Τίποτε άλλο δεν έχω να Σού πω, παρά μόνο πως χαίρομαι που γνώρισα Εσένα!

Στο σκληρό ρωσο-γερμανικό πόλεμο του 1941, ανάμεσα στους χιλιάδες νεκρούς κι ο νεαρός ρώσος στρατιώτης, στην τσέπη του οποίου βρέθηκε το γράμμα προς τον Θεό.

 

Άκουσε, Θεέ μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν μιλούσα μαζί Σου. Σήμερα όμως θέλω για πρώτη φορά ν΄ απευθυνθώ σε Σένα. Ξέρεις, από τα παιδικά μας χρόνια, μάς έλεγαν ότι δεν υπάρχεις. Κι εγώ ο ανόητος το πίστευα… Ποτέ δεν πρόσεξα γύρω μου τη δημιουργία Σου. Αλλά απόψε τη νύχτα, σηκώνοντας τα μάτια από την τρύπα στη γη που άνοιξε μια χειροβομβίδα, σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό με τα άστρα, κατάλαβα ξαφνικά –θαυμάζοντας τον ουράνιο θόλο- πόσο σκληρή ήταν εκείνη απάτη.

Δεν ξέρω, Θεέ μου, αν θα μού δώσεις το χέρι, αλλά εγώ θα Σού μιλήσω κι Εσύ θα καταλάβεις. Δεν είναι περίεργο αυτό; Ότι σ΄ αυτή τη φρικτή κόλαση του πολέμου ξαφνικά φανερώθηκε φως μπροστά μου κι εγώ γνώρισα Εσένα;

Τίποτε άλλο δεν έχω να Σού πω, παρά μόνο πως χαίρομαι που γνώρισα Εσένα!

Τα μεσάνυχτα κανόνισαν την επίθεση, αλλά δεν τη φοβάμαι. Εσύ μάς βλέπεις… Το σήμα δόθηκε. Ξεκινάμε.

Και κάτι άλλο θέλω να Σού πω: Όπως ξέρεις η μάχη θα είναι σκληρή και μπορεί αυτή τη νύχτα να χτυπήσω τη δική Σου πόρτα. Και τότε Εσύ, αφού δεν ήμουν δικός Σου φίλος, θα επιτρέψεις σ΄ εμένα να μπω; Μού φαίνεται πως κλαίω. Θεέ μου! Βλέπεις σήμερα τι έγινε με μένα; Είδα, άνοιξαν τα μάτια μου!

Χαίρε, Θεέ μου, ξεκινάω και μάλλον δεν θα γυρίσω πίσω. Παράξενο αυτό, αλλά για πρώτη φορά δεν φοβάμαι το θάνατο!