Τα Πάθη τα Σεπτά (Μέρος Β)

του Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου

Μετά πήγε μαζί τους στο όρος των Ελαιών. Τους είπε προσεύχεσθε για να μην μπείτε σε πειρασμό. Αυτός πήγε λίγο πιο μακριά και προσευχόταν με αγωνία και έπεσε με το πρόσωπό του κάτω στη γη και από την αγωνία του ο ιδρώτας του έγινε ώσει θρόμβοι αίματος από την πολλή αγωνία και προσευχόταν στον Πατέρα του να παρέλθει «το ποτήριον τούτο». Το ότι προσευχόταν να παρέλθει το ποτήριο τούτο, δεν ήταν επειδή φοβήθηκε τον θάνατο. Ο θάνατος φοβήθηκε τον Χριστό. Αυτός προσευχόταν στον Πατέρα του για μας. Και τι ήταν το ποτήριο; Έλεγε στον Πατέρα του ότι δεν θέλει αυτοί οι οποίοι αγαπά εις τέλος να κάνουν αυτό το πράγμα, δηλ. να τον σταυρώσουν. Προσευχόταν υπέρ όλου του κόσμου, ώστε να μην κάνει ο άνθρωπος αυτό το έργο, να σταυρώσει τον Χριστό. Ούτε δειλίασε προ του θανάτου ούτε φοβήθηκε τον θάνατο. Όταν λοιπόν προσευχόταν, τότε πλησίασε ο όχλος και μαζί τους ήταν και ο Ιούδας. Πήγε στον Χριστό και τον φίλησε μιας και είπε στους αρχιερείς ότι αυτό θα είναι το σημείο. Όποιον φιλήσει, αυτόν πρέπει να συλλάβουν. Πήγε ο Ιούδας, τον φίλησε και του είπε: Χαίρε Ραββί, χαίρε Διδάσκαλε. Και του είπε ο Χριστός εκείνη την ώρα: «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως;» δηλ. με φίλημα, μ’ αυτή την έκφραση της αγάπης παραδίδεις τον δάσκαλο και Πατέρα σου, που ξέρεις πόσο σε αγαπά; Εκείνος βέβαια τίποτα δεν κατάλαβε. Τότε πήγαν και τον συνέλαβαν. Ο Πέτρος ενεργώντας κοσμικά του είπε: «Θέλεις να χρησιμοποιήσουμε το μαχαίρι, για να φοβηθούν και να φύγουν;» και βγάζει το μαχαίρι και κόβει το αυτί ενός υπηρέτη. Ένας κοσμικός τρόπος αντιμετώπισης του πειρασμού. Ο Χριστός όμως ούτε που έδωσε σημασία και του είπε ότι όσοι δίνουν μάχαιρα, θα πεθάνουν με μάχαιρα. Μάλιστα ο Χριστός φρόντισε και τον δουλο και του έφτιαξε και το αυτί του. Ο Χριστός τότε τους είπε πως κάθε μέρα ήταν μαζί τους, ήταν ανάγκη να τον συλλάβουν με ξύλα και ρόπαλα λες και ήταν ληστής; Τότε τον έπιασαν και τον πήραν στο Πραιτώριο να τον δικάσουν. Ο Πέτρος, ο γενναίος εκείνος που πριν από μερικές ώρες είπε ακόμα και στον θάνατο είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και έκοψε το αυτί του δούλου, όταν πήγε στο σπίτι του αρχιερέα έβλεπε τη δίκη του Χριστού. Τότε πήγε μία δούλη και του είπε μήπως είσαι και εσύ μαζί μ’ αυτούς και εκείνος είπε όχι δεν ξέρω τίποτα. Μετά του ξαναλέει πως πρέπει να είναι μαζί τους, γιατί είναι Γαλιλαίος. Αυτός πάλι αρνήθηκε ότι δεν ξέρει τον άνθρωπο που δίκαζαν. Τρεις φορές αρνήθηκε τον Χριστό και μάλιστα άρχισε να ορκίζεται και με αναθέματα να λέει ότι δεν γνωρίζει αυτό τον άνθρωπο. Ενώ έλεγε ακόμα τα λόγια της άρνησης, ο αλέκτωρ εφώνησε. Τότε στραφείς ο Κύριος ενέβλεψε στον Πέτρο και τότε θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο του Χριστού, που του είπε ότι πριν λαλήσει ο πετεινός θα με αρνηθείς τρεις φορές, και εξελθών έκλαψε πικρώς. Ο κορυφαίος Απόστολος τι πτώση υπέστη; Ο Πέτρος έπεσε όπως και ο Ιούδας. Όμως ο Πέτρος έκλαψε πικρώς και μετανόησε για την πτώση του. Ο Ιούδας δεν έκλαψε, δεν μετανόησε, αλλά αυτοκτόνησε. Έτσι από τους Αποστόλους ο ένας επανήλθε από την πτώση και ο άλλος πήγε πρώτος στην κόλαση. Αυτή είναι και η τραγωδία ότι ο πρώτος που πήγε στην κόλαση ήταν μαθητής του Χριστού. Όλα αυτά είναι η ιστορία της Εκκλησίας και οι Απόστολοι τίποτε δεν έκρυψαν, τα έγραψαν όπως έγιναν, γιατί δεν είχαν σύμπλεγμα κατωτερότητας όπως οι σημερινοί που θέλουμε να στηρίξουμε την Εκκλησία πάνω στη δήθεν καλή συμπεριφορά μας. Αλλοίμονο αν η Εκκλησία στεκόταν στην ηθικότητα των ανθρώπων. Η Εκκλησία στέκει στην αγιότητα του Θεού. Εμείς είμαστε ταλαίπωροι άνθρωποι, αμαρτωλοί.

