Από τι ζουν οι άνθρωποι ;

590447_Apo_ti_zoun_oi_anthropoi3_pΣ΄ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε η καλή ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου και οι συνεργάτες της Γιώργος Νανούρης και Ηλίας Κουνέλας ακούμπησαν σε ένα τρυφερό διήγημα του Τολστόι, που μιλάει για καλοσύνη, αλληλεγγύη και ανοιχτή καρδιά. Γιατί μας θυμίζει τα αυτονόητα, αυτά που τροφοδοτούν τη ζωή.

Οι τρεις διασκεύασαν, σκηνοθέτησαν και ερμηνεύουν στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» το τρυφερό διήγημα του Λέοντος Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι». Αυτό το θεατρικό όχημα διάλεξαν για να επικοινωνήσουν με εκείνους που το πρόβλημα της επιβίωσης, η αποξένωση και η μοναξιά έχουν παγώσει σήμερα την ψυχή τους. Για όλους εμάς που πιστεύουμε ότι ζούμε επειδή φροντίζουμε τους εαυτούς μας, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που μας κάνει να ζούμε είναι μόνο η αγάπη.

Η ιστορία είναι απλή. Ένας φτωχός παπουτσής, την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα, βγήκε έξω στο χιόνι για να μαζέψει τα λεφτά που του χρωστούσαν. Σε μια γωνιά του δρόμου έπεσε πάνω σ΄ έναν σωριασμένο, παράξενο, γυμνό άνθρωπο. Αποφάσισε να τον πάρει μαζί στο σπίτι του. Από αυτό το σημείο ξεδιπλώνονται μια σειρά γεγονότα, απροσδόκητα, μικρά θαύματα που θα αποκαλύψουν σ΄ αυτόν και τη γυναίκα του, τη μια και μοναδική αλήθεια. Την απάντηση στο ερώτημα: «Από τι ζουν οι άνθρωποι».

Με τι τρόπο να μιλήσει κανείς και να επικοινωνήσει με τους άλλους σε τέτοιους καιρούς σκοτεινιάς; Σε καιρούς που κανείς δεν μπορεί ούτε θέλει ν’ ακούσει κανέναν. Ίσως μια παραβολή, ένα παραμύθι που ξαναθυμίζει τα αυτονόητα να είναι ο τρόπος. Το διήγημα του Λ. Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι» είναι ένα παραμύθι για μεγάλους που μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το αυτονόητο που όμως όλοι γύρω μοιάζει να έχουν ξεχάσει.. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους, στην πραγματικότητα όμως η αγάπη είναι εκείνη που τους κάνει να ζουν.

 

Αναφέρει χαρακτηριστικά η Ολια Λαζαρίδου : «Για μένα ο γνώμονας για κάθε δουλειά, είναι η πραγματική επιθυμία. Όταν το διάβασα ήξερα ότι κάτι θα έκανα με αυτό. Νομίζω άλλωστε ότι ο μόνος σίγουρος δρόμος για κρατηθεί ο καλλιτέχνης είναι να διατηρήσει ανόθευτη τη δημιουργικότητά του». Διαβάζοντάς του επιβεβαίωσε «τη φλόγα που κρύβει μέσα αυτή η μεγάλη ψυχή που είναι ο Τολστόι. Κι όλα αυτά μέσα από μια παραβολή που καταλήγει στην αγάπη».

«Η κρίση που περνάμε είναι μεν οικονομική αλλά κατά βάση είναι πνευματική. Αν είχαμε διανύσει την απόσταση από εμάς ως τον διπλανό μας, δεν θα πεινούσε κανείς σήμερα. Κάτι τόσο απλό…». «Θέλω να κάνω πράγματα που αγαπώ και μπορώ να τα μοιρασθώ με τους ανθρώπους. Για μένα αυτό το παραμύθι είναι ένας τρόπος να μιλήσω για όλα αυτά».

«Ο Τολστόι μιλάει για έναν κόσμο όπου το δράμα έχει συντελεστεί και ολοκληρωθεί. Η τέχνη σε κάνει να βλέπεις πως θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Ναι, είμαι ρομαντική αλλά όχι χαζορομαντική. Ναι, στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να ζούμε από την αγάπη, αν, επαναλαμβάνω, είχαμε διανύσει την απόσταση μέχρι τον διπλανό… Αυτό είναι το πιο χαμένο μας στοίχημα, και πρέπει να κερδηθεί. Κι ας μην το προλάβουμε εμείς όσο ζούμε, ας το ζήσουν οι επόμενοι…».

«Όλοι έχουμε μέσα μας το τυφλό ζώο, είναι στην ανθρώπινη φύση. Με την πνευματική καλλιέργεια, με την τέχνη, μπορεί αυτό να αλλάξει… Τι χρειάζεται ο άνθρωπος στη ζωή; Να είναι άνθρωπος, να βρει έναν οδηγό ζωής. Προσωπικά έχω καταλήξει ότι ζούμε τις εποχές της ατροφικής καρδιάς. Το μυαλό δίνει τις ιδέες αλλά το κίνητρο βρίσκεται στην ψυχή, στην καρδιά», και καταλήγει: «Υπάρχει μέσα μου ένα κομμάτι “παιδί” που έχει ακόμα την ικανότητα να παραμυθιάζεται. Κι εγώ το τρέφω για να ζει…»

