς καί ὁσίως ἐν ἀνθρωπίνῃ φύσει πολιτευσάμενοι, ὑπέρ ἀγγέλους καί τῶν ἀγγέλων δεσπόζουσαν νῦν θυγατέρα τετόκατε. Ὦ θυγάτριον ὡραιότατον καί γλυκύτατον· ὦ κρίνον ἀναμέσον τῶν ἀκανθῶν ἐκφυέν ἐξ εὐγενεστάτης καί βασιλικωτάτης ρίζης δαβιτικῆς… Ὦ ρόδον ἐξ ἀκανθῶν τῶν Ἰουδαίων φυέν καί εὐωδίας θείας πληρῶ σαν τά σύμπαντα. Ὦ θύγατερ Ἀδάμ καί μήτηρ Θεοῦ. Μακαρία ἡ ὀσφύς καί ἡ γαστήρ ἐξ ὧν ἀνεβλάστησας· μακάριαι αἱ ἀγκάλαι αἵ σε ἐβάστασαν καί χείλη τά τῶν ἁγνῶν φιλημάτων σου ἀπολαύσαντα, μόνα τά γονικά, ἵνα ᾖς ἐν πᾶσιν ἀειπαρθενεύουσα».

 του Χρήστου Γ. Γκότση