Δεν είμαστε εμείς που σώζουμε την Εκκλησία αλλά η Εκκλησία εμάς. Η Εκκλησία είναι Αγία και αγιάζει τον άνθρωπο. Μετά λοιπόν τη δίκη, άρχισαν οι άνδρες που συνέλαβαν τον Χριστό να τον κτυπούν και να τον εμπαίζουν. Ο Λουκάς λέει ότι σκέπασαν το πρόσωπο του Χριστού και τον κτυπούσαν στο πρόσωπο ζητώντάς του να προφητεύσει ποιος είναι αυτός που τον δέρνει. Το θέμα δεν ήταν το ότι πονούσε αλλά το πως παρέδωσε τον εαυτό του σ’ αυτούς τους ανθρώπους να τον χλευάζουν και να τον κτυπούν. Μετά, αφού το έκαναν αυτό, τον δίκασαν, απήγγειλαν τις κατηγορίες εναντίον του και τον έσυραν στον Πιλάτο. Τότε ο Πιλάτος έκανε έναν διάλογο με τους Εβραίους. Τους είπε ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμία κατηγορία για να τον θανατώσουν. Αυτοί επέμεναν ότι πρέπει να θανατωθεί. Κάποιος άλλος ευαγγελιστής λέει ότι η γυναίκα του Πιλάτου του έδωσε το μήνυμα να μην κάνει αυτό το έγκλημα και να θανατώσει αυτό τον άνθρωπο, γιατί είναι αθώος. Η γυναίκα του Πιλάτου είναι αγία, είναι η Αγία Πρόκλα. Τότε έβγαλε τον Χριστό στον εξώστη, ντυμένο με την κόκκινη χλαμύδα, ταλαιπωρημένο και επειδή μπορούσε να ελευθερώσει κάποιον, τους ρώτησε ποιον θέλουν να αφήσει ελεύθερο, τον Χριστό ή τον Βαρραβά, ο οποίος ήταν ληστής και φονιάς. Ο λαός με ένα στόμα φώναζε «ἄρον τοῦτον καὶ ἀπολυσον ἡμὶν τὸν Βαρραβὰν», δηλ. σκότωσε αυτόν και να μας απολύσεις τον Βαρραβά. Ο Πιλάτος ενώ τους έλεγε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτε, άρα γιατί να τον σκοτώσει, εκείνοι πιο πολύ φώναζαν να τον σταυρώσει. Ξανά τους επανέλαβε ότι δεν βρίσκει κάποιο κακό άξιο θανάτου και τους πρότεινε να μην τον τιμωρήσει και να τον αφήσει ελεύθερο. Ωστόσο, και την τρίτη φορά φώναζαν να τον σταυρώσει και να απελευθερώσει τον Βαρραβά. Μάλιστα ένας άλλος ευαγγελιστής λέει ότι φώναζαν «τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν». Και λίγα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Χριστού έγινε η καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Από τότε μέχρι το 1947, που έγινε το κράτος του Ισραήλ, οι Εβραίοι ήταν διεσπαρμένοι σ’ όλο τον κόσμο. Αυτό που διάλεξαν και ζήτησαν επαληθεύθηκε.

