Πίστευε καί μή ἐρεύνα;

Ὑπάρχουν κάποια κείμενα πού ὅταν τά μελετᾶς δέν μπορεῖς νά τά χαρεῖς μόνος σου, ἀλλά θέλεις νά τά γνωρίσουν καί ἄλλοι. Εἶναι σάν νά βρῆκες ἕνα μαργαριτάρι στό βυθό καί θέλεις νά τό δοῦν καί νά τό θαυμάσουν καί ὅλοι.  Εἶναι κείμενα πού δέν χρειάζονται προλόγους καί ἀπόπειρα καταγραφῆς συμπερασμάτων. Ἁπλά λοιπόν παραθέτουμε τό κείμενο καί ἀφήνουμε τόν καθένα νά τό προσεγγίσει κατά τήν καρδία του. Ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό εἶναι τό ἀκόλουθο κείμενο:

«Πᾶσα τοίνυν Γραφή θεόπνευστος πάντως ὠφέλιμος» (Β´ Τιμ.3,16)

Κατά συνέπεια εἶναι πολύ ὡραῖο πράγμα καί ὠφέλιμο γιά τήν ψυχή ἡ ἔρευνα τῶν Θείων Γραφῶν. Γιατί, ὅπως εἶναι τό φυτεμένο δέντρο κοντά στά νερά πού τρέχουν, ἔτσι καί ἡ ψυχή ὅταν ποτίζεται μέ τήν Θεία Γραφή ἀνπτύσσεται καί δίνει ὥριμο καρπό, πίστη ὀρθόδοξη, καί στολίζεται μέ παντοτινά πράσινα φύλλα, ἐννοῶ μέ θεάρεστες πράξεις. Ἀπό τίς ἅγιες Γραφές παίρνουμε ρυθμό γιά πράξη ἐνάρετη καί θεωρία ἀθόλωτη. Σ᾽αὐτές βρίσκουμε προτροπή γιά κάθε ἀρετή καί δύναμη ἀνατροπῆς κάθε κακίας. Ἄν λοιπόν εἴμαστε φιλομαθεῖς, θά εἴμαστε καί πολυμαθείς, γιατί ὅλα κατορθώνονται μέ ἐπιμέλεια καί κόπο καί μέ τή χάρη τοῦ δωρητή. «Ὁ γάρ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται»  (Μτ.7,8). Ἄς χτυπήσουμε λοιπόν τήν πόρτα τοῦ ὡραίου παραδείσου τῶν Γραφῶν, πού εἶναι εὐωδιαστός, γλυκύτατος, ἀπερίγραπτα ὄμορφος, πού περιβάλλει τά αὐτιά μας μέ ποικίλα κελαηδήματα νοερῶν καί θεοφόρων πουλιῶν, πού ἀγγίζει τήν καρδιά μας, πού τήν παρηγορεῖ σάν λυπεῖται, ἐνῶ τήν ἁπαλύνει σάν ὀργίζεται, καί τή γεμίζει μέ παντοτινή χαρά, πού ἀναβάζει τή διάνοιά μας στά χρυσαφένια καί ἀστραφτερά νῶτα τῆς θείας περιστερᾶς καί στά φωτεινά της φτερά, πού μᾶς πηγαίνει πρός τόν μονογενῆ Υἱό καί τόν κληρονόμο αὐτοῦ πού φύτεψε τό νοητό ἀμπέλι καί μᾶς παρουσιάζει διά μέσου αὐτοῦ στόν Πατέρα τῶν φώτων. Δέν πρέπει ὅμως να χτυπήσουμε τήν πόρτα ἀνόρεχτα, ἀλλά μέ πολλή προθυμία καί μέ ἐπιμονή, ἄς μήν ἀποθαρρυνθοῦμε χτυπώντας. Γιατί μόνο ἔτσι θά ἀνοίξει γιά μᾶς. Ἄν διαβάσουμε μιά καί δυό φορές, χωρίς νά καταλάβουμε αὐτά πού διαβάσαμε, ἄς μή ἀποθαρρυνθοῦμε, ἀλλά νά ἐπιμείνουμε, νά τά ποῦμε πολλές φορές, νά ρωτήσουμε, γιατί λέγει ἡ Γραφή : «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου, καί ἀναγγελεῖ σοι, τούς πρεσβυτέρους σου, καί ἐροῦσί σοι»  (Δευτ.32,7). Ἡ γνώση δέν εἶναι ὅλων (Α´Κοριν.8,7). Ἄς ἀντλήσουμε ἀπό τήν πηγή τοῦ παραδείσου αὐτοῦ παντοτινά καί πεντακάθαρα νάματα πού ὁδηγοῦν στήν αἰώνια ζωή ( Ἰω.4,14), ἄς ἐντρυφήσουμε, ἄς τά ἀπολαύσουμε άπληστα, γιατί ἡ χάρη τους ποτέ δέν ξοδεύεται».[1]

   τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη

[1] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως-περί Γραφῆς, Θεσσαλονίκη 1992, σσ.397- 399.