Η Παλαιά Διαθήκη στην υμνογραφία

romanosΧουζούρη Φεβρωνία, Κεσόγλου Ανδρομάχη, Καράμπαλη Ευαγγελία, Μανία Βασιλική

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ

Η Βυζαντινή Υμνογραφία εντάσσεται στη θρησκευτική ποίηση και είναι ο ένας από τους δύο βασικούς κλάδους της βυζαντινής ποίησης (ο άλλος είναι η Κοσμική Υμνογραφία).

Ως λειτουργική ποίηση εκφράζει τη συλλογική φωνή της εκκλησίας και μπορεί να χαρακτηρισθεί και δημώδης ποιητική θρησκευτική έκφραση. Παράλληλα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της ελληνικής ποιητικής παράδοσης και μαζί με τη χριστιανική ζωγραφική, συνιστούν την πιο αντιπροσωπευτική έκφραση του βυζαντινού πολιτισμού. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο περιβάλλον του ιουδαϊκού κόσμου, που διέθετε μακραίωνη παράδοση και είχε δημιουργήσει ποιητικά κείμενα απαράμιλλης τελειότητας.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Από πολλές χριστιανικές και εξωχριστιανικές πηγές γνωρίζουμε για τις συναθροίσεις των πρώτων χριστιανών σε ιδιωτικούς ευκτήριους οίκους, σε κοινές τράπεζες, όπου έψαλλαν υμνητικά τραγούδια προς το Θεό. Οι πρώτοι λειτουργικοί ύμνοι των χριστιανών είναι οι Ψαλμοί, οι Ύμνοι και οι πνευματικές Ωδές, ένας παράλληλος

τρόπος λατρείας δηλαδή με αυτόν που εφαρμοζόταν στην εβραϊκή συναγωγή. Πολύ νωρίς, γύρω στο 100 μ.Χ., εμφανίζεται ο θεσμός των αναγνωστών και των πρωτοψαλτών στη χριστιανική λατρεία, ένας θεσμός καθαρά ιουδαϊκός. Ο τρόπος με τον οποίο έψελναν μας είναι γνωστός από την Παλαιά Διαθήκη: ο ψάλτης έψελνε και οι πιστοί επαναλάμβαναν τον ψαλμό με αντιφώνηση. Αργότερα οι ψαλμοί εκτελούνταν από εναλλασσόμενους χορούς με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Η χριστιανική εκκλησία προσπάθησε να κρατήσει την παραδοσιακή μουσική εκτέλεση και παράλληλα να διαφυλάξει και μια σειρά ύμνων που σταθεροποιήθηκαν αργότερα στις 9 ωδές, ανθολογημένες από την Παλαιά Διαθήκη και προσαρτημένες στο Ψαλτήρι. Σιγά-σιγά η χριστιανική λατρεία εμπλουτίζεται με νέους ύμνους, που τόνιζαν περισσότερο την Καινή Διαθήκη.

Η ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Αρχαϊκοί ύμνοι, δηλαδή θρησκευτικά ποιήματα, πέρασαν από την παλαιά Διαθήκη στην Καινή Διαθήκη, π.χ. οι 3 Ωδές στο Ευαγγέλιο του Λουκά:

α) το Μεγαλυνάριο της Θεοτόκου,

β) η Ωδή του Ζαχαρίου και

γ) η Προσευχή του Συμεών.

Οι μονόστροφοι ύμνοι δημιουργήθηκαν από τη λατρευτική συνήθεια να διαβάζονται ορισμένοι στίχοι από τους Ψαλμούς του Δαβίδ και να ακολουθούν σύντομες φράσεις που εκφωνούνταν ομαδικά ως αντίφωνα από τους πιστούς. Οι σύντομες αυτές φράσεις διογκώθηκαν και έτσι από τα αντίφωνα καταλήξαμε στα μονόστροφα τροπάρια, τη βάση της χριστιανικής υμνογραφίας, τα οποία στη συνέχεια πήραν διάφορες ονομασίες: Απολυτίκιον (σύντομο τροπάριο της ημέρας κάθε εορτής), Στιχηρόν (ψάλλονταν μετά την ανάγνωση στίχων από τους Ψαλμούς). Το τροπάριο με δική του μελωδία που τη δανείζει και σε άλλα λέγεται Αυτόμελον, αυτό που δανείζεται μελωδία άλλου λέγεται Προσόμοιον, ενώ αυτό που έχει δική του αλλά δε τη δανείζει πουθενά λέγεται Ιδιόμελον.

