Η Γέννηση του Χριστού

gennisis1Ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας και είχε μητέρα την παρθένα Μαρία. Ήταν λεύτερη ακόμα, αρραβωνιασμένη με ένα φτωχό μαραγκό στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, τον Ιωσήφ, όταν μια μέρα που προσεύχονταν στο ναό, ο άγγελος Γαβριήλ παρουσιάστηκε μπροστά της και της είπε πως ο Κύριος διάλεξε αυτήν, την Παρθένα, την πιο όμορφη και την αγνότερη ανάμεσα σ’ όλα τα κορίτσια της Γαλιλαίας, για να γίνει μητέρα του Υιού Του.

Τον καιρό εκείνο, οι Εβραίοι είχαν χάσει πια την πολιτική τους ανεξαρτησία. Την Παλαιστίνη όλη την κυβερνούσαν οι Ρωμαίοι. Εκείνες τις μέρες ο Αυτοκράτορας Αύγουστος είχε βγάλει διαταγή να γίνει απογραφή όλων των κατοίκων, σε όλες τις χώρες του ρωμαϊκού κράτους. Κατά τη συνήθεια των Εβραίων, έπρεπε κάθε Ισραηλίτης να καταγραφεί στην πόλη από την οποία κατάγονταν. Ο Ιωσήφ κατάγονταν από την οικογένεια του Δαβίδ. Κι επειδή η πατρίδα του Δαβίδ και της οικογένειάς του ήταν η Βηθλεέμ, πήγε με την αρραβωνιαστικιά του ν’ απογραφεί στην ιδιαίτερή του πατρίδα.

Μα τόσος κόσμος είχε μαζευτεί στη Βηθλεέμ για την απογραφή αυτή, ώστε πουθενά δε βρήκαν μέρος να μείνουν. Αναγκάστηκαν λοιπόν να πάγουν να περάσουν τη νύχτα μέσα σ’ ένα στάβλο. Εκεί γεννήθηκε ο Ιησούς. Επειδή ούτε κρεβάτι βρίσκονταν στο στάβλο ούτε καν στρώμα, η Μαρία φάσκιωσε το βρέφος της και το έβαλε σ’ ένα παχνί.

Ήταν χειμωνιάτικη και κρύα η νύχτα. Έξω στον κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να κοιμηθούν, μην έλθει ο λύκος και τους τα φάγει. Έξαφνα, φως μεγάλο έλαμψε, κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους. Οι ποιμένες τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε: -Μη φοβάστε, γιατί σας φέρνω μια καλήν είδηση που σ’ όλον τον κόσμο θα δώσει χαρά. Σήμερα, στην πόλη του Δαβίδ, γεννήθηκε ο Σωτήρ, που είναι ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει, θα είναι τούτο: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί.

Κι εκεί που μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που σημαίνει «Δόξα στον Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία και στους ανθρώπους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο Θεός γι’ αυτούς».

Χάθηκαν οι άγγελοι, και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το στάβλο όπως τους το είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας, είδαν το βρέφος που κοιμούνταν στο παχνί, και τη μητέρα που κάθουνταν πλάγι του και τον Ιωσήφ. Ο στάβλος ήταν σκοτεινός, μα τόσο φως χύνουνταν από το βρέφος, ώστε τους φάνηκε παλάτι. Με συγκίνηση γονάτισαν εμπρός στο παχνί και προσκύνησαν.

Εκείνες τις μέρες έφθασαν στην Ιερουσαλήμ μάγοι, σοφοί και αστρολόγοι από την Ανατολή κι έλεγαν: «Πού είναι ο νεογέννητος βασιλέας των Ιουδαίων; Γιατί είδαμε το άστρο του στην Ανατολή και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε». Τ’ άκουσε ο Ηρώδης και ταράχθηκε πολύ, και μαζί του όλη η Ιερουσαλήμ. Εκάλεσε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς, που ερμήνευαν τη Γραφή και το Νόμο, και τους ρώτησε πού επρόκειτο κατά τις προφητείες να γεννηθεί ο Χριστός, ο Μεσσίας τους, που απ’ αυτόν περίμεναν τη σωτηρία του Ισραήλ. Του αποκρίθηκαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Γιατί η Γραφή λέγει: «Από σένα, Βηθλεέμ, θα βγει αρχηγός που θα ποιμάνει το λαό μου τον Ισραήλ».