Αφού έγινε κι αυτό, μαστίγωσαν τον Χριστό και τον φραγγέλωσαν. Το φραγγέλιο ήταν ένα ξύλο πάνω στο οποίο ήταν δεμένα λουριά από δέρμα και η άκρη των λουριών ήταν μολύβια μυτερά, τα οποία όταν κτυπούσαν πάνω στην πλάτη καρφώνονταν μέσα στο δέρμα, τα τραβούσαν κάτω και ξέσκιζαν τον άνθρωπο. Έπειτα του φόρεσαν ένα στεφάνι πάνω στο κεφάλι σαν το κοφίνι και έμπηξαν πάνω στο κοφίνι τα καρφιά, του φόρεσαν την κόκκινη χλαμύδα, για να τον εμπαίξουν και του φόρτωσαν τον Σταυρό και άρχισαν να τον οδηγούν στη Σταύρωση, γιατί έτσι ήθελαν οι αρχιερείς. Τον σταύρωσαν στον τόπο καλούμενο κρανίου τόπο, στον Γολγοθά. Δεξιά και αριστερά του δύο κακούργοι ληστές, οι οποίοι ήταν και αυτοί καταδικασμένοι σε θάνατο. Δίπλα από τον Χριστό δεν υπήρχε κανένας μαθητής του, έφυγαν όλοι. Έμειναν μόνο η Παναγία και κάποιες άλλες γυναίκες. Μόνο ο Ιωάννης ο θεολόγος έμεινε δίπλα στον Σταυρό του Χριστού. Από τον Σταυρό ο Χριστός είπε στον Ιωάννη να φροντίζει τη μητέρα του και φώναξε με μία μεγάλη φωνή και είπε: «Διψώ», γιατί από τη ροή των αιμάτων υπήρχε η αίσθηση της δίψας. Οι Πατέρες είπαν ότι το «διψώ» του Χριστού δεν ήταν ότι ήθελε ένα ποτήρι νερό. Βέβαια, ως τέλειος άνθρωπος έπαθε και ήταν φυσικό, αλλά είπε «διψώ» τη σωτηρία των ανθρώπων. Ακριβώς γι’ αυτούς για τους οποίους πάσχω και αγαπώ. «Διψώ» να τους πάρω όλους κοντά μου. Αφού είπε «διψώ», οι στρατιώτες που τον ενέπαιζαν πήραν ξύδι και χολή και τα ανάμειξαν, τα έβαλαν στον σπόγγο, πήγαν να τα βάλουν στα χείλη του και ο Χριστός αρνήθηκε να τα πάρει.