Στο Τροπολόγιον, το ειδικό λειτουργικό βιβλίο, συγκεντρώνονταν όλα τα τροπάρια, τα οποία θα πρέπει να ήταν διατεταγμένα είτε κατά το περιεχόμενο (τριαδικά, θεοτοκία, δοξαστικά,κ.ά.), είτε ανάλογα με τη θέση τους στη λειτουργική πράξη (ευλογητάρια, υπακοή, αναβαθμοί, καθίσματα….). Η σύνθεση των τροπαρίων των αναβαθμών, τα καθίσματα και τα 15 αντίφωνα του όρθρου της μεγάλης Παρασκευής απηχούν αρχαία λειτουργική παράδοση. Οι αναβαθμοί είναι όρος της Παλαιάς Διαθήκης και ψάλλονται και σήμερα, όπως και τα καθίσματα, ενώ η ίδια τριαδική διάταξη τροπαρίων επιβίωσε στον όρθρο της Μεγάλης Παρασκευής με τα 15 αντίφωνα. Τα τροπάρια εξελίχθηκαν σε συνθετότερα μουσικά έργα που αυτονομήθηκαν και έτσι διαμορφώθηκαν τα κοντάκια και οι κανόνες.

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ

Τους τρεις πρώτους αιώνες της υμνογραφίας, η σύνθεση ύμνων είναι είτε συλλογική υπόθεση (όπως τα δημοτικά τραγούδια) στο πλαίσιο της εκκλησίας, είτε αποτέλεσμα προσωπικής δημιουργίας. Τα συλλογικά δημιουργήματα είναι μερικοί πολύ γνωστοί ύμνοι σήμερα: « Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη » ή το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης». Μια άλλη κατηγορία ύμνων είναι οι σχετικοί με τη θεία Ευχαριστία (Κοινωνικοί ή Ευχαριστιακοί). Όλα τα τροπάρια αυτά έχουν αισιοδοξία, ελπίδα.

Τα προσωπικά δημιουργήματα είναι συχνά έργα διάσημων δημιουργών, π.χ. Κλήμης Αλεξανδρεύς (με ύμνο προς το Χριστό και Ύμνο των Παίδων προς το Χριστό Σωτήρα), Κλήμης Ρώμης (στην πρώτη του επιστολή προς τους Κορινθίους). Οι λόγιοι συγγραφείς προσπάθησαν να επιβάλουν τη λόγια γλώσσα και την προσωδιακή μετρική στη λειτουργική πράξη της εκκλησίας, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κάποια έργα όμως επηρέασαν την εξέλιξη της υμνογραφίας, πχ. κάποιες ρητορικές ομιλίες με στοιχεία έμμετρου λόγου, όπως είναι οι ομιλίες στο Πάσχα του Μελίτωνα

Σάρδεων (μέσα 2ου αι. μ.Χ.).Αρκετοί χριστιανοί, ιδιαίτερα την περίοδο των διωγμών, έγραψαν ύμνους για να υμνήσουν το Χριστό και τον τριαδικό Θεό. Ενίοτε όμως η ποίηση χρησιμοποιήθηκε και από αιρετικούς ή από του Γνωστικούς (φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα πριν από το χριστιανισμό) ως το πιο πρόσφορο μέσο διάδοσης των ιδεών τους. Γι’ αυτό ίσως και τον 4ο αιώνα παρουσιάζεται αντίδραση εναντίον της μουσικής εκτέλεσης των ύμνων προερχόμενη είτε από καχύποπτους συντηρητικούς χριστιανούς που αντιδρούσαν στις μεθόδους των αιρετικών, είτε από μοναχούς που τη θεωρούσαν έκφραση κοσμικού χαρακτήρα και επίδειξη.