«Αν σταματήσεις στον δρόμο τριάντα ανθρώπους και τους ρωτήσεις, θα εκπλαγείς με τις απαντήσεις: με χρήματα, με τον έρωτα, στη φύση κ.λπ. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν επειδή φροντίζουν τους εαυτούς τους, όμως, στην πραγματικότητα, η αγάπη είναι εκείνη που τους επιτρέπει να ζουν. Το διήγημα μιλάει για τα στοιχειώδη, τα αυτονόητα, τα πιο παραμελημένα πράγματα, μέσα στην αγωνία της επιβίωσης των ημερών. Εχουμε ξεχάσει ότι υπάρχει και κάτι άλλο που θα μπορούσαμε ν΄ ακουμπήσουμε πάνω του με ασφάλεια, αρκεί να το εμπιστευτούμε. Κι αυτό είναι η αγάπη. Ισως μια παραβολή, ένα παραμύθι, που ξαναθυμίζει τα αυτονόητα όπως είναι το συγκεκριμένο διήγημα, αποτελεί τον τρόπο να επιστρέψουμε σε εκείνο που στ΄ αλήθεια τροφοδοτεί αυτό που λέμε ζωή».

«Η αγάπη μας απευθύνεται προσωπικά, μας εμπλέκει και ως εκ τούτου απαιτεί γνήσια εκζήτηση, κόπο. Και εν τέλει, ας θυμηθούμε τον Καλό Σαμαρείτη. Ποιον πρέπει να θεωρώ πλησίον μου ρώτησε κάποιος κάποτε τον Χριστό. Και η απάντηση ήρθε με μια παραβολή: Ενας άνθρωπος έπεσε σε ενέδρα ληστών που τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Ενας ιερέας πέρασε από το απέναντι μέρος χωρίς να του δώσει καμία βοήθεια. Το ίδιο κι ένας Λευίτης, υπηρέτης του ναού. Μέχρι που πέρασε ο Σαμαρείτης. Πλησίασε, έπλυνε τα τραύματά του, τα άλειψε με λάδι και κρασί, τα έδεσε με επιδέσμους. Ανέβασε τον άνθρωπο στο ζώο του, τον μετέφερε σε κάποιο πανδοχείο και τον περιποιήθηκε όλη τη νύχτα. Και την άλλη μέρα το πρωί έδωσε χρήματα στον ξενοδόχο για τον περιποιηθεί. Όλοι ξέρουμε ποιος είναι ο πλησίον».

«Κάτι τσιτώνει μέσα μου όταν ακούω τη λέξη ελεημοσύνη και την αρνούμαι. Παρ΄ όλο που προδίδει έλεος έχει τόσο παραφθαρεί, που ακούς μια υποψία υπεροψίας να ίπταται υπεράνω της λέξης… Λες κι αυτός που προσφέρει είναι κάπως ανώτερος από εκείνον που ελεείται. Προτιμώ να αντιλαμβάνομαι τη σχέση σαν ισότιμη συναλλαγή, μια πολύ ανθρώπινη και αυτονόητη πράξη: έχω-δίνω. Στο διήγημα έχουν ενταχθεί κάποια δικά μου κείμενα με αφορμή προσωπικές στιγμές μέσα στην πόλη. Ο ράφτης στη γειτονιά μου, η τράπεζα κι ένα περιστατικό με κάποιον, που ζητούσε χρήματα εκεί μπροστά στο μηχάνημα αυτόματης ανάληψης. Η όψη της παράστασης ξεδιπλώνεται σαν μαγικό βιβλίο, με μυστικές ντουλάπες και φωτάκια, μια υπέροχη κούκλα που έφτιαξε η Μάρθα Φωκά και μια ζωγραφιά του Γιώργου Χαβουτσά. Ενα λαϊκό ποίημα για μικρούς και μεγάλους».

«Συχνά έχουμε υψηλές προσδοκίες, αλλά το αποτέλεσμα δεν τις δικαιώνει, είναι πολύ φτωχό. Οταν καταλάβεις για πόσα λίγα πράγματα είμαστε τελικά ικανοί και παρόλα αυτά εξακολουθούμε να αγαπάμε τους ανθρώπους, είναι κατόρθωμα. Ο Τολστόι προσπάθησε να προσαρμόσει τη ζωή του σύμφωνα με τα πιστεύω του. Εγκατέλειψε σπίτι, γυναίκα, παιδιά, περιουσία για να ζήσει μόνος και φτωχός. Στάση που προδίδει μια εγωιστική ακρότητα. Από την άλλη πρέπει να παραδεχτούμε ότι τέτοια βασανιστικά μονοπάτια, που αγωνίζεται να ακολουθεί μια ψυχή σε υπαρξιακή αγωνία, έχουν ιδιαίτερη αξία».

«Τα πράγματα της μόδας εύκολα έρχονται και εύκολα φεύγουν. Υπάρχει κάτι που δεν είναι της μόδας, αλλά μια αλήθεια παντός καιρού: αν είσαι μόνος, θα είσαι στη ζούγκλα. Αν σε απασχολεί ο διπλανός σου αρχίζεις να εξερευνάς την πιθανότητα να είσαι και άνθρωπος. Η τέχνη σήμερα δεν λέει πολλά γι΄ αυτό που ζούμε. Αλλες εποχές άνοιγε δρόμους, λειτουργούσε οραματικά. Επικρατεί ένα μούδιασμα, μια μουντή ατμόσφαιρα, η αγωνία μήπως μας πλακώσει η συμφορά. Δεν έχει φανεί η καινούργια προοπτική ούτε καν σαν όνειρο. Θα φανεί. Δεν είναι η στιγμή. Μέχρι τότε ας τηρούμε τα αυτονόητα. Να επαγρυπνούμε κρατώντας την καρδιά ανοιχτή. Μην την αφήσουμε να ατροφήσει».

Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» (Πειραιώς 254 Ταύρος. Τηλ.: 212 254 0300).