Πάνω από τον Σταυρό έβαλαν μία επιγραφή: «Αυτός είναι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Οι δύο ληστές τον ενέπαιξαν. Όμως κάποια στιγμή ο ένας απ’ αυτούς μάλωσε τον άλλον λέγοντάς του: «δεν ντρέπεσαι; Τι λες αυτού του ανθρώπου; Εμείς δικαίως πάσχομεν, αυτός είναι αθώος και άδικα σταυρώνεται τώρα». Και γύρισε στον Χριστό και του είπε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ βασιλεία σου». Ο Χριστός από τον Σταυρό του είπε: «Ἀμὴν λέγω σοί, σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἐση ἐν τῷ Παραδείσω». Ήταν η ώρα 12 το μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή και έγινε σκότος εφ’ όλης της γης και σεισμός. Και ο Χριστός όταν είδε ότι όλα τελείωσαν και έκανε όσα έπρεπε να κάνει και ήταν όλα έτοιμα, προσευχήθηκε και είπε: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἴνα τί μὲ ἐγκατέλειπες». Πολλοί λένε ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός. Όχι βέβαια, δεν εγκατέλειψε ο Θεός τον Χριστό. Αλλά εκείνη τη στιγμή απήγγειλε τον 21ο ψαλμό, που αρχίζει με αυτή τη φράση. Είναι ο ψαλμός που μιλάει προφητικά για το πάθος του Χριστού. Και ο Χριστός, κύριος του εαυτού του, απήγγειλε τον ψαλμό εκείνο, προσευχήθηκε και είπε: «Πάτερ, εἰς χείρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου». Παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό Πατέρα και λέει το ευαγγέλιο ότι αμέσως εφώναξε «τετέλεσται» όλα τελείωσαν. Ως κύριος του εαυτού του και ως Κύριος της ζωής και του θανάτου έκανε κάτι που δεν κάνουμε εμείς. Αφού έκλινε πρώτα το κεφάλι του, παρέδωκε το πνεύμα του. Όταν εξέπνευσε ο Χριστός, ήταν τρεις το απόγευμα της Παρασκευής. Τότε έγινε ο μεγάλος σεισμός και έγιναν όλα εκείνα που περιγράφει το ευαγγέλιο. Ακόμα ένας, ο εκατόνταρχος Λογγίνος που ήταν παρών είπε: «Αληθώς αυτός ο άνθρωπος είναι Θεού Υιός» και στη συνέχεια ο Λογγίνος έγινε Απόστολος και μάρτυρας και τον γιορτάζει και η Εκκλησία μας. Τι παράξενα πράγματα γινόντουσαν τις μέρες του Χριστού. Έγιναν τα πάνω κάτω. Ένας απόστολος χάθηκε, ο άλλος τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι τον εγκατέλειψαν και αυτός πήγε μόνος του στον Σταυρό. Πάνω στον Σταυρό πιάνει τον ληστή και τον παίρνει μαζί του στον παράδεισο. Ήταν ο πρώτος που πήγε στον παράδεισο, δεν ήταν κανένας Απόστολος ή Άγιος και ο πρώτος που πήγε στην κόλαση ήταν ο Απόστολος. Εκείνος που ήταν κάτω από τον Σταυρό, ο Ρωμαίος Λογγίνος, έγινε μάρτυρας αφού πίστεψε πως ήταν ο Χριστός, Θεού Υιός, ενώ οι αρχιερείς που ήταν άνθρωποι που διάβαζαν τον νόμο και ήταν άνθρωποι του Θεού, τον σταύρωσαν και τελικά ανέτρεψε όλη τη λογική συνέχεια των πραγμάτων. Παρέδωσε την ψυχή του στον Πατέρα του, όταν όλα ήταν έτοιμα. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν και εμείς αδελφοί μου, να βιώσουμε με τη χάρη του Θεού αυτές τις άγιες μέρες του Πάθους και της Ανάστασης του Κυρίου μας, να συμπορευθούμε μαζί του στον δρόμο του Σταυρού και του μαρτυρίου, ώστε και να συναναστηθούμε μαζί Του.

(απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας)

www.imlemesou.org