Ο Άγιος Νέος εθνο-Ιερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός († 9 Ιουλίου 1821)

Ο άγιος Νέος Εθνο-Ιερομάρτυς Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο της Κύπρου το 1756. Από την ηλικία των πέντε έως επτά χρόνων, εκουσίως επέλεξε τον μοναχικό βίο και ακολούθησε τον συγγενή του ιερομόναχο και Οικονόμο της Μονής Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο, στο μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα, στο σχολείο της Μονής το οποίο λειτουργούσε ήδη από την ίδρυσή της. Έτσι το 1768 είχε την ευλογία να έχει δάσκαλό του ένα μαθητή του Ευγενίου Βουλγάρεως.

Τον επόμενο χρόνο (1769) κατήλθε στην Λευκωσία όπου για μία τριετία διδάχθηκε ανώτερα μαθήματα στο Ελληνομουσείο Λευκωσίας, το οποίο ιδρύθηκε, ενισχύθηκε και υποστηρίχθηκε από τους Αρχιεπισκόπους Κύπρου, Φιλόθεο, Παΐσιο και Χρύσανθο, εφιλοξενείτο δε στο κτίριο της Παλαιάς Αρχιεπισκοπής. Ακολούθως επέστρεψε στην Μονή, όπου το 1781 χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. Δύο χρόνια αργότερα συνόδευσε τον συγγενή του Αρχιμανδρίτη Χαράλαμπο στην Μολδοβλαχία, εγκαταστάθηκαν στο Ιάσιο και διοργάνωναν εράνους-ζητείες προς οικονομική ενίσχυση της Μονής. Η τελευταία περιήλθε σε οικονομικά χρέη λόγω των δυναστικών φορολογικών αφαιμάξεων από τους κατά καιρόν Τούρκους κυβερνήτες, όπως και των ανακαινιστικών και συντηρητικών κτιριακών έργων που επιβαλλόταν να πραγματοποιηθούν.Κατά την παραμονή του στο Ιάσιο, ο Κυπριανός εκτιμήθηκε από τον Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, προωθήθηκε στον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης και ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στον Ηγεμονικό Ναό του Ιασίου. Παραλλήλως παρακολούθησε ανώτατα μαθήματα στην Ηγεμονική Ακαδημία. Αφού παρέμεινε εκεί σχεδόν μία εικοσαετία, επέστρεψε με τον συγγενή του ιερομόναχο και οικονόμο της Μονής Χαράλαμπο, το 1802. Μαζί τους έφεραν πλήθος αφιερωμάτων, χειρογράφων, εκκλησιαστικών σκευών και πινάκων, καθώς και τις προσωπογραφίες τους. Στα γεγονότα του 1804 πρωταγωνίστησε και αναδείχθηκε ο φύλακας άγγελος της κοινότητάς του, σώζοντας τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο και τους ραγιάδες από την μανία των αποστατών Τούρκων εσκιάδων. Αυτή η σωτήρια επέμβαση του Κυπριανού ώθησε τους πολίτες να παραδώσουν, με την έγκριση του Χρυσάνθου, την διαχείριση τόσο των εκκλησιαστικών, όσο και των πολιτικών πραγμάτων του τόπου, στα χέρια του νεαρού Κυπριανού, τον οποίον ο Χρύσανθος προχείρισε σε Μέγα Οικονόμο. Το 1806 ανήγειρε εκ θεμελίων την εκκλησία του αγίου Ελευθερίου, η οποία αποτελεί μετόχι της Ιεράς Μονής Μαχαιρά, και με την δική του μέριμνα αγιογραφήθηκαν η εφέστιος εικόνα των αγίων Ελευθερίου και Στυλιανού για την ελευθερία της Κύπρου, καθώς και εκείνη του αγίου Χαραλάμπους με την αφιέρωση «αυχεί μέν Eλλάς σε φρουρόν κεκτημένη, αλλά και Kύπρος Eλλάδος αυχεί πάλιν. ής ποιμενάρχης στηλογραφεί σήν θέαν, ίνα φυλάττης τον δε, και ποίμνην Kύπρον. αλλ᾽ ω πολύτλα σπεύσον, εξελού πάντας, νόσου λοιμικής, δεινών άλλων παντοίων… επί Κυπριανού αρχιεπισκόπου».

