To Σάββατo του Λαζάρου

Egersis-TheofanousΚάποτε ο Λάζαρος, ο οποίος έμενε στη Βηθανία, αρρώστησε βαριά και οι αδερφές του – η Μάρθα και η Μαρία – έστειλαν μήνυμα στον Ιησού να έρθει να τον βοηθήσει. Εκείνος βέβαια γνώριζε από πριν ότι ο φίλος του πέθανε, έφτασε όμως με τους μαθητές του στο σπίτι του φίλου του τέσσερις μέρες αργότερα. Μόλις είδε όλον τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί να κλαίει για τον άδικο και πρόωρο θάνατο του Λαζάρου συγκινήθηκε παρά πολύ. Ξεκίνησαν δε όλοι μαζί και πήγαν στον τάφο. Εκεί διέταξε να ανοίξουν την είσοδο του τάφου και με δυνατή φωνή – αφού είχε προσευχηθεί στο Θεό Πατέρα – είπε: «Λάζαρε, έβγα έξω». Ο πεθαμένος βγήκε τυλιγμένος με τα σάβανα και ο Ιησούς Ζήτησε να τον λύσουν.

Μετά το θαύμα αυτό πολλοί Ιουδαίοι πίστεψαν, ενώ άλλοι έτρεξαν στους Φαρισαίους για να τους περιγράψουν το τι έγινε. Η ανάσταση του Λαζάρου είναι το τελευταίο θαύμα του Κυρίου κατά τη διάρκεια της παρουσίας Του στη γη.

 

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά βγαίνουν παρέες – παρέες για να τραγουδήσουν τον «Λάζαρο». Έτσι και στον Κάβαλλο Λευκάδας. Από εκεί είναι η παρακάτω περιγραφή και το τραγούδι του Λαζάρου.

«Στα χέρια τους βαστούν ένα καλάθι, που το στολίζουν από νωρίς το απόγευμα. Το στόλισμα του καλαθιού είναι μια δουλειά, που δεν γίνεται πρόχειρα, αλλά με προσοχή και περισσή φροντίδα. Άλλωστε βρισκόμαστε στην ακμή της ανθοφορίας, που ευνοεί, και επιτείνει μάλιστα τη διάθεση των παιδιών να τρέξουν στην εξοχή και να διαλέξουν τα πιο κατάλληλα για την περίσταση άνθη και κλαριά. Μα και η τοποθέτηση τους δε γίνεται στην τύχη: Στην κόχη του καλαθιού μπήγουν ανθισμένες αλιφασκιές, δεντρολίβανο, άνθη αγριοκουτσουπιάς, τριαντάφυλλα, κρίνους κ.ά. Τα άνθη και τα χολάτα κλαριά τα βάνουν έτσι, ώστε να σχηματίζουν δυο-δυο μεταξύ τους σταυρό. Εντυπωσιακή πάντως είναι η παρουσία των κρίνων, που τους τοποθετούν κυρίως στην κορυφή. Έτσι σκεπάζεται όλο το άνοιγμα του καλαθιού κι αφήνουν μονάχα ένα μικρό ουρανό, μια πορτίτσα, για να βάνουν την αμοιβή των κόπων τους, ό,τι τέλος πάντων τους δίνουν οι νοικοκυρές.Στον πάτο του καλαθιού στρώνουν φύλλα αλιφασκιάς ή ά χυρο για να τοποθετούν με ασφάλεια τα αυγά. Στα χέρια βαστούν όλοι μπαστούνια για τα σκυλιά».

 

Ο ΛΑΖΑΡΟΣ

Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας να πούμε και τον λάζαρο εδώ στ’ αρχοντικό σας.

Αγαπητοί μου Χριστιανοί κι αδέρφια του Λαζάρου, ακούστε θαύμα πούειδανε οι κάτοικοι του Άδου.

Τετάρτη μέρα ήτανε η ώρα η πρωΐα που ο Λάζαρος επέθανε κάτω στη Βηθανία.

Κι οι άγιες αδερφάδες του, η Μάρθα κι η Μαρία, τον έκλαψαν, τον θρήνησαν, καθώς ήτανε χρεία.

Ομίλησαν και του Χριστού να πάει να τον σηκώσει και στις θλιμμένες αδερφές παρηγοριά να δώσει.

Κι ο Κύριος εκαρτέρεσε ακόμα τρεις ημέρας να ιδεί τις αδερφάδες του αν είχαν τέτοιο σέβας.

Και το Σαββάτο το πρωΐ φτάνει στη Βηθανία. Εβήκε τον προσδέχτηκε η Μάρθα κι η Μαρία.

Προσπίπτουνε στους πόδας του· ζητούν το έλεός Του κι Αυτός ο Πολυεύσπλαγχνος δακρύζει μοναχός Του.

Τους είπε να Του δείξουνε πού ήτανε θαμμένος και κίνησε και πήγαινε με δάκρυα βρεγμένος.

Εκεί στον τάφο πόφτασε και με τους μαθητάς του εκύλισε τον λίθον του που ήταν πλακωμένος.

Ο Κύριος εφώναξε με μιά φωνή μεγάλη: “Για έβγα έξω, Λάζαρε, για να σε ιδούν κι οι άλλοι”.

Κι ο Λάζαρος εξέρχεται τα χέρια σταυρωμένος κι ας ήταν τετραήμερος δεν ήταν βρωμισμένος.

Γιατ’ ήταν άγιος άνθρωπος και φίλος του Δεσπότου κι αυτός ποτέ δεν έλειψε κοντά απ’ το πλευρό του.

Αυτό το θαύμα είδανε παράνομοι Ιουδαίοι και τότε έβαλαν βουλή μαζί γερόντοι, νέοι,

για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων Βασιλέα. Κι ο Κύριος ανεχώρησε μαζί με τ’ς μαθητάς Του

γιατί δεν ήταν η ώρα Του να λάβ’ τας μάστιγάς Του. Κι αυτός ο Άγιος Λάζαρος στην Κύπρο δραπετεύει

κι αφού σαν άγιος έζησε, εκεί αρχιερεύει. Εδώ σε τούτ’ τη γειτονιά κλήμα είναι φυτεμένο·

να ζήσει το παιδάκι σας το μοσχαναθρεμμένο. Δώσ’ μας, κυρά μ’, τα δεκαοχτώ να πάμε και παρέκει

και το φεγγάρι ψήλωσε κι η ώρα δεν μας στέκει. Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους διαπεράσει

κι από τους εκατό κι εμπρός, ν’ ασπρίσει να γεράσει.

Ν’ ασπρίσει σαν το πρόβατο, σαν τ’ άγριο περιστέρι, να περβατεί να χαίρεται χειμώνα- καλοκαίρι.