Η πίστη στον Θεό ως Πρόσωπο

29622372 Στο «Σύμβολο της Πίστεως» δεν λέμε, «Πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος Θεός»· λέμε, «Πιστεύω εις ένα Θεόν». Ανάμεσα στην πίστη ότι και στην πίστη εις υπάρχει μια κρίσιμη διάκριση. Μου είναι δυνατό να πιστεύω ότι κάποιος ή κάτι υπάρχει κι όμως αυτή η πεποίθηση να μην έχει πρακτικό αποτέλεσμα στη
ζωή μου. Μπορώ ν’ ανοίξω τον τηλεφωνικό κατάλογο του Wigan και να διαβάσω εξονυχιστικά τα ονόματα που είναι καταχωρημένα στις σελίδες του· και καθώς διαβάζω, είμαι προετοιμασμένος να πιστέψω ότι μερικοί (ή ακόμη κι οι περισσότεροι) απ’ αυτούς τους ανθρώπους πράγματι υπάρχουν.
Αλλά δεν γνωρίζω κανέναν απ’ αυτούς προσωπικά, ποτέ δεν έχω επισκεφθεί το Wigan, κι έτσι η πεποίθησή μου ότι υπάρχουν δεν έχει για μένα καμιά σημασία. Αντίθετα, όταν λέω σ’ ένα πολυαγαπημένο φίλο, «σε πιστεύω», κάνω κάτι πολύ περισσότερο από το να εκφράσω την πεποίθηση ότι αυτό το πρόσωπο υπάρχει. «Σε πιστεύω» σημαίνει: στρέφομαι σε σένα, ακουμπώ πάνω σου, σ’ εμπιστεύομαι απόλυτα και ελπίζω σε σένα. Και αυτό είναι που λέμε στο Θεό μέσα στο «Πιστεύω».
Η πίστη στο Θεό, λοιπόν, δεν μοιάζει καθόλου με το είδος της λογικής βεβαιότητας που πετυχαίνουμε στην Ευκλείδεια γεωμετρία. Ο Θεός δεν είναι το συμπέρασμα σε μια σειρά συλλογισμών, η λύση σ’ ένα μαθηματικό πρόβλημα. Το να πιστεύεις στο Θεό δεν είναι το να δέχεσαι τη δυνατότητα της ύπαρξής του
επειδή μας έχει «αποδειχθεί» με κάποιο θεωρητικό επιχείρημα, αλλά είναι το να εμπιστευτούμε τον Ένα που ξέρουμε και αγαπάμε. Η πίστη δεν είναι η υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια, αλλά η βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί.
Επειδή η πίστη δεν είναι λογική βεβαιότητα αλλά προσωπική σχέση, και επειδή αυτή η προσωπική σχέση είναι ακόμη πολύ ατελής στον καθένα μας κι έχει ανάγκη να εξελίσσεται συνέχεια είναι δυνατό να συνυπάρχει η πίστη με την αμφιβολία. Αυτά τα δύο δεν αποκλείονται αμοιβαία. Ίσως υπάρχουν μερικοί που με τη χάρη του Θεού κρατούν σ’ όλη τους τη ζωή την πίστη ενός μικρού παιδιού, που τους δίνει την ικανότητα να δέχονται ανερώτητα όλ’ αυτά που έχουν διδαχτεί. Για τους περισσότερους όμως, από εκείνους που ζουν σήμερα στη Δύση, μια τέτοια διάθεση απλώς δεν είναι δυνατή. Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή, «Κύριε, πιστεύω· βοήθει μου τη απιστία» (Μαρκ. 9,24).
Για πάρα πολλούς από μας αυτή θα παραμείνει η διαρκής μας προσευχή ως αυτές τις πύλες του θανάτου. Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν δείχνει έλλειψη πίστης. Ίσως σημαίνει το αντίθετο -ότι η πίστη μας είναι ζωντανή και αυξανόμενη. Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα αλλά ριψοκινδύνευμα, όχι απομόνωση από το άγνωστο αλλά πορεία άφοβη για να το συναντήσουμε. Εδώ ένας Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε πρόθυμα να οικειοποιηθεί τα λόγια του Επισκόπου J.Α.Τ.  Robinson: « Η πράξη της πίστης είναι ένας ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία». Όπως σωστά λέει ο Thomas Merton· Η πίστη είναι μια πηγή αμφιβολίας και πάλης πριν γίνει μια πηγή σιγουριάς και γαλήνης.»