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΚΟΝΤΑΚΙΩΝ

Από τον 4ο αι. κ.έ. η υμνογραφία βαδίζει προς τη δημιουργία ενός νέου είδους στροφικής μουσικής και ποιητικής δημιουργίας, το Κοντάκιο, που ήκμασε τον 6ο αιώνα. Πρόκειται για έναν ύμνο με πολλά τροπάρια και κύρια χαρακτηριστικά:

α) το προοίμιο (ένα ανεξάρτητο τροπάριο στην αρχή του κοντακίου με δική του μουσική και κοινό με τα υπόλοιπα τροπάρια μόνο το εφύμνιο – μπορεί να υπάρχουν και περισσότερα από 1 προοίμια),

β) τους οίκους (οι στροφές, τα τροπάρια που συνθέτουν το κοντάκιο),

γ) τον ειρμό (ο πρώτος οίκος-στροφή που αποτελεί και το μετρικό και μελικό υπόδειγμα για τους άλλους οίκους),

δ) το εφύμνιο (ρεφραίν, η επωδή κάθε ύμνου που επαναλαμβάνεται στο τέλος όλων των στροφών, προοιμίου και οίκων) και,

ε) την ακροστιχίδα (μία φράση που σχηματίζεται από το σύνολο των αρχικών γραμμάτων κάθε στροφής, με δύο μορφές: την αλφαβητική και την πραγματική που κρύβει κάποιο νόημα).

Η μετρική του κοντακίου είναι ρυθμοτονική (κανονική εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, ώστε να διατηρείται σταθερός ρυθμός) και ισχύει η αρχή της ισοσυλλαβίας (κάθε στίχος έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών με τον αντίστοιχο της επόμενης στροφής) και η αρχή της ομοτονίας (οι βασικοί τόνοι είναι πάντα στην ίδια συλλαβή).

Καταγωγή του είδους: Είναι δημιούργημα της εβραϊκής, της συριακής ή της ελληνικής ποίησης; Υπάρχει επίδραση της εβραϊκής συναγωγής αλλά η μορφή του Κοντακίου και η έλλειψη τονικών μέτρων στην Παλαιά Διαθήκη καταρρίπτουν τη θεωρία για εβραϊκή καταγωγή του Κοντακίου. Η συριακή ποίηση έχει σίγουρα επηρεάσει τους πρώτους δημιουργούς του Κοντακίου, καθώς είχε αναπτύξει στροφικό σύστημα από το 200 μ.Χ., ο Αρμόνιος τον 3ο αι. έγραψε ποίηση σε συριακή γλώσσα με πρότυπο την οποία τον 4ο αιώνα ο Εφραίμ ο Σύρος έγραψε έμμετρες ομιλίες και χορικούς ύμνους που επηρέασαν το Ρωμανό το Μελωδό, που θεωρείται ο δημιουργός του Κοντακίου. Αλλά και η ελληνική χριστιανική ποιητική παράδοση αξιοποίησε τις ελληνικές μεταφράσεις συριακών ποιητών του 4ου και 5ου αιώνα και δημιούργησε οριστικά τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του Κοντακίου, δηλαδή το προοίμιο, τη ρυθμοτονική μετρική και το εφύμνιο, τα οποία βρίσκουμε και σε εξωλατρευτικά έργα λόγιων συγγραφέων (π.χ. στο Παρθένιον του Μεθοδίου, αρχές του 4ου αιώνα). Στροφικό σύστημα συναντάμε σε παπυρικούς ύμνους του 5ου αιώνα μ.Χ. Από τα μέσα του 5ου αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα ολοκληρωμένα Κοντάκια, π.χ. το Κοντάκιο Εις τον Αδάμ και την Εύα και το Εις τον Πρωτόπλαστον Αδάμ.

Η εποχή του Ρωμανού του Μελωδού

Από τα Έμεσα της Συρίας, έγραψε σύμφωνα με την παράδοση 1000 κοντάκια, σώζονται όμως σήμερα 89 γνήσια κοντάκια (τα 82 πλήρη) ποικίλου περιεχομένου (βιβλικά, αγιολογικά, περιστασιακά), τα οποία διασώθηκαν χάρη στα κοντακάρια (βιβλία με συλλογές Κοντακίων). Αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Βαθύς γνώστης της βιβλικής, πατερικής και ελληνικής φιλολογίας, αφομοίωσε στο έργο του τις επιδράσεις και της συριακής χριστιανικής παράδοσης και δημιούργησε ποίηση γεμάτη ανθρωπισμό, αμεσότητα, ποίηση αχρονική και αιώνια. Μετά από αυτόν η υμνογραφία θα στραφεί στους κανόνες και από τον εσωτερικό μονόλογο της ψυχής και τα συναισθήματα το βάρος θα πέσει στη δογματική διδασκαλία.

Ο Ακάθιστος Ύμνος

Πρόκειται για το μόνο Κοντάκιο που επέζησε ολόκληρο στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας. Αποτελείται από 24 στροφές (12 μικρές σε έκταση, 12 μεγάλες εναλλάξ) που ψάλλονται ανά 6 κάθε Παρασκευή τις 4 πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής και την πέμπτη εβδομάδα ψάλλεται ολόκληρος. Έχει αλφαβητική ακροστιχίδα, 2 εφύμνια (το ένα συνοδεύει τις μεγαλύτερες σε έκταση στροφές, το άλλο τις μικρότερες) και 3 προοίμια (το 2ο είναι το γνωστό «Τη υπερμάχω…»). Οι πρώτες 12 στροφές έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα, οι 12 επόμενες δογματικό περιεχόμενο. Η πατρότητα του Ακάθιστου Ύμνου αμφισβητείται. Άλλοι (και ο συγγραφέας του κεφαλαίου μεταξύ αυτών) θεωρούν ότι ένα τόσο τέλειο μορφικά ποίημα με τόσο υψηλό περιεχόμενο δεν μπορεί παρά να ανήκει στο Ρωμανό το Μελωδό. Άλλοι πάλι το προσγράφουν στον πατριάρχη Σέργιο ή στο Γεώργιο Πισίδη ή στον Κοσμά το μελωδό.

Δραστηριότητες

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 1

Επιβεβαιώνεται ότι ο λόγος και η διδασκαλία του Ιησού Χριστού δεν ήταν μόνο λόγος, ύμνος, ψαλμός αλλά και βίωμα, πίστη και πράξη. Δεν επιδίδονταν σε ανώφελες πράξεις αλλά όντως έψαλλαν, συμβούλευαν αλλήλους και δόξαζαν το Θεό όλοι μαζί.

Για να εξοικειωθούν τα παιδιά με την ψαλτική, διαλέγουμε ένα πιο γνωστό ύμνο για αυτά, τα πηγαίνουμε στο αναλόγιο (να γνωρίσουν τα λειτουργικά βιβλία που υπάρχουν) και ξεκινάμε να ψέλνουμε.

Για παράδειγμα, αφού κάνουμε μια εισαγωγή στα παιδιά για τον Ακάθιστο Ύμνο σε ό,τι αφορά τη δομή και σύστασή του δίνουμε μια περιγραφή όπως:

Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι Κοντάκιο με 24 στροφές/οίκους, 12 μεγάλες (18 στίχους) σε έκταση και 12 μικρές (6 στίχους), 3 προοίμια ιδιόμελα (το 2ο είναι το γνωστό «Τη Υπερμάχω», τα 2 πρώτα έχουν το ίδιο εφύμνιο με τους 12 μεγάλους οίκους). Οι μικροί σε έκταση στίχοι έχουν άλλο εφύμνιο, άρα το κοντάκιο έχει 2 εφύμνια. Οι μικρές και οι μεγάλες στροφές ακολουθούν η μία την άλλη εναλλάξ. Το κοντάκιο έχει αλφαβητική ακροστιχίδα, δηλαδή η πρώτη στροφή ξεκινά από Α, η δεύτερη από Β, η Τρίτη από Γ, η τέταρτη από Δ, κ.ο.κ. Η πρώτη στροφή/ειρμός είναι το πρότυπο για τις υπόλοιπες.

Τους αναθέτουμε εργασία να εντοπίσουν ποιοί επί μέρους ύμνοι ορίζουν κάθε ένα από τα συστατικά του Ακαθίστου Ύμνου (ποιές οι στροφές/οίκοι, ποιά τα προοίμια, κ.λ.π.).

Επίσης, προκειμένου να εμπεδώσουν καλύτερα τη λειτουργική του Ακαθίστου ύμνου μπορούμε να τους δώσουμε τις στροφές ανακατεμένες, χωρίς την πρώτη λέξη που ορίζει την ακροστιχίδα, ώστε να μπουν στη διαδικασία να κατανοήσουν και να ορίσουν τα ίδια τις κρυμμένες λέξεις που καθορίζουν τη σειρά των στροφών χρησιμοποιώντας (και εμπλουτίζοντας, όπου έχουν κενά) τις γνώσεις τους στη διαδοχή των γεγονότων στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη.

Αφού αντιληφθούν τη δομή και το νόημα της ύπαρξης του συγκεκριμένου Κοντακίου, μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να βιώσουν την Ακολουθία του Ακαθίστου καλώντας τα να δοκιμάσουν να ψάλλουν τα τροπάρια μαζί μας (μετά από κατάλληλη προετοιμασία πάντα) ώστε να εξοικειωθούν με την αντίληψη να αναλάβουν ρόλο μέσα στην Ακολουθία (να ψέλνουν μαζί με τους ψάλτες).

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ Π.ΔΙΑΘΗΚΗΣ

Η επίδραση δε της Π. Διαθήκης υπήρξε σημαντικότατη και σ’ όλη την εν συνεχεία διαμόρφωση της θείας λατρείας και της υμνογραφίας της Εκκλησίας μας.

Στον Όρθρο, για να κάνουμε κάποιες αναφορές, δεσπόζει το στοιχείο από το Ψαλτήριο. Στον Εσπερινό πάλι έχουμε δαψιλή χρήση Ψαλτηρίου και αναγνωσμάτων από την Π. Διαθήκη – στο Μικρό και Μέγα Απόδειπνο το ίδιο. Επίσης ο Μεγάλος Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης είναι αδύνατο να κατανοηθεί αν δεν γνωρίζει κανείς και το πνεύμα της Π. Διαθήκης. Αλλά και ο Ακάθιστος Υμνος έχει πλήθος αναφορές σε εικόνες και γεγονότα και προτυπώσεις της Π. Διαθήκης.

Γενικώς σε όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή η χρήση βιβλίων της Π. Διαθήκης είναι πυκνή. Η λειτουργία των Προηγιασμένων αρχίζει με την ανάγνωση του 18ου καθίσματος, και περιλαμβάνει 15 Ψαλμούς, ενώ η ψαλμωδία αρχίζει με τον Ψαλμό « Κύριε εκέκραξα ». Τα αναγνώσματα δεν είναι πάντοτε από την Π. Διαθήκη. Στην Ορθόδοξο Εκκλησία το Τυπικό ορίζει όπως το Ψαλτήριο αναγιγνώσκεται ολόκληρο σε μια εβδομάδα και τη Μ. Τεσσαρακοστή να διαβάζεται δύο φορές σε μια εβδομάδα. Από δε την Κυριακή των Βαΐων να διαβάζεται μια φορά ολόκληρο μέχρι τη Μ. Τετάρτη.

Εξ’ άλλου κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής αναγιγνώσκεται το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων της Γενέσεως, Παροιμίες και Ησαΐας, τμήματα από τον Ιώβ, το δε Μέγα Σάββατο ολόκληρο το βιβλίο του Ιωνά και μεγάλο μέρος από τον Δανιήλ. Αφήνουμε τα πολλά αναγνώσματα της Π. Διαθήκης κατά τη Μ. Εβδομάδα και ιδιαίτερα κατά την Μ. Παρασκευή και το Μ. Σάββατο. Επίσης κατά την τάξη, που επικράτησε σχεδόν από τον Γ’ μ.Χ. αιώνα, ψάλλονται κατά τη λειτουργία του Μ. Σαββάτου η 8η ωδή των Τριών Παίδων με ακροστίχιο: «Τον Κύριον υμνείτε, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας». Στην ίδια επίσης ακολουθία ψάλλεται και ο 81ος Ψαλμός, που αρχίζει με το: «Ο Θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί», ψάλλεται δε ολόκληρος με επωδό τον τελευταίο στίχο: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσιν».

Επίσης, από τη Θεία Λειτουργία δεν λείπει το αγιογραφικό στοιχείο της Π.Διαθήκης. Στα αντίφωνα με τα εφύμνια «Ταις Πρεσβείαις της Θεοτόκου», «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού», όπως επίσης και προ του Αποστολικού αναγνώσματος προτάσσονται ψαλμικοί στίχοι. Ψαλμικός στίχος είναι και το εισοδικό «Δεύτε προσκυνήσωμεν…», ή όποιο άλλο Εισοδικό, το Κοινωνικόν «Αινείτε τον Κύριον», ή όποιο άλλο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Θεία Λειτουργία, στην οποία περιλαμβάνεται και ο Αγγελικός ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ», τον οποίον άκουσε ο προφήτης Ησαΐας και τον αναφέρει στο βιβλίο του, κατακλείεται με τον δοξολογητικό ύμνο του πολύαθλου Ιώβ: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…». Δηλαδή έναν ύμνο προς τον Θεόν, που ακούστηκε γύρω στο 1800 π.Χ.

Επίσης στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου η ευχή της προσκομιδής (μετά τη Μεγάλη Είσοδο) λέει: «Κύριε ο Θεός ημών ρίψε βλέμμα καταδεκτικό σε εμάς τους πιστούς και ίδε με ευμένεια τη λατρεία μας αυτή και δέξου με ευαρέστηση, όπως εδέχθηκες τα δώρα του Άβελ, τις θυσίες του Νώε, τις ολοκαρπώσεις του Αβραάμ, του Μωϋσή και του Ααρών τις ιερατικές προσφορές, του Σαμουήλ τις ειρηνικές θυσίες. Όπως δέχθηκες με ευαρέστηση από τους Αποστόλους την αληθινή αυτή λατρεία, έτσι, Κύριε, δια της προς ημάς τους αμαρτωλούς εκδηλουμένης αγαθότητας Σου, καταδέξου και από τα χέρια ημών των αμαρτωλών τα δώρα αυτά…». Είναι και εδώ ολοφάνερη η χρήση της Π. Διαθήκης και οι θυσίες τους προσφέρθηκαν στον Θεόν την περίοδο των προ Χριστού χρόνων.

«Τροπάριο της Κασσιανής»

Στην αμαρτία αναφέρεται και το απόστιχο [25] της Κασσιανής (9ος αι.). Όμως του λείπει ο ευφρόσυνος χαρακτήρας του Στιχηρού των Θεοφανείων. Η συνειδητοποίηση της αμαρτίας, η απελπισία και η βαθύτατη ανάγκη για λύτρωση κυριαρχούν σ’ αυτό το σπαρακτικό δοξαστικό ιδιόμελο απόστιχο [26]. Το τροπάριο είναι η κραυγή της αμαρτωλής γυναίκας για συγχώρεση αλλά και η κατάθεση της άμετρης πίστης της στον Κύριο. Αναμφίβολα το λυρικότερο από τα τρία ποιήματα που εξετάζουμε γραμμένο, όπως και τα προηγούμενα, στην απλή λόγια γλώσσα, γεμάτο από μεταφορές και υπερβατικές εικόνες συνδυασμένες με τις γήινες ανησυχίες μιας γυναίκας που απελπισμένη προσφέρει όλη την πίστη και την αγάπη της προς το πρόσωπο του Σωτήρα.

Πηγή της έμπνευσής του το Κατά Λουκάν (ζ΄, 36-50)[27], όπου ιστορείται η επίσκεψη του Ιησού στο σπίτι του Φαρισαίου, η συνάντησή του με την αμαρτωλή γυναίκα και τέλος η άφεση των αμαρτιών της. Παρακολουθούμε τη γυναίκα -τις σκέψεις και τα συναισθήματά της- τη στιγμή που αναγνωρίζοντας τη θεότητα του Ιησού συνειδητοποιεί το βάρος της ενοχής για τις αμαρτίες της. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι στην αρχή του τροπαρίου συγκαταλέγει τον εαυτό της στις (αγνές) μυροφόρες που έφεραν μύρο στον τάφο του Χριστού (Λουκάς κδ΄, 1, «ήλθον επί το μνήμα φέρουσαι…αρώματα») [28]. Με τα δάκρυα της πλένει τα πόδια του Ιησού και με τα μαλλιά της τα σφουγγίζει ως ύψιστη ενέργεια ταπεινοφροσύνης και έμπρακτη απόδειξη της αγάπης και της μετάνοιάς της.

Η αγάπη που γεννιέται στην καρδιά της και η απόλυτη πίστη ότι ο Ιησούς δεν είναι ο τιμωρός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά ο Σωτήρας που ήρθε να ‘άρει τις αμαρτίες του κόσμου’ βρίσκονται συμπυκνωμένες στην αναφορά στην Εύα (πρώτη και ύψιστη αμαρτωλή γυναίκα) που εμβόλιμα τοποθετεί η Κασσιανή: «καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας… ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν / κρότον τοις ωσί ηχηθείσα / τω φόβω εκρύβη». Ο φόβος της τιμωρίας που αισθάνθηκαν οι Πρωτόπλαστοι: «Και ήκουσαν την φωνήν Κυρίου του Θεού, περιπατούντος εν τω παραδείσω προς το δειλινόν και εκρύφθησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από προσώπου Κυρίου του Θεού» (Γένεσις, Γ΄) [29] δεν υφίσταται στην καρδιά της αμαρτωλής. Με την πράξη της δηλώνει: Είμαι εδώ, έχω επίγνωση των αμαρτιών μου, δεν φεύγω από φόβο, αλλά πέφτω και πλένω με τα δάκρυά μου και σκουπίζω με τα μαλλιά μου τα πόδια, που φοβήθηκε η Εύα, γιατί εγώ αγάπησα πολύ και μετανόησα. Αγάπησα τον παντοδύναμο Θεό «ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ…ο κλίνας τους ουρανούς τη αφράστω σου κενώσει» που δεν είναι τιμωρός αλλά «ο αμέτρητος-ν έχων το έλεος».

Ο Κανόνας, τα Στιχηρά και το Απόστιχο που εξετάσαμε αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της βυζαντινής υμνογραφικής παραγωγής στην περίοδο της κορύφωσής της. Παρά τις όποιες επιρροές διακρίνουμε από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη αλλά και τους περιορισμούς που επιβάλλει η παράδοση (κυρίως στον Κανόνα με την τυπολογία της χρήσης των βιβλικών Ωδών), διατηρούν ακέραια την ποιητική διάθεση των δημιουργών τους. Μιλώντας στην απλή σύγχρονη λόγια γλώσσα της εκκλησίας καταφέρνουν να συνδυάσουν το αισθητό με το υπεραισθητό και με αγιότητα ύφους να υμνήσουν τη δόξα του Θεού. Επιπλέον, ο ορθόδοξος δογματισμός του Δαμασκηνού ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής για διαφύλαξη και διάδοση των αληθειών της εκκλησίας.

 

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ 2

Για να κατανοήσουν τα παιδιά ότι η Υμνογραφία εκτείνεται σε βάθος χρόνου και να δουν τη σημασία της στην ζωή της εκκλησίας, παρουσιάζουμε το power point συμπληρώνοντας τα ιστορικά στοιχεία.

Επίσης, για να τονίσουμε τη διαχρονικότητα της Υμνογραφίας μπορούμε να τους παρουσιάσουμε ομάδες συγκεκριμένων στροφών από το Ψαλτήριο και να τους ζητήσουμε να εντοπίσουν όσους στίχους έχουν κοινό θέμα, π.χ. δοξολογία ή προστασία από κινδύνους, ευχαριστία κ.λ.π., ενέργειες δηλαδή που εκφράζουν ή πηγάζουν από αναλλοίωτες ανάγκες του ανθρώπου. Έτσι θα δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά να διαπιστώσουν και να συνειδητοποιήσουν την πρόνοια του Θεού ο οποίος από απαρχής του κόσμου έστελνε ανθρώπους να εκφράσουν και να διατυπώσουν τον πόνο και την αγωνία τους, σαν πρότυπα ταπείνωσης και αγωνιστικότητας για όλους εμάς τους μεταγενέστερους, χιλιάδες χρόνια μετά.