Γεωργίου Δροσίνη, Ποιήματα

drosinisΠοιητὴς και πεζογράφος απὸ την Αθήνα, ακαδημαϊκός (1859-1951)

 

Χώμα ελληνικό

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι απὸ σένα, γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτὸ να πάρω για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ απὸ αρρώστια, φυλαχτὸ απὸ Χάρο, μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι, χώμα βαφτισμένο με βροχὴ του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ᾿ το καλοκαίρι, χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη, μόνο με του ήλιου τα θερμὰ φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα το ξανθὸ σιτάρι, τη χλωρὴ τη δάφνη, την πικρὴν ελιά.

Χώμα τιμημένο, πούχουν ανασκάψει για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, πούχουν ροδοβάψει αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πόχει θάψει λείψαν᾿ αγιασμένα απ᾿ το Μεσολόγγι κι απὸ τα Ψαρὰ
χώμα που θα φέρνει στον μικρὸν εμένα θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτὸ στα στήθια, κι όταν η καρδιά μου φυλαχτὸ σε βάλει
απὸ σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια, μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει, κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη, πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ῾ρθω.

Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο- μούγραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνὸ συχώριο εις εσένα θάβρω, το στερνὸ φιλί μου θε να σου χαρίσω.
Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω, και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκὸ
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω, χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.

 

Π ί σ τ η

Δεν έχεις Πίστη, όταν τα στάχια σου προσμένεις να γενούν σιτάρι,
κι από τ΄ άκαρπο δεντρί, που κέντρωσες, προσμένεις καρπερό βλαστάρι!

Πίστη έχεις, όταν από το χέρσωμα κι από τα αστραποκαμένα ξύλα,
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους και καταπράσινα τα φύλλα.

Δεν έχεις Πίστη, όταν, πηγαίνοντας το δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως το ανάερο ψήλωμα κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.

Πίστη έχεις, όταν, αλυσόδετος, μέσα από τα βάθη της αβύσσου,
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύτερο να φτερουγίσει το κορμί σου.

Δεν έχεις Πίστη, όταν τ’ απόβραδο προσμένεις να προβάλλουν τ΄ άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα να φέξη η αυγή ροδογελάστρα!

Πίστη έχεις, όταν- όσο αλόγιστο και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.

Δεν έχεις Πίστη, όταν, πιστεύοντας, ρωτάς την κρίση και τη γνώση!
Δεν έχεις Πίστη, όταν την πίστη σου στο λογικό έχεις θεμελιώσει!

Πίστη έχεις, όταν κάθε σου όνειρο το ανάφτεις στο βωμό της τάμα,
κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο, προσμένεις να γενεί το θάμα.

 

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο

Ό,τι έχεις μέσα σου παιδιάτικο σα θησαυρό να το φυλάξεις
τους λογισμούς, τους πόθους σου άλλαξε, μ’ αυτό ποτέ να μην αλλάξεις.

Όποτε της ζωής τα ψεύτικα κι άσχημα, σφίγγουν την καρδιά σου,
μέσα σ’ ό,τι φύλαξες παιδιάτικο θα βρίσκεις την παρηγοριά σου.

Κι όταν χλωροφυλλιάσει η όψη σου και στα μαλλιά σου πέσουν χιόνια,
μόνο ό,τι φύλαξες παιδιάτικο θα μείνει απείραχτο απ’ τα χρόνια.

 

 

Τι λοιπόν;

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε, τούτο μόνο ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σε ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμμα το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;

Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο, μήπως κάτω απ τους τάφους ανθίζει;
Κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο μήπως πέρα απ΄ τον θάνατο αρχίζει;

Η ψυχή ταξιδεύτρα μες στο Άπειρο σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζει,
που ανεβαίνει στα νέφη απ΄ τα πέλαγα κι απ΄ τα νέφη στους κάμπους σταλάζει;

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
Κι αντί νάρθει μια νύχτα αξημέρωτη, ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε κι είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;