***

Η πίστη, λοιπόν, δείχνει μια προσωπική σχέση με το Θεό· μια σχέση που, αν και είναι όλο ατέλεια και δισταγμό, δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματική. Είναι το να γνωρίσεις το Θεό όχι σαν θεωρία ή σαν μια αφηρημένη αρχή, αλλά σαν ένα πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να γνωρίζεις γεγονότα σχετικά μ’ αυτό το πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο ουσιαστικά σημαίνει να το αγαπάς· δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή γνώση των άλλων προσώπων δίχως αμοιβαία αγάπη. Δεν έχουμε καμιάν αληθινή γνώση εκείνων που μισούμε. Εδώ, λοιπόν, είναι οι δυο λιγότερο παραπλανητικοί τρόποι να μιλάμε για το Θεό που υπερβαίνει την αντίληψή μας: είναι προσωπικός, και είναι αγάπη. Και αυτοί βασικά είναι δύο τρόποι για να πούμε το ίδιο πράγμα. Ο τρόπος μας για να μπούμε στο μυστήριο του Θεού είναι μέσω της προσωπικής αγάπης. Όπως λέγει ο Γνόφος Αγνωσίας, «Θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο αγάπης αλλά όχι αντικείμενο σκέψης. Με την αγάπη μπορεί να τον συλλάβουμε και να τον κρατήσουμε αλλά με τη σκέψη ποτέ».
Σα μιαν αμυδρή ένδειξη αυτής της προσωπικής αγάπης που επικρατεί ανάμεσα στον πιστό και στο Αντικείμενο της πίστης του, ας πάρουμε τρία παραδείγματα ή λεκτικές εικόνες. Το πρώτο είναι από μιαν αφήγηση του 2ου αι., από το μαρτύριο του αγ. Πολυκάρπου. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες μόλις έχουν φτάσει
για να συλλάβουν τον ηλικιωμένο Επίσκοπο Πολύκαρπο, και να τον πάρουν εκεί όπου ξέρει ότι πρέπει να είναι ο θάνατός του:
Όταν άκουσε ότι είχαν φτάσει, κατέβηκε και μίλησε μαζί τους. Όλοι τους έμειναν έκπληκτοι από τη μεγάλη του ηλικία και την ηρεμία του, και απορούσαν γιατί οι αρχές ήθελαν τόσο επίμονα να συλλάβουν έναν ηλικιωμένο σαν κι αυτόν. Αμέσως έδωσε εντολή να τους φέρουν φαγητό και ποτό, όσο ήθελαν, αν και ήταν αργά· και τους ζήτησε να του επιτρέψουν να προσευχηθεί μία ώρα ανενόχλητος. Όταν συμφώνησαν, σηκώθηκε όρθιος και προσευχήθηκε, και ήταν τόσο γεμάτος απ’ τη χάρη του Θεού, ώστε για δυο ώρες δεν μπορούσε να σιωπήσει. Καθώς εκείνοι άκουγαν είχαν γεμίσει από θαυμασμό, και πολλοί απ’ αυτούς λυπόντουσαν που είχαν έρθει να συλλάβουν ένα τέτοιο άγιον άνθρωπο. Εκείνος θυμήθηκε ονομαστικά όλους όσους είχε ποτέ συναντήσει, μεγάλους και μικρούς, φημισμένους ή άγνωστους, και ολόκληρη την Καθολική Εκκλησία σ’ όλο τον κόσμο.
Τόσο φλογερή είναι η αγάπη του για το Θεό, και για όλο το ανθρώπινο γένος εν Θεώ, ώστε αυτή τη στιγμή την κρίσιμη ο άγ. Πολύκαρπος σκέφτεται μόνο τους άλλους και όχι τον προσωπικό του κίνδυνο. Όταν ο Ρωμαίος κυβερνήτης του λέει να σώσει τη ζωή του αρνούμενος το Χριστό, απαντά: «Ογδόντα έξη χρόνια τον υπηρέτησα και δεν μ’ έβλαψε σε τίποτε. Πώς μπορώ λοιπόν να βλαστημήσω το Βασιλιά μου, που μ’ έσωσε;».
Το δεύτερο παράδειγμα το δίνει ο άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος τον 11ον αιώνα, που περιγράφει πώς ο Χριστός του αποκαλύφθηκε σ’ ένα όραμα φωτός:
Έλαμψες πάνω μου μ’ εκτυφλωτική λαμπρότητα και, έτσι φάνηκε, μου παρουσιάστηκες μέσα στην ολότητά σου καθώς μ’ όλο μου το είναι σε ατένιζα διάπλατα. Και όταν είπα , «Κύριε, ποιος είσαι»; τότε ευαρεστήθηκες να μιλήσεις για πρώτη φορά με μένα τον άσωτο. Με τι απαλότητα μου μίλησες, καθώς στεκόμουν έκπληκτος και γεμάτος τρόμο, καθώς στοχάστηκα για λίγο μέσα μου, στον εαυτό μου και είπα: «Τι σημαίνει αυτή η δόξα και αυτή η εκθαμβωτική λαμπρότητα; Πώς συμβαίνει να έχω διαλεχτεί εγώ για να δεχτώ τόσο μεγάλη ευλογία;» «Είμαι ο Θεός », απάντησες, «που έγινα για χάρη σου άνθρωπος· και επειδή μ’ έχεις αναζητήσει μ’ όλη σου την καρδιά, από τώρα και πέρα θα είσαι ο αδερφός μου, ο συγκληρονόμος μου και ο φίλος μου».
Το τρίτο είναι μια προσευχή γραμμένη από ένα Ρώσσο Επίσκοπο του 17ου αι., τον άγ. Δημήτριο του Rostov:
Έλα, Φως μου, και φώτισε το σκοτάδι μου.
Έλα, Ζωή μου, και αναζωογόνησέ με απ’ το θάνατο.
Έλα, Γιατρέ μου, και γιάτρεψε τις πληγές μου.
Έλα, Φλόγα της Θείας αγάπης και κάψε
τ’ αγκάθια των αμαρτιών μου, φωτίζοντας
την καρδιά μου με τη φλόγα της αγάπης σου.
Έλα, Βασιλιά μου, κάθησε πάνω στο θρόνο
της καρδιάς μου κι εκεί βασίλεψε.
Γιατί εσύ μόνος είσαι ο Βασιλιάς μου κι ο Κύριός μου.