Έκαναν οι μάγοι όπως τους είπε ο Ηρώδης, και ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ. Κι εκεί μπροστά τους, ήταν το άστρο που είχαν δει στην ανατολή, και τους οδήγησε ως τον τόπο, όπου ήταν το βρέφος. Κι εκεί στάθηκε. Εκείνοι, καθώς το είδαν, χάρηκαν χαρά μεγάλη, και φθάνοντας στο σπίτι, είδαν το παιδί με τη Μαρία, τη μητέρα του, κι έπεσαν χάμω και το προσκύνησαν. Κι άνοιξαν τους θησαυρούς τους, και του πρόσφεραν δώρα, χρυσό και λίβανο και σμύρνα. Και όταν ήλθε η ώρα να φύγουν, παρουσιάστηκε στ’ όνειρό τους ο Θεός, και τους διέταξε να μην ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη. Ώστε πήραν άλλο δρόμο κι επέστρεφαν στον τόπο τους.

Μόλις έφυγαν οι Μάγοι, ένας άγγελος Κυρίου φανερώθηκε στ’ όνειρο του Ιωσήφ και του είπε: «Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του, φύγε στην Αίγυπτο, και μείνε ‘κει ώσπου να σου δώσω άλλη διαταγή, γιατί έχει σκοπό ο Ηρώδης να ζητήσει το παιδί και να το σκοτώσει». Σηκώθηκε αμέσως ο Ιωσήφ, πήρε το παιδί και τη μητέρα, και νύχτα έφυγε στην Αίγυπτο, όπου έμεινε ώσπου πέθανε ο Ηρώδης.

Ο Ηρώδης, όταν είδε πως τον γέλασαν οι Μάγοι, θύμωσε πολύ, και, για να μην τύχει και αληθέψουν όσα του είπαν και γίνει άλλος βασιλέας των Ιουδαίων, έδωσε διαταγή να σφάξουν όλα τα αγοράκια από δύο χρονών και κάτω, που βρίσκουνταν στη Βηθλεέμ και στα περίχωρα. Μεγάλος σπαραγμός έγινε σ’ όλη την Ιουδαία, με την άγρια διαταγή του σκληρόκαρδου Ηρώδη. Όλα τα αγοράκια τα έσφαξαν, και όλες οι μάνες έκλαψαν και αναθεμάτισαν τον τύραννο, που έχυσε τόσο αθώο αίμα.

Στο χωριό του της Γαλιλαίας, στη Ναζαρέτ, κατέφυγε ο Ιωσήφ, σαν πέθανε ο Ηρώδης ο Μεγάλος. Είχε παρουσιαστεί πάλι ο άγγελος στον ύπνο του, και του είπε να πάγει πίσω στη γη του Ισραήλ, γιατί πέθαναν εκείνοι που ζητούσαν να θανατώσουν το παιδί. Μα σαν έμαθε ο Ιωσήφ πως στην Ιουδαία βασίλευε ο γιος του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάγει εκεί, και τράβηξε βόρεια, για την πατρίδα του, τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου και έμεινε.

Τα σπιτάκια της Ναζαρέτ, «σα φούχτα μαργαριτάρια σε σμαραγδένιο χωνί σκορπισμένα», έφεγγαν κάτασπρα στις πλαγιές του βουνού, ανάμεσα σε φουντωτά περιβόλια όλο συκιές, πορτοκαλιές, δράνες και ροδιές. Οι Εβραίοι την έλεγαν «Λαμπάν», το ασπροχώρι, και άλλοι, «Λουλούδι της Γαλιλαίας».

Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς. Η ζωή του ήταν σαν τη ζωή όλων των παιδιών της Γαλιλαίας. Γράμματα πολλά δε μάθαιναν. Ο ραββίνος (δάσκαλος) του χωριού τους μάθαινε να διαβάζουν τη Γραφή και το Νόμο του Μωϋσή, και το πολύ-πολύ να γράφουν. Αναθρεμμένος σαν όλα τα παιδιά της Γαλιλαίας, μαθαίνοντας τα ίδια μαθήματα και παίζοντας τα ίδια παιχνίδια, ο Ιησούς έμενε διαφορετικός απ’ όλα τα άλλα.

Οι γονείς του ήταν άνθρωποι εργατικοί, που ζούσαν από την εργασία τους. Ο Ιησούς δούλευε και αυτός στο εργαστήρι του Ιωσήφ, με τ’ αδέλφια του -τα παιδιά του Ιωσήφ από την πρώτη του γυναίκα-, έπαιζε με τους συντρόφους του, πήγαινε στο ναό μαζί με τους γονείς του, μάθαινε ό,τι μάθαιναν όλα τα παιδιά.

Και όμως, ξεχώριζε από όλα τα άλλα, και η μητέρα του το έβλεπε και μάζευε μέσα της τα λόγια του ένα-ένα, και τα φύλαγε σαν ανεκτίμητα μαργαριτάρια. Και μεγάλωνε ο Ιησούς, και δυνάμωνε το πνεύμα του και γέμιζε σοφία, και η χάρη του Θεού ήταν απάνω του.

 

(Από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα, «Η ζωή του Χριστού»)