Μετά τον θάνατο του φίλου του ΧατζηΓεωργάκη Κορνέσιου του δραγομάνου την Τρίτη της Λαμπράς του 1809, την αιφνίδια εξορία του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου και του ομωνύμου συγγενούς του Μητροπολίτου Κιτίου τον Μάϊο του 1810, με σουλτανικό βεράτιο που προσκόμισε ειδικός απεσταλμένος μουπασίρης του σουλτάνου, καθώς και την κληρικολαϊκή επικρότηση και αποδοχή αυτού, ο Κυπριανός χειροτονείται και ενθρονίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνστάντιο, εφησυχάζοντα ιεράρχη στα κλίματα της Κύπρου, και τους εναπομείναντας Κυπρίους αρχιερείς, αρχιεπίσκοπος Κύπρου την 30ήν Οκτωβρίου του 1810.

Το μεγάλο εθνικό, συνάμα δε και πνευματικό έργο του, συνοψίζεται εν πρώτοις στην ίδρυση σχολείων πρώτα στην Λευκωσία, το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο, ακολούθως στην Λεμεσό και τον Στρόβολο, στις εγκυκλίους του, στα αφιερώματα και κυρίως τις εικόνες του αγίου Τρύφωνα, τις οποίες κατά εκατοντάδες διεμοίρασε σε όλη την Κύπρο για την αντιμετώπιση της επιδρομής της ακρίδας συνοδευομένη από μία εξαιρετική εγκύκλιο, στην προσπάθεια ιατρικής αντιμετώπισης διαφόρων ασθενειών, στην ανέγερση, επέκταση και ανακαίνιση εκκλησιών, στην οικονομική υποστήριξη των ραγιάδων και πολλά άλλα.

Η οθωμανική όμως θηριωδία βρήκε διέξοδο για να ικανοποιηθεί στα λογικά, απροστάτευτα και αδύναμα πρόβατα της Μάνδρας του Χριστού. Αφού ανέλαβε την διακυβέρνηση του νησιού ο Κιουτσιούκ Μεχμέτ και ξέσπασε η επανάσταση το 1821 στα μέρη της Ελλάδας, βρήκαν ευκαιρία οι Τούρκοι και την δίψα τους για αίμα να κορέσουν, και να πλουτίσουν εύκολα εις βάρος των ραγιάδων, και να ταπεινώσουν την δύναμη και τα προνόμια που απέκτησαν οι τελευταίοι τόσες δεκαετίες. Προβάλλοντας ως δικαιολογία την ακρόαση των σουλτανικών φιρμανιών εσύναξαν όλους τους πρώτους της νήσου, εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες, και τους ανήγγειλαν την θανατική τιμωρία που τους περίμενε.

Πρωτοπόρος και οδοδείκτης στην οδό αυτή του μαρτυρίου, θυσιάστηκε ο ποιμένας των προβάτων, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ακολούθησαν οι επόμενοι, ο αριθμός των οποίων πλησίασε τις πέντε εκατοντάδες. Η ανθρώπινη αυτή εκατόμβη και η σφαγή διήρκεσε μερικές μέρες. «Η Παναγία ντύθηκε στα μαύρα. Πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα στο αίμα». Από τις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, όταν έγιναν οι πρώτοι απαγχονισμοί και οι πρώτες καρατομήσεις, συνεχίστηκαν μέχρι και τις 14 Ιουλίου. Συνολικά μαρτύρησαν 470 άνθρωποι. Ο κατάλογος των θυμάτων αριθμούσε τετρακόσιους ογδόντα έξι. Τριάντα έξι εξισλαμίσθηκαν και γλύτωσαν τον θάνατο, αρκετοί όμως από αυτούς επέστρεψαν αργότερα πίσω στους κόλπους της Εκκλησίας.

Και η πορεία του λαού της νήσου ταύτης συνεχίζεται… Οι επερχόμενες γενεές στέκουν με δέος μπροστά στο μαυσωλείο των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδος. Υποκλίνονται με σεβασμό στο υψηλό τους πνευματικό ανάστημα και τους έχουν ως πρότυπα προς μίμηση στους αγώνες τους για την ελευθερία, και πρέσβεις ευπρόσδεκτους προς τον Θεό.

16/7/2012 www.pemptousia.gr