ΤΡΕΙΣ ΔΕΙΧΤΕΣ

sarakosth204Ο Θεός, λοιπόν, είναι ο Ένας που αγαπάμε, ο προσωπικός μας φίλος. Δεν χρειάζεται ν’ αποδείξουμε την ύπαρξη ενός προσωπικού φίλου. Ο Θεός, λέει ο Olivier Clement, «δεν είναι εξωτερική μαρτυρία, αλλά το μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Αν πιστεύουμε στο Θεό, είναι γιατί τον γνωρίζουμε άμεσα από τη δική μας εμπειρία και όχι από λογικές αποδείξεις. Παρόλα αυτά, είναι ανάγκη να γίνει εδώ μια διάκριση ανάμεσα στην «εμπειρία» και στις «εμπειρίες». Άμεση εμπειρία μπορεί να υπάρξει χωρίς να συνοδεύεται αναγκαστικά από ιδιαίτερες εμπειρίες. Υπάρχουν πράγματι πολλοί που έφτασαν να πιστέψουν στο Θεό από κάποια φωνή ή από κάποιο όραμα, σαν κι αυτό που δέχθηκε ο Απ. Παύλος στο δρόμο για τη Δαμασκό (Πραξ. 9, 1-9). Υπάρχουν όμως πολλοί άλλοι που ποτέ δεν έχουν περάσει από ιδιαίτερες εμπειρίες αυτού του τύπου αλλά μπορούν να βεβαιώσουν ότι, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και στο σύνολό της, αισθάνονται μια ολοκληρωτική εμπειρία του ζωντανού Θεού, μια πεποίθηση που υφίσταται σ’ ένα επίπεδο πιο στέρεο απ’ όλες τις αμφιβολίες τους. Ακόμη κι αν δεν μπορούν να
δώσουν μαρτυρία για μιαν ορισμένη θέση ή στιγμή, όπως μπόρεσε ο άγ. Αυγουστίνος, ο Pascal ή ο Wesley, μπορούν να ισχυριστούν μ’ εμπιστοσύνη: Ξέρω το Θεό προσωπικά.
Τέτοια επομένως, είναι η βασική «μαρτυρία» για την ύπαρξη του Θεού: μια πρόσκληση για άμεση εμπειρία (αλλά όχι αναγκαστικά για εμπειρίες). Όμως, ενώ δεν μπορούν να υπάρξουν λογικές αποδείξεις για τη θεία πραγματικότητα, υπάρχουν ορισμένοι «δείχτες». Στον κόσμο γύρω μας όπως επίσης μέσα μας, υπάρχουν γεγονότα, που ζητούν μιαν ερμηνεία, αλλά που μένουν ανερμήνευτα, αν δεν αφεθούμε στην πίστη σ’ ένα προσωπικό Θεό. Τρεις τέτοιοι δείχτες πρέπει ν’ αναφερθούν ιδιαίτερα.

*

Πρώτος, είναι ο κόσμος γύρω μας. Τι βλέπουμε; Πολλή ακαταστασία και φανερή φθορά, πολύ τραγική απελπισία και φαινομενικά άχρηστο πόνο. Αυτό είναι όλο; Βέβαια όχι. Αν υπάρχει ένα «πρόβλημα κακού», υπάρχει επίσης κι ένα «πρόβλημα καλού». Οπουδήποτε κοιτάξουμε, δεν βλέπουμε μόνο σύγχυση αλλά και ομορφιά. Στη χιονονιφάδα, στο φύλλο ή στο έντομο, ανακαλύπτουμε σχέδια δομημένα με μιαν ευαισθησία και ισορροπία που τίποτε φτιαγμένο απ’ την ανθρώπινη επιδεξιότητα δεν μπορεί να το φτάσει. Δεν πρόκειται να ερμηνεύσουμε συναισθηματικά αυτά τα πράγματα αλλά δεν μπορούμε να τ’ αγνοήσουμε. Πώς και γιατί εμφανίστηκαν αυτά τα σχέδια; Αν πάρω ένα πακέτο με κάρτες μόλις φερμένες από το εργοστάσιο, με τις τέσσερις άκρες τακτικά τοποθετημένες σε σειρά κι αρχίσω να το ανακατεύω, τότε όσο ανακατεύονται τόσο το αρχικό σχέδιο θα εξαφανίζεται και θ’ αντικαθίσταται από μιαν ανόητη αντιπαράθεση. Αλλά στην περίπτωση του σύμπαντος έχει συμβεί το αντίθετο. Μέσα από ένα χάος αρχικό έχουν ξεπηδήσει σχέδια με πολυμορφία και νόημα που ολοέν’
αυξάνουν, κι ανάμεσα σε όλ’ αυτά τα σχέδια το πιο πολύμορφο και το πιο σημαντικό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί θα έπρεπε η διαδικασία που συμβαίνει στο πακέτο με τις κάρτες ν’ αντιστραφεί ακριβώς στο επίπεδο του σύμπαντος; Τι ή ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτή την κοσμική τάξη και το σχέδιο; Τέτοια ερωτήματα δεν είναι παράλογα. Είναι η ίδια η λογική που με σπρώχνει να ψάξω για μιαν ερμηνεία οπουδήποτε διακρίνω τάξη και νόημα.
«Το Καλαμπόκι ήταν Ανατολή και Αθάνατο Σιτάρι που ποτέ δεν θα έπρεπε να θεριστεί, μήτε ποτέ είχε σπαρθεί. Νόμιζα πως ήταν εκεί αιώνια. Η Σκόνη και οι Πέτρες του Δρόμου ήταν πολύτιμα σαν Χρυσάφι… Τα Πράσινα Δένδρα, όταν τα πρωτοείδα μέσα από μια Πύλη με γήτεψαν και με μάγεψαν· η Γλύκα τους και η αλλόκοτη Ομορφιά τους έκαναν την καρδιά μου να πηδήξει, και σχεδόν τρελός από Έκσταση που υπήρχαν τέτοια περίεργα και θαυμάσια Πράγματα…» Η αντίληψη της παιδικής ηλικίας του Thomas Traherne για την ομορφιά του κόσμου μπορεί να παραλληλιστεί με πολυάριθμα κείμενα από Ορθόδοξες πηγές. Εδώ π.χ. είναι τα λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh του Κιέβου: Κοίταξε τον ουρανό, τον ήλιο και τη σελήνη και τ’ αστέρια, το σκοτάδι και το φως, και τη γη που είναι απλωμένη πάνω στα νερά, πώς είναι ρυθμισμένα, Κύριε, από την πρόνοιά σου! Κοίταξε τα διάφορα ζώα και τα πουλιά και τα ψάρια πώς στολίζονται με τη στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Και γι’ αυτό το θαύμα, επίσης απορούμε: πώς έχεις δημιουργήσει τον άνθρωπο από τη σκόνη και πόσο διαφέρουν στην εμφάνιση τ’ ανθρώπινα πρόσωπα: ακόμη κι αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε όλους τους ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο, δεν θα υπήρχε ούτε ένας με την ίδια εμφάνιση αλλά ο καθένας, με τη σοφία του Θεού, έχει τη δική του εμφάνιση. Ας θαυμάσουμε ακόμη πώς τα πουλιά τ’ ουρανού φεύγουν απ’ τον παράδεισό τους: δε μένουν σε μια χώρα αλλά φεύγουν δυνατά και αδύνατα μαζί, προς όλες τις χώρες στην προσταγή του Θεού, σ’ όλα τα δάση και τους αγρούς.

*

Αυτή η παρουσία του νοήματος μέσα στον κόσμο μαζί με τη σύγχυση, της συνοχής και της ομορφιάς μαζί με την ασημαντότητα μας δίνει ένα πρώτο «δείχτη» προς το Θεό. Βρίσκουμε ένα δεύτερο «δείχτη» μέσα μας. Γιατί, περ’ απ’ την επιθυμία μου για ευχαρίστηση και την απαρέσκειά μου για τον πόνο, να
έχω μέσα μου ένα αίσθημα καθήκοντος και ηθικής υποχρέωσης, μιαν αίσθηση του σωστού και του λάθους, μια συνείδηση; Και αυτή η συνείδηση δεν μου λέει απλώς να υπακούω σε κανόνες που με δίδαξαν άλλοι· είναι προσωπική. Γιατί, επί πλέον, έτσι καθώς είμαι τοποθετημένος μέσα στο χρόνο και στο χώρο, βρίσκω μέσα μου αυτό που ο Νικόλαος Καβάσιλας ονομάζει «απέραντη δίψα» ή δίψα για ό,τι είναι αιώνιο; Ποιος είμαι; Τι είμαι;
Η απάντηση σ’ αυτές τις ερωτήσεις κάθε άλλο παρά φανερή είναι. Τα όρια του ανθρώπου είναι εξαιρετικά πλατιά· ο καθένας από μας ξέρει πολύ λίγα για τον αληθινό και βαθύ εαυτό του. Με τις εξωτερικές κι εσωτερικές αντιληπτικές μας ικανότητες, με τη μνήμη μας και με τη δύναμη του ασυνειδήτου, εκτεινόμαστε πάνω απ’ το διάστημα, απλωνόμαστε προς τα πίσω και προς τα εμπρός μέσα στο χρόνο, και φτάνουμε πέρα απ’ το χώρο και το χρόνο μέσα την αιωνιότητα. «Μέσα στην καρδιά είναι απύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οι Ομιλίες του Αγ. Μακαρίου. «Δεν είναι παρά ένα μικρό σκεύος: κι όμως υπάρχουν εκεί δράκοι και λιοντάρια και δηλητηριώδη πλάσματα και όλοι οι θησαυροί της κακίας: άγρια, απότομα μονοπάτια υπάρχουν εκεί και ανοιχτά χάσματα. Εκεί επίσης υπάρχει ο Θεός, υπάρχουν οι άγγελοι, υπάρχει ζωή και Βασιλεία, υπάρχει φως και οι Απόστολοι, οι ουράνιες πολιτείες και οι θησαυροί της χάριτος: τα πάντα υπάρχουν εκεί».
Μ’ αυτό τον τρόπο έχουμε ο καθένας μέσα στη δική μας καρδιά, ένα δεύτερο «δείχτη». Τι σημαίνει η συνείδησή μου; Ποια είναι η ερμηνεία για την αίσθηση του απείρου που έχω; Μέσα μου υπάρχει κάτι που, συνέχεια, με κάνει να κοιτάζω περ’ απ’ τον εαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μια πηγή θαύματος, μια πηγή για μια συνεχή αυτοϋπέρβαση.

*

Ένα τρίτος «δείχτης» πρέπει να βρεθεί στις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους. Για τον καθένα από μας -ίσως μία ή δύο φορές μόνο σ’ όλη την πορεία της ζωής μας- έχουν υπάρξει ξαφνικές αποκαλυπτικές στιγμές, όπου μας φανερώθηκε η πιο βαθειά ύπαρξη και η αλήθεια ενός άλλου, και αποκτήσαμε εμπειρία της εσωτερικής του ζωής σαν να ήταν δική μας. Και αυτή η συνάντηση με την αληθινή προσωπικότητα ενός άλλου είναι, γι’ άλλη μια φορά, μια επαφή με το υπερβατικό και το άχρονο, με κάτι πιο δυνατό απ’ το θάνατο. Το να πούμε στον άλλο, μ’ όλη μας την καρδιά, «Σ’ αγαπώ», είναι σαν να λέμε, «Δεν θα πεθάνεις ποτέ». Σε τέτοιες στιγμές προσωπικής μετοχής ξέρουμε, όχι από επιχειρήματα αλλά από άμεση βεβαιότητα, ότι υπάρχει ζωή πέρα απ’ το θάνατο. Γι’ αυτό στις σχέσεις μας με άλλους, καθώς και στην εμπειρία μας με τους εαυτούς μας, έχουμε στιγμές υπερβατικότητας που μαρτυρούν ότι κάτι βρίσκεται πιο πέρα. Πώς θα μπορέσουμε να είμαστε πιστοί σ’ αυτές τις στιγμές και να τις νοιώθουμε;
Αυτοί οι τρεις «δείχτες» – στον κόσμο γύρω μας, στον κόσμο μέσα μας, και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις- μπορούν να βοηθήσουν όλοι μαζί, σαν ένας τρόπος προσέγγισης, φέρνοντάς μας στο κατώφλι της πίστης στο Θεό. Κανείς απ’ αυτούς τους «δείχτες» δεν αποτελεί μια λογική απόδειξη. Αλλά ποια είναι η άλλη εκλογή; Μπορούμε να πούμε ότι η φανερή τάξη στο σύμπαν είναι απλή σύμπτωση, ότι η συνείδηση είναι μόνο το αποτέλεσμα του κοινωνικού εθισμού, και ότι, όταν η ζωή σ’ αυτό τον πλανήτη τελικά εκλείψει, όλ’ αυτά που το ανθρώπινο γένος έχει ζήσει ως εμπειρίες και όλες οι δυνατότητές μας θα είναι σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ; Μια τέτοια απάντηση μου φαίνεται όχι μόνο καθόλου ικανοποιητική και απάνθρωπη, αλλά και τρομερά παράλογη.
Είναι βασικό στοιχείο στο χαρακτήρα μου σαν ανθρώπου να ψάχνω παντού για σημαντικές ερμηνείες. Το κάνω αυτό και με τα μικρότερα πράγματα στη ζωή μου: δεν θα το κάνω με τα μεγαλύτερα; Η πίστη στο Θεό με βοηθάει να καταλάβω γιατί ο κόσμος θα έπρεπε να είναι όπως είναι, όχι μόνο με την ομορφιά του αλλά και με την ασχήμια του· γιατί θα έπρεπε να είμαι όπως είμαι, όχι μόνο με την ευγένειά μου αλλά και με την ευτέλειά μου και γιατί θα έπρεπε ν’ αγαπώ τους άλλους, βεβαιώνοντας την αιώνια αξία τους. Δίχως την πίστη στο Θεό δεν μπορώ να δω άλλη ερμηνεία για όλα αυτά. Η πίστη στο Θεό με κάνει ικανό ν’ αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, να τα βλέπω σαν ένα σύνολο αρμονικό, μ’ ένα τρόπο που τίποτε άλλο δεν μπορεί να μου το δώσει. Η πίστη με κάνει ικανό να κάνω από τα πολλά το ένα.

Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, Ο Ορθόδοξος